Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Πανηγυρίζει η μεταλλαγμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για το γεγονός ότι πέτυχε την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, αποδεσμεύεται η δόση η οποία σε σημαντικό ποσοστό θα επανατροφοδοτήσει την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίωντου υπέρογκα συσσωρευμένου δημόσιου δανεισμού, και έτσι ανοίγει πλέον η «λεωφόρος της ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας, η οποία μάλιστα θα έχει και χαρακτηριστικά δίκαια και αναδιανεμητικά. Βέβαια το οξύμωρο είναι ότι πώς μπορεί να επαίρεται μια κυβέρνηση, και μάλιστα που προέρχεται από τους κόλπους της Αριστεράς, για το γεγονός ότι κατόρθωσε να εγκρίνει κοινοβουλευτικά τις περικοπές των συντάξεων, την αύξηση της άμεσης φορολογίας, την καθιέρωση του αυτόματου δημοσιονομικού «διορθωτή», την πλήρη απελευθέρωση των κάθε μορφής ιδιωτικοποιήσεων και εκποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσίας, την αύξηση της έμμεσηςφορολογίας, τη στιγμή που πρόκειται για την επώδυνη υλοποίηση του 3ου Μνημονίου, του οποίου οι συνέπειες, αθροιζόμενες με εκείνες των δύο προηγουμένων Μνημονίων της τελευταίας εξαετίας, δημιουργούν μια κατάσταση ύφεσης, λαϊκής εξαθλίωσης, ανεργίας κλπ. Ιστορική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πρωταρχικά η κατάργηση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, και σήμερα τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να πανηγυρίζει για την επιβολή και ενός καινούριου Μνημονίου.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΟΣΩΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ;
Θεμελιώδες επιχείρημα της αντιμνημονιακής πολιτικής του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι πέραν της αποψίλωσης των λαϊκών εισοδημάτων και της υπερδιογκωμένης ανεργίας, η εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών είχε καθαρά υφεσιακά αποτελέσματα και οδηγούσε σε αρνητικούς ρυθμούς εξέλιξης του ΑΕΠτης χώρας. Πώς λοιπόν σήμερα, με την εφαρμογή νέων οδυνηρών για τις λαϊκές τάξεις μνημονιακών μέτρων, μπορεί να επιτευχθεί αυτή η πολυπόθητη «ανάπτυξη», την οποία επικαλούνται όλες οι μέχρι σήμερα αστικές κυβερνήσεις και η οποία συνέχεια αναβάλλεται για τα επόμενα χρόνια ; Έρχεται λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση να διακηρύξει σε όλους τους τόνους και προς όλες τις κατευθύνσεις, των επιχειρηματιών και των εργαζομένων, ότι εγκαινιάζει την πορεία της «παραγωγικής αναγέννησης» της ελληνικής οικονομίας, που έχει καταστεί η κύρια επιδίωξή της.
Ας δούμε όμως πώς προέκυψε αυτή η κατάσταση της σχετικής οικονομικής καταστροφής στη διάρκεια της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης (2008 – 16), η οποία συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς και στην σημερινή περίοδο. Ποιοι παράγοντες επέφεραν την διάλυση του 25% του παραγωγικού ιστού της χώρας, εκτίναξαν την ανεργία στο 26% (χωρίς να συνυπολογίζεται η αδήλωτη εργασία), μείωσαν τους μισθούς και τις συντάξεις, προσαύξησαν υπέρμετρα την λαϊκή φορολόγηση ; Πρόκειται για γεγονότα που επεφύλαξε η «μοίρα» των διεθνών οικονομικών εξελίξεων στην ελληνική παραγωγή, πρόκειται για τις «διαρθρωτικές αδυναμίες» και τα «πήλινα πόδια» μιας περιφερειακής καπιταλιστικής οικονομίας, πρόκειται για την άκαμπτη επιβολή μιας απροσμέτρητης λιτότητας από την ευρωπαϊκή υπερεθνική ενοποίηση, πρόκειται τελικά για παράγοντες που τοποθετούνται εκτός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και καθορίζουν με όρους «κατοχής» και «επιτροπείας» τις εξελίξεις στη χώρα ;
Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία αυτών και άλλων πλευρών στις εξελίξεις της τελευταίας οκταετίας, δεν ήταν πρωταρχικά παρά η έκρηξη μιας ισχυρής κρίσης υπερσυσσώρευσης του ελληνικούκαπιταλισμού, που οδήγησε στον τερματισμό μιας πολύχρονης διαδικασίας κερδοφορίας και συσσώρευσης, στην αρνητική αποδοτικότητα του κεφαλαίου, κι στην ανάδειξη υπέρογκων ζημιογόνων αποτελεσμάτων της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας. Η άμεση αντίδραση του επιχειρηματικού κεφαλαίου δεν ήταν άλλη από την θέση σε κίνηση των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης, δηλαδή το κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων, και η εκτίναξη της ανεργίας σε δυσθεώρητα επίπεδα. Ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό για το ξεπέρασμα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος έβλεπε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Επιστρατεύτηκαν έτσι δύο θεμελιώδη εργαλεία για να αντιστραφεί η πορεία των οικονομικών εξελίξεων και να επέλθει μια ορισμένη ανάκαμψη σε βάρος της μισθωτής εργασίας και προς όφελος της εργοδοτικής εξουσίας.
Από τη μια πλευρά επιστρατεύτηκε η πολιτική των Μνημονίων που επέβαλαν την αποψίλωση των λαϊκών εισοδημάτων, την επιβολή της υπέρογκης φορολόγησης, την διάλυση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, τις αποκρατικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων κ.ά. Η σκοπιμότητα της επιβολής τους ήταν διπλή : Αφενός να καταστήσουν την εργασία «φθηνή, πειθήνια και απορρυθμισμένη», έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας. – Αφετέρου να μετακυλίσουν το βάρος αποπληρωμής του δημόσιου χρέους στους ώμους των λαϊκών τάξεων με όλα τα δρακόντεια δημοσιονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν.
Από την άλλη πλευρά η προσφυγή των κυρίαρχων τάξεων στον υπέρμετρο δημόσιο δανεισμό, προκειμένου να καλύψουν τις δημοσιονομικές «μαύρες τρύπες» που οι ίδιες δημιουργούσαν (π.χ. συστηματικές φοροαπαλλαγές, επιχειρηματικά κίνητρα και ενισχύσεις κλπ.), και η παρέμβαση των μηχανισμών της ζώνης του ευρώ προκειμένου να διασφαλίζεται η αποπληρωμή των δανείων και να υπαγορεύονται οι όροι για την επιβολή πλέον μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας στην ελληνική, και παράλληλα στις άλλες, ευρωπαϊκές κοινωνίες. Άρα συμπερασματικά προκύπτει ότι η σημερινή οικονομική στασιμότητα και η εξαετής καταστροφή, δεν είναι προϊόν «τυχαίων» παραγόντων της διεθνούς οικονομίας, ούτε αποτέλεσμα «διαρθρωτικών στρεβλώσεων» της ελληνικής παραγωγής, ούτε συνέπεια της υπερκατανάλωσης και δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών. Προέρχεται ευθέως από την εγγενή κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, από τον αστικό υπερδανεισμό, από τις υπαγορεύσεις των υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών, από την εφαρμογή των μνημονίων που είχαν το διπλό στόχο αφενός να μειώσουν κατακόρυφα το κόστος εργασίας, ενισχύοντας της ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και αφετέρου την μετακύλιση του κόστους αποπληρωμής των δανείων του αστικού κράτους στους ώμους των λαϊκών τάξεων [ Ρ. Γουλφ «Ψευδείς οι αναφορές περί ανάκαμψης που βρίσκεται καθ’ οδόν», Rednotebook ].
ΠΕΔΙΑ ΑΠΟΚΟΜΙΔΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ
α) Ήδη η νέα «αναπτυξιακή διαδικασία» για την οποία θριαμβολογεί προκαταβολικά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγει ακριβώς με την ψήφιση των δύο νόμων – πυλώνων του 3ου Μνημονίου, με την έννοια ότι οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, στην άμεση και έμμεση φορολογία κλπ. εκείνο που επιφέρουν είναι η ακόμη παραπέρα αποψίλωση των λαϊκών εισοδημάτων. Πώς λοιπόν είναι δυνατό να τροφοδοτείς μια «αναπτυξιακή ανάταξη» της ελληνικής οικονομίας όταν επιβάλλεις ακόμη μεγαλύτερη εισοδηματική λιτότητα στη μισθωτή εργασία ; Εκείνο που επιτυγχάνεις είναι η ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση της καταναλωτικής ζήτησης, και άρα η στασιμότητα στον επιχειρηματικό κύκλο εργασιών, καθώς προφανώς και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Κατά συνέπεια αύξηση των επιχειρηματικών μεγεθών δεν μπορεί να προκύψει παρά από την ριζική εισοδηματική αναδιανομή, που να τροφοδοτεί την αύξηση της ζήτησης και έτσι τη διεύρυνση της παραγωγής, πράγμα που ωστόσο βρίσκεται στον αντίποδα κυριολεκτικά της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.
Τα πεδία που διανοίγονται για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας δεν έχουν να κάνουν με την αύξηση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, την στήριξη της λαϊκής καταναλωτικής ζήτησης, την προώθηση νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων, εφόσον είναι εξαιρετικά συρρικνωμένη η εσωτερική αγορά, και οι εξαγωγές δε βρίσκονται και στο καλύτερο επίπεδό τους. Απεναντίας έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την σταθεροποίηση και ανάκαμψη της κερδοφορίας του πλειοψηφικού τομέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, την συνέχιση δηλαδή της πορείας εξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης προς όφελος του κεφαλαίου, σε ένα γενικό κοινωνικό περιβάλλον μηδενικής αύξησης του ΑΕΠ, εκτεταμένης ανεργίας, εργασιακής απορρύθμισης και μείωσης των λαϊκών εισοδημάτων. Αυτό όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ανάπτυξη» εφόσον συνοδεύεται από γενικευμένη στασιμότητα και ύφεση, δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, δεν απολήγει στην παραγωγική μεγέθυνση.
β) Ο Αναπτυξιακός Νόμος για τον οποίο δαπανάται τόση διαφημιστική δαπάνη, θα έχει ως αποτέλεσμα, με βάση τις ίδιες τις διακηρύξεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, στη διάρκεια της περιόδου 2016 – 22, την δημιουργία 15.200 θέσεων εργασίας, δηλαδή την «εκπληκτική» μείωση του συνολικού αριθμού των ανέργων κατά 1,5%, πράγμα που είναι σχεδόν αμελητέο μέγεθος, και βρίσκεται μακράν από την γενναία αντιμετώπιση της ανεργίας, η οποία και θα συνεχίσει να πλήττει μακροπρόθεσμα σχεδόν το ένα – τρίτο του συνολικού εργατικού δυναμικού. Πέραν αυτού το σύνολο των διατάξεων αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας αποσκοπεί αποκλειστικά στην παροχή κινήτρων, απαλλαγών, διευκολύνσεων και ενισχύσεων στην «ανάπτυξη» της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, και μάλιστα κατά έναν τρόπο που μειώνει ακόμη παραπέρα τη φορολογική συνεισφορά του κεφαλαίου στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού.
Πλήρης φοροαπαλλαγή από τα πραγματοποιούμενα προ φόρου κέρδη των επιχειρήσεων, άμεση χρηματοδοτική επιχορήγηση στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων, επιδότηση της χρηματοδοτικής μίσθωσης νέου μηχανολογικού εξοπλισμού (leasing), κάλυψη από το δημόσιο του μισθολογικού κόστους νέων θέσεων εργασίας, χρηματοδότηση και αυτού του επιχειρηματικού κινδύνου μέσα από ένα σχετικό ταμείο συμμετοχών, ενίσχυση του εκσυγχρονισμού παγίων κεφαλαίων (μηχανολογικού εξοπλισμού) κλπ. Ένα σύνολο δηλαδή μέτρων που στόχο έχουν να διευκολύνουν και να ενισχύσουν την επιχειρηματική δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου, όχι βέβαια στο επίπεδο της παραγωγικής του επέκτασης (αφού η ζήτηση παραμένει συρρικνωμένη), αλλά στο επίπεδο κατάλληλων εκσυγχρονισμών και απαλλαγής μισθολογικών και φορολογικών βαρών, και έτσι ενίσχυσης της κερδοφορίας του. Κι’ αυτό ονομάζεται «ανάπτυξη» κοινωνικά δίκαιη, με στοιχεία αναδιανομής… [ Α. Γκίτση «Πλέγμα δράσεων και κινήτρων για τη στήριξη της ανάπτυξης", Αυγή 3-Ιουνίου-2016 και Κ. Πουλακίδας «Παραγωγή, καινοτομία και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες», Αυγή 7-Ιουνίου-2016 ].
γ) Ένα πρόσθετο πεδίο που οριοθετεί την κατά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «οικονομική αναγέννηση» αφορά τον κερδοσκοπικό κυριολεκτικά χαρακτήρα των παρεμβάσεων hedge funds στην ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα μάλιστα στο επίπεδο των «κόκκινων δανείων» που λειτουργούν με την ομολογημένη λογική «χτυπάμε, παίρνουμε τις υπεραξίες που θέλουμε και φεύγουμε». Έτσι αυτά τα διεθνή κεφάλαια που «μυρίζουν το αίμα όπως οι καρχαρίες» εξαγοράζουν υπερδανεισμένες εταιρίες, που όμως έχουν κερδοφόρες προοπτικές, με αποτέλεσμα να αποκομίζουν τις υπεραξίες που ψάχνουν [ εκφράσεις της ίδιας της καθεστωτικής Οικονομικής Καθημερινής Γ. Μαντέλας «Προς το παρόν έρχονται κυρίως τα επιθετικά κεφάλαια», 5-Ιουνίου-2016 ]. Στρατηγικού χαρακτήρα χαρτοφυλάκια εμφανίζονται απρόθυμα να επενδύσουν, περιμένοντας την επιβολή και εμπέδωση της πλήρους απορρύθμισης της εργασίας και την ολοσχερή ταπείνωση του εργατικού κόστους. Η μεταβίβαση όμως και η διαχείριση «κόκκινων δανείων», την οποία η κυβέρνηση έχει πλήρως απελευθερώσει, δεν συνεισφέρει σε καμία παραγωγική μεγέθυνση και προφανώς αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά απεναντίας στην καθαρή απόσπαση υπεραξιών από τις υπερχρεωμένες ελληνικές εταιρίες.
δ) Εξίσου ένα επιπλέον πεδίο όπου επιδιώκεται να καταγραφεί μια «αναπτυξιακή διαδικασία», αφορά τις αποκρατικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν απομείνει (από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ μέχρι τον ΟΛΘ), καθώς και την εκποίηση της δημόσιας έγγειας ιδιοκτησίας (από το Ελληνικό μέχρι τα στρατόπεδα). Στην προκειμένη περίπτωση η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει καταστεί το άρμα προώθησης αυτών των ιδιωτικοποιήσεων με την Γαλλία, την Ρωσία, την Κίνα κλπ., που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για αυτές τις εξαγορές. Ωστόσο τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την μεταβίβαση αυτών των δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσίας δεν αντιπροσωπεύουν κανενός είδους παραγωγικές επενδύσεις, εφόσον αυτές έχουν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια δεκαετιών από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή δεν σηματοδοτούν κάποια αύξηση των παγίων κεφαλαίων των αντίστοιχων υπηρεσιών. Πολύ περισσότερο μάλιστα που σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα διεθνή κεφάλαια που επιδιώκουν αυτές τις εξαγορές επενδύονται χωρίς κανένα επιχειρηματικό ρίσκο ή κίνδυνο, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν εξασφαλισμένο κύκλο εργασιών στους λαϊκούς χρήστες, μια και αντιπροσωπεύουν μονοπωλιακές καταστάσεις (μεταφορές, επικοινωνίες, ύδρευση και αποχέτευση κ.ά.). Και σ’ αυτήν άρα την περίπτωση δεν προκύπτει κάποιου είδους παραγωγική μεγέθυνση, ούτε και η αντιμετώπιση της ανεργίας, μια και σε πολλές περιπτώσεις μειώνονται και οι ήδη λειτουργούσες θέσεις εργασίας, με τους κατάλληλους εκσυγχρονισμούς και εντατικοποίηση, υπό καθεστώς εργασιακών σχέσεων ιδιωτικού δικαίου.
Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016