Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ*
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η βαθιά κρίση του συστήματος που έπληξε το 2009 όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου και με ιδιαίτερη σφοδρότητα την ελληνική οικονομία, πήρε σε επίπεδο ευρωζώνης μια αυτοτελή διάσταση με την κρίση της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος - ευρώ. Η Ελλάδα ένοιωσε πολύ έντονα τις συνέπειες αυτής της κρίσης, εξ’ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών που επεβλήθησαν από την «τρόϊκα» το 2010 ως σήμερα, με ευθύνη των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τελευταία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η ανάγκη διατύπωσης μιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης προοδευτικής εξόδου από την κρίση, έχει φέρει μεταξύ άλλων στο προσκήνιο, το ρόλο του εθνικού νομίσματος και της Κεντρικής Τράπεζας ως κρίσιμων στοιχείων της εναλλακτικής πρότασης. Θα εξετάσουμε το ρόλο της νομισματικής και συναλλαγματικής κυριαρχίας ως στοιχείου ενός μεταβατικού οικονομικού προγράμματος προοδευτικής εξόδου από την κρίση, με ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.
1. ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Το Εθνικό Νόμισμα και η Κεντρική Τράπεζα, αποτελούν βασικά στοιχεία για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία μιας χώρας. Η Κεντρική Τράπεζα, έχοντας το «εκδοτικό προνόμιο» και τις εποπτικές-ελεγκτικές αρμοδιότητες, παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών σχέσεων και της «εν γένει» οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο οι επιλογές της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής1 καθορίζονται από τις ταξικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης και το χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, ενώ μετά την ένταξη στην ευρωζώνη, επικαθορίζονται με προτεραιότητα τα συμφέρονται των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών και Βερολίνου. Παρ’ ότι και στις δύο περιπτώσεις τα λαϊκά συμφέρονται μπαίνουν στο περιθώριο, σε συνθήκες ύπαρξης εθνικού νομίσματος και κεντρικής τράπεζας που ελέγχεται από την εθνική (ελληνική) κυβέρνηση, υπάρχουν «εν δυνάμει» δυνατότητες εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, με την προϋπόθεση αλλαγής του χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, ενώ εντός του «φρουρίου» της ευρωζώνης δεν υπάρχουν ανάλογα περιθώρια.
Οι Κεντρικές Τράπεζες, από πλευράς ιδιοκτησιακού καθεστώτος, είναι κατά κανόνα δημόσιοι φορείς. Ωστόσο στην περίπτωση της Τράπεζα Ελλάδος όπως σε ορισμένες άλλες (πχ. Βέλγιο, Αυστρία), αυτό δεν ισχύει. Το ελληνικό δημόσιο σύμφωνα με το καταστατικό της Τράπεζας, μπορεί να κατέχει μαζί με δημόσιους φορείς το πολύ μέχρι 35%.2 Το υπόλοιπο ανήκει σε ιδιώτες (έλληνες και ξένους) χωρίς ποτέ να έχει δημοσιευθεί το πλήρες μετοχολόγιο, παρ’ ότι υπάρχει στο Αποθετήριο Τίτλων του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Η ιδιαιτερότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΤτΕ, συνοδεύεται από ένα θεσμικό διαχωρισμό του σκέλους της νομισματικής πολιτικής από το διοικητικό-διαχειριστικό κομμάτι λειτουργίας της. Στο πρώτο παίζουν καθοριστικό ρόλο το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, ενώ στο δεύτερο τα θεσμικά όργανα διοίκησης της Τράπεζας.
Η Τράπεζα Ελλάδος διευθύνεται από το Γενικό Συμβούλιο (Διοικητής, 2 υποδιοικητές και 3 συμβούλους). Στο ΓΣ «συμμετέχουν» επίσης 6 σύμβουλοι από κοινωνικούς φορείς (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ ΕΕΕ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΕ και Σύλ.Υπαλ.ΤτΕ). Στην ουσία πρόκειται για «διακοσμητική» συμμετοχή σε ότι αφορά τις επιλογές που αφορούν τα λαϊκά συμφέροντα, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η ΓΣΕΕ εκπροσωπείται σήμερα από τον πρώην πρόεδρο της, το Χ.Πολυζωγόπουλο.! Στο Γ.Σ. της Τράπεζας, παρίσταται και εκπρόσωπος του κράτους χωρίς δικαίωμα ψήφου. Οι βασικές αποφάσεις που έχουν σχέση με τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, καθώς και την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής, παίρνονται από το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής το οποίο απαρτίζεται από το Διοικητή, τους 2 υποδιοικητές και τους 3 συμβούλους που διορίζονται για έξι χρόνια με Π.Δ. (εισήγηση του Γ.Σ. των μετόχων και απόφαση Υπουργ. Συμβουλίου).
Διαχρονικά όλες οι Διοικήσεις της Τράπεζας Ελλάδος, στήριζαν τις επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, ενώ ο διοικητής της θεωρείται εξέχων μέλος της άρχουσας ελίτ.!! Δεν είναι τυχαίο που τελευταία χρόνια, με την εφαρμογή των μνημονίων, οι διοικητές της ΤτΕ (Παπαδήμος, Προβόπουλος, Στουρνάρας) έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην επιβολή των αντιλαϊκών μέτρων και έχουν τεράστιες ευθύνες με τις κυβερνήσεις και την τρόϊκα (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ), για τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, τον ελληνικό λαό και συνολικά στη χώρα. Μάλιστα με τις πρόσφατες δηλώσεις του στην τηλεόραση του «Σκαϊ» (13.1.16), ο σημερινός διοικητής Γ.Στουρνάρας αυτοανακηρύχτηκε σε θεματοφύλακα της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Λειτουργώντας ως «παράκεντρο» και «παραεξουσία» εν αγνοία της κυβέρνησης, επιχείρησε το περασμένο καλοκαίρι σύμφωνα με δηλώσεις του, να «χτίσει» με άλλους συμβούλους και πολιτικούς παράγοντες, ένα «τείχος» απέναντι στους αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνη κά), που ήθελαν τάχα να καταλάβουν το Νομισματοκοπείο.!
Πρόκειται για απίστευτες αθλιότητες με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη της κλειστής ομάδας του Μαξίμου, πέριξ του Α.Τσίπρα, σε συνεργασία με συστημικά μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να πλήξουν τη «Λαϊκή Ενότητα» και την ιδέα αποδέσμευσης από το ευρώ. Είναι εντυπωσιακή η ανησυχία των κυρίαρχων κύκλων, εντός και εκτός της χώρας, μήπως η συγκεκριμένη ιδέα αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική και δημιουργηθούν όροι αποδέσμευσης από τη «φυλακή» της ευρωζώνης και ανακτηθεί επί τέλους η χαμένη εθνική και λαϊκή κυριαρχία και συνακόλουθα η πολιτική εξουσία, από αριστερές, πατριωτικές και αντιμνημονιακές δυνάμεις της χώρας.
2. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Πριν δούμε συγκεκριμένα τον «οδικό χάρτη» αποδέσμευσης από το ευρώ, ξίζει να δούμε συγκεκριμένα σε τι συνίσταται ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας στην προσπάθεια ανάκτησης της εθνικής και …υπό προϋποθέσεις της λαϊκής κυριαρχίας. Ειδικότερα η Κεντρική Τράπεζα, στην περίπτωση μας η Τράπεζα Ελλάδος, έχοντας το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος, μπορεί να επηρεάζει κατ’ αρχάς τη συνολική οικονομική ζωή και την εξωτερική οικονομική ισορροπία της χώρας. Ειδικότερα με τη συναλλαγματική πολιτική (ισοτιμία νομίσματος, συναλλαγματικά αποθέματα) που καθορίζει η κυβέρνηση και εφαρμόζει η Τράπεζα, μπορεί να επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και όλα τα μεγέθη του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών.
Επίσης η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παίξει ρόλο «δανειστή τελευταίας καταφυγής» του δημοσίου, παρέχοντας πιστώσεις με χαμηλό επιτόκιο σε σχέση με το επιτόκιο δανεισμού από τις «αγορές». Για παράδειγμα ενώ το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δανειστεί από την ΤτΕ με επιτόκιο 0,5% (όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις από τις κεντρικές τους τράπεζες), αναγκάζεται να δανείζεται με 5% και 9% (πενταετή και δεκαετή ομόλογα) από τις αγορές. Ειδικότερα η ΕΚΤ αντί να δανείζει τα κ-μ με χαμηλό επιτόκιο, δανείζει τις τράπεζες με 0,5% και σε συνέχεια οι τράπεζες δανείζουν τα κ-μ, με επιτόκια ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Η Κεντρική Τράπεζα είναι επίσης φορέας χάραξης της «νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής» (ύψος επιτοκίων, πιστωτική επέκταση, επιλογή κλάδων προς χρηματοδότηση κά), ενώ με την παροχή ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες, επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση της χώρας. Τέλος η κεντρική τράπεζα, έχει θεσμικά την ευθύνη εποπτείας του χρημα-πιστωτικού συστήματος και ειδικότερα την εποπτεία των εμπορικών τραπεζών, τα συστήματα πληρωμών, καθώς και τα συστήματα διακανονισμού συναλλαγών μεταξύ των τραπεζών.
Η μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, δεν καταργεί αλλά τροποποιεί το ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας, ενώ με την ένταξη στην ευρωζώνη και την προώθηση της «Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενοποίησης», ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών στις χ-μ της Ευρωζώνης, αλλάζει ριζικά οδηγώντας σε απώλεια της εθνικής νομισματικής, συναλλαγματικής και «πιστωτικής» κυριαρχίας.
3. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης και η πολιτική της «απορρύθμισης» (deregulation) των χρηματοπιστωτικών σχέσεων, επέφερε μεγάλες αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο ρόλο της κεντρικής τράπεζας. Ειδικότερα στην Ελλάδα παρ’ ότι οι βασικές λειτουργίες της Τράπεζας Ελλάδος διατηρήθηκαν, επήλθε σημαντική «χαλάρωση» του ρυθμιστικού και εποπτικού της ρόλου, ενώ έγιναν βήματα «ανεξαρτοποίησης» από την κυβέρνηση, με αφετηρία την κατάργηση το 1981 της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ) και αργότερα με τη σχετική «ανεξαρτοποίηση» της από την κυβέρνηση (δεκαετία’90) ως την ένταξη στο ευρώ (2001).
Ειδικότερα το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σηματοδοτεί3 την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών. Προωθεί τις τιτλοποιήσεις δανείων και τη δημιουργία νέων «χρηματοπιστωτικών προϊόντων». Τη μεγάλη ανάπτυξη, εκτός ρύθμισης, της «παράλληλης» χρηματιστηριακής αγοράς, την υπερπαραγωγή «πλασματικού κεφαλαίου» και την ένταση της «χρηματιστικοποίησης». Η πολιτική χαλάρωσης (σχεδόν ανεξέλεγκτης) της πιστωτικής επέκτασης, τροφοδοτεί χρηματοπιστωτικές φούσκες και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Εμφανίζονται νέα γνωρίσματα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και στη χρηματιστική ολιγαρχία. Μεγάλες επιχειρήσεις μετατρέπονται σε «non-bank banks» και μεγάλες τράπεζες μετατρέπονται σε «financial-supermarkets». Συνύφανση μεγάλων πολυεθνικών εταιριών και τραπεζών, δημιουργία πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων, οι οποίοι σέρνουν το άρμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στα πλαίσια της οικονομικής ελίτ εμφανίζεται το στρώμα της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας με τεράστια οικονομική δύναμη, με πολλαπλές διαπλοκές και με αντίστοιχες πολιτικές προεκτάσεις. Οι αντιφατικές σχέσεις («συνεργασίας» και «αντιπαράθεσης») μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών, αποκτούν νέες μορφές κίνησης σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ιδιαίτερα στα πλαίσια των συμφωνιών «ελευθέρου εμπορίου» (TTIP, CETA, TPIP, TiSA, NAFTA, CELAC, SCO, BRICS, κά). Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποκτά όλο και πιο έντονα αντιδραστικά χαρακτηριστικά στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της «ευρωζώνης», κά.
4. ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΕΥΡΩΖΩΝΗ & ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με την ένταξη στην Ευρωζώνη, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), έπαψε να παίζει το ρόλο της «κεντρικής τράπεζας» της Ελλάδος, καθώς και το ρόλο του μοχλού ρύθμισης της ελληνικής οικονομίας. Οι αποφάσεις της πλέον κινούνται στα πλαίσια των κατευθύνσεων της «Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» (ΕΚΤ) και του «Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών» (ΕΣΚΤ). Πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής και της ΕΚΤ, είναι ο χαμηλός πληθωρισμός σε βάρος των αναγκών ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Βασικές λειτουργίες της ΤτΕ (έκδοση νομίσματος, δανεισμός δημοσίου) περνούν στον έλεγχο της ΕΚΤ, με τραγικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό. Η απώλεια των πλεονεκτημάτων του εθνικού νομίσματος, οι εκβιαστικές πρακτικές της ΕΚΤ για τη πειθάρχηση χωρών στις επιλογές της (capital’s control, εξαίρεση από την «πιστωτική χαλάρωση» που εφαρμόζεται η ΕΚΤ σε άλλες χώρες, κά), επιδεινώνουν το οικονομικό κλίμα.
Η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα υπερεθνικά όργανα της «ευρωζώνης», οξύνει το πρόβλημα της «δημοκρατικής νομιμοποίησης» της ΟΝΕ, απέναντι στις χώρες και τους λαούς της Ευρωζώνης. Η απαγόρευση δανεισμού των κρατών-μελών και των δημόσιων φορέων την από ΕΚΤ και αντί αυτού δανεισμός των τραπεζών από την ΕΚΤ με το βασικό επιτόκιο (0,05%) και εν συνεχεία ακριβός δανεισμός των αδύναμων οικονομικά χωρών, διαιωνίζει την υπερχρέωση και εντείνει την απόκλιση παρά τη σύγκλιση των οικονομιών. Ακόμα και η δυνατότητα δανεισμού των τραπεζών από τον ELA (λογαριασμός έκτακτης ρευστότητας) και η παροχή σε συνέχεια ρευστότητας στην οικονομία με υψηλότερο επιτόκιο (ως 30 φορές από το βασικό), πλήττουν κυρίως τις αδύναμες οικονομίες και πρώτα απ’ όλα την ελληνική, που βρίσκεται σε Μνημόνιο, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης.
Τέλος το αμετάκλητο «κλείδωμα» ισοτιμιών των εθνικών νομισμάτων εντός του ευρώ και η αδυναμία ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής, στερεί τη δυνατότητα ευελιξίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των αδύναμων οικονομιών. Η «εσωτερική υποτίμηση» κυρίως των εργατικών μισθών και κοινωνικών παροχών, παραμένει το μοναδικό μέσο τόνωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Από την άλλη με την «τραπεζική ενοποίηση» και τη δημιουργία διαφόρων θεσμικών οργάνων (SSM, SRM/SRF, BRRD, DGS), ολοκληρώνεται η απώλεια της νομισματικής-πιστωτικής πολιτικής, ενώ η εποπτεία των «συστημικών τραπεζών» περνάει στην ΕΚΤ. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την «οικονομική διακυβέρνηση» της ευρωζώνης (έλεγχος κρατικού προϋπολογισμού κάθε χώρας, καθιέρωση «ανεξάρτητων αρχών» σε κρίσιμους τομείς κλπ), στερούν από την κυβέρνηση τη δυνατότητα εφαρμογής μέτρων και επιλογών που εξυπηρετούν τα λαϊκά συμφέροντα και συνολικά τη χώρα (ανάπτυξη, απασχόληση, ανακατανομή εισοδήματος, κά), η οποία αναπόφευκτα οδηγεί στην ουσιαστική στέρηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
5. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα συνεπάγεται κατ’ αρχήν την ανάκτηση του ελέγχου της ΤτΕ και μετονομασία της σε «Κεντρική Τράπεζα Ελλάδος» (ΚΤΕ). Δεύτερον, χρειάζεται πλήρης μετοχικός έλεγχος με προικοδότηση της από το δημόσιο. Τρίτον, εφαρμογή νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια. Τέταρτον, η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα απαιτεί θεσμική, οργανωτική και πολιτική-ψυχολογική προετοιμασία, με πλατιά και αντικειμενική ενημέρωση του ελληνικού λαού για τις θετικές προοπτικές αλλά και τις προσωρινές δυσκολίες της μετάβασης. Πέμπτον, χρειάζεται συγκεκριμένο σχέδιο έγκαιρης εκτύπωσης Εθνικού Νομίσματος, καθώς και άμεσων πρακτικών μέτρων διευκόλυνσης των συναλλαγών τον πρώτο μήνα. Η εκτύπωση νομίσματος θα πρέπει, για λόγους πρόνοιας, να γίνει έγκαιρα και να αποθηκευτεί σε εγκαταστάσεις της ΤτΕ.
Η «συμφωνημένη αποδέσμευση» από την ευρωζώνη είναι οπωσδήποτε προτιμότερη σε σχέση με τη μονομερή. Ωστόσο χρειάζεται προετοιμασία και για τη «μονομερή» με εναλλακτικά σενάρια ενεργειών.Επίσης χρειάζεται αντιμετώπιση νομικών ζητημάτων που απορρέουν από τον επανακαθορισμό των σχέσεων ΤτΕ με ΕΚΤ και ΕΣΚΤ της ΕΕ. Ειδικότερα χρειάζεται συμφωνία για τις πράξεις βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΤτΕ από την ΕΚΤ (35 δις) και τον ELA (77 δις), καθώς και των δοσοληψιών (97 δις) με το ΕΣΚΤ (TARGET 2) και των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία (20 δις). Στην προοπτική της αποδέσμευσης δεν υπάρχει κάποια ειδική πρόβλεψη από Ευρωζώνη και αυτό είναι «εν δυνάμει» διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα.!! Δημιουργία κατάλληλων οργανωτικών δομών στην ΚΤΕ, για την άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής, καθώς την εποπτεία και έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος
6. ΤΟ «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Το «οδοιπορικό» μετάβασης στο Εθνικό Νόμισμα, σε γενικές γραμμές είναι το εξής: Ανακοίνωση (συνήθως μια Παρασκευή βράδυ) της αναστολής συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ και αναστολής πληρωμών του δημόσιου χρέους, καθώς επίσης αναστολή λειτουργίας μερικών ημερών των τραπεζών και της πραγματοποίησης χ/π-πράξεων. Εξουσιοδότηση από τη Βουλή της κυβέρνησης, κυρίως του πρωθυπουργού & υπουργού οικονομικών, με έκτατες εξουσίες για εφαρμογή της νομισματικής μεταρρύθμισης
Η ΚΤΕ περνάει στον έλεγχο της κυβέρνησης. Διορίζεται Δημόσιος Επίτροπος,4 ο οποίος με τη βοήθεια Ειδικής Επιτροπής, αναλαμβάνει προσωρινά τη διοίκηση της ΚΤΕ και όλων των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες περνούν υπό δημόσιο έλεγχο. Επιβάλλεται έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων, με πρόνοια για εξαιρέσεις (εισαγωγών, λόγους υγείας, σπουδές φοιτητών κά). Μετατροπή όλων των λογαριασμών και οφειλών του ελληνικού συστήματος πληρωμών, στο νέο εθνικό νόμισμα σε αναλογία 1:1 και δέσμευση της κυβέρνησης για εκπλήρωση υποχρεώσεων του δημοσίου προς όλους του πολίτες, καθώς και πλήρης εγγύηση των καταθέσεων σε εθνικό νόμισμα.
Τα διάφορα σενάρια για διπλό νόμισμα εντός ευρωζώνης, απορρίπτονται ως ανεδαφικά, διότι το αποτέλεσμα θα είναι σε βάρος του λαού και της χώρας. Προσωρινή χρησιμοποίηση στις συναλλαγές των υπαρχόντων «ευρώ», με ηλεκτρονική σήμανση, καθώς και άλλων μέσων πληρωμής (κάρτες, επιταγές, υποσχετικές/IOU, κά), μέχρι την έναρξη κυκλοφορίας νέου Εθνικού Νομίσματος. Το νέο νόμισμα θα μπορούσε να ονομαστεί «νέα δραχμή» ή «ΕΘΝΟ» (από τα αρχικά «Εθνικό Νόμισμα»).Αλλαγή διοικήσεων των τραπεζών, εξυγίανση και ανακεφαλαιοποίηση τους με την έκδοση νέων τίτλων του δημοσίου. Ίδρυση ειδικών αναπτυξιακών τραπεζών αν χρειαστεί, εφαρμογή κοινωνικού ελέγχου στις λειτουργίες της ΚΤΕ και των τραπεζών.
7. ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΚΤΕ
Η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα, αποτελεί αφετηριακό βήμα εξόδου της χώρας από την κρίση. Ο διορισμός διοίκησης στην ΚΤΕ, θα πρέπει να γίνεται από τη Βουλή με αξιοκρατικά κριτήρια και την καθιέρωση περιοδικής λογοδοσίας δράσης. Προσδιορισμός και εξασφάλιση των αναγκαίων συναλλαγματικών διαθεσίμων (συνάλλαγμα και χρυσό). Καθορισμός αρχικά νομισματικής ισοτιμίας 1:1 προς € και εφαρμογή σε συνέχεια ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής (με πιθανό όριο διακύμανσης +/- 15%) και στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης, της απασχόλησης και τη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Επεξεργασία «ετήσιου» και «μεσοπρόθεσμου» προγράμματος Νομισματικής και Συναλλαγματικής Πολιτικής, στα πλαίσια των στόχων του «μεταβατικού προγράμματος» προοδευτικής εξόδου από την κρίση, με ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική. Συμμετοχή των κοινωνικών φορέων στον καθορισμό των στόχων της νομισματικής πολιτικής και κοινωνικός έλεγχος των εργαζόμενων στις επιλογές της διοίκησης. Πολιτική ρύθμισης των επιτοκίων και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων με στόχο την οικονομική- κοινωνική ανάπτυξη και την εξωτερική οικονομική ισορροπία της χώρας.
Άσκηση ενεργητικής εποπτείας και ελέγχου της Κ.Τ.Ε. από τη Βουλή και των δραστηριοτήτων εμπορικών τραπεζών και όλων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών από την Κ.Τ.Ε. Κάλυψη δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου από Κ.Τ.Ε για προώθηση «έργων πνοής» του ΠΔΕ και αναπτυξιακών προγραμμάτων ΔΕΚΟ και Αυτοδιοίκησης. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν προφανώς κυβέρνηση των αριστερών, αντιμνημονιακών και πατριωτικών δυνάμεων, με ενεργητική στήριξη των κοινωνικών κινημάτων και της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, καθώς και της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών στις προσπάθειες ακύρωσης των επιλογών του ελληνικού λαού για ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της οικονομικής ανόρθωσης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και πολιτιστικής αναγέννησης της χώρας.
1 . Ο όρος «νομισματική πολιτική» στην οικονομική βιβλιογραφία αναφέρεται με τη «στενή» και «ευρεία» έννοια. Με τη στενή αφορά κυρίως την πιστωτική πολιτική, δηλ. τα επιτόκια, τη «ρευστότητα» στην οικονομία (παροχή χρήματος), καθώς και τη χρηματοδότηση διαφόρων κλάδων, ενώ με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει και τη συναλλαγματική πολιτική (ισοτιμία νομίσματος, συναλλαγματικά αποθέματα κά). Η «νομισματική πολιτική» με τη στενή έννοια, είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, ενώ η συναλλαγματική αποφασίζεται από την κυβέρνηση και εφαρμόζεται από την Κεντρική Τράπεζα. Σε συνθήκες ευρωζώνης οι βασικές επιλογές της πιστωτικής πολιτικής (επιτόκια, παροχή χρήματος), είναι ευθύνη της ΕΚΤ, ενώ η «συναλλαγματική πολιτική» καθορίζεται με συναπόφαση εκπροσώπων των κυβερνήσεων των χ-μ, σε συνεργασία με την ΕΚΤ.
2 . Επειδή έχουν γραφεί διάφορα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας Ελλάδος, με επίσημη ανακοίνωση της η διοίκηση της Τράπεζας (30.5.2012), διευκρινίζει ότι το ελληνικό δημόσιο με τα ΝΠΔΔ, τους δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας και ασφαλιστικά ταμεία, κατείχαν το 2012 κοντά στο 70% των μετοχών της Τράπεζας Ελλάδος. Όσον σον αφορά στους ιδιώτες μετόχους, κανείς δεν έχει δικαίωμα να κατέχει άνω του 2% των μετοχών. Στη Γ.Σ. των μετόχων, το δημόσιο εκπροσωπείται από τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας. Αντίστοιχα το δημόσιο με ειδική ρύθμιση λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών (4/5) ανεξάρτητα από το ποσοστό ελέγχου των μετοχών.
3 . Για αναλυτικότερη παρουσίαση των αλλαγών που σηματοδοτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, βλ. Γιαν.Τόλιος (1998), «Συγκέντρωση Κεφαλαίου, Τραπεζικοί και Ασφαλιστικοί Όμιλοι στην Ελληνική Κοινωνία» (κεφ. Ι & ΙΙ). Εκδ. «Αν.Ν.Σάκκουλα».
4 . Περισσότερα βλ. Κ.Λαπαβίτσας-Χάϊνερ Φλάσμπεκ (2015), “Σχέδιο Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Εθνικής Ανασυγκρότησης της Ελλάδας». www.costaslapavitsas.blogspot.com
(*) Βασικά σημεία εισήγησης στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο του ΜΑ.ΧΩ.ΜΕ με θέμα:«Ευρωζώνη, Λαϊκή Κυριαρχία και Εθνικό Νόμισμα», που πραγματοποιήθηκε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας, την 15η-17η Γενάρη 2016
*Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών, συντονιστής του ΜΑ.ΧΩ.ΜΕ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η βαθιά κρίση του συστήματος που έπληξε το 2009 όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου και με ιδιαίτερη σφοδρότητα την ελληνική οικονομία, πήρε σε επίπεδο ευρωζώνης μια αυτοτελή διάσταση με την κρίση της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος - ευρώ. Η Ελλάδα ένοιωσε πολύ έντονα τις συνέπειες αυτής της κρίσης, εξ’ αιτίας των μνημονιακών πολιτικών που επεβλήθησαν από την «τρόϊκα» το 2010 ως σήμερα, με ευθύνη των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τελευταία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η ανάγκη διατύπωσης μιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης προοδευτικής εξόδου από την κρίση, έχει φέρει μεταξύ άλλων στο προσκήνιο, το ρόλο του εθνικού νομίσματος και της Κεντρικής Τράπεζας ως κρίσιμων στοιχείων της εναλλακτικής πρότασης. Θα εξετάσουμε το ρόλο της νομισματικής και συναλλαγματικής κυριαρχίας ως στοιχείου ενός μεταβατικού οικονομικού προγράμματος προοδευτικής εξόδου από την κρίση, με ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.
1. ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Το Εθνικό Νόμισμα και η Κεντρική Τράπεζα, αποτελούν βασικά στοιχεία για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία μιας χώρας. Η Κεντρική Τράπεζα, έχοντας το «εκδοτικό προνόμιο» και τις εποπτικές-ελεγκτικές αρμοδιότητες, παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών σχέσεων και της «εν γένει» οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο οι επιλογές της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής1 καθορίζονται από τις ταξικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης και το χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, ενώ μετά την ένταξη στην ευρωζώνη, επικαθορίζονται με προτεραιότητα τα συμφέρονται των κυρίαρχων ελίτ Βρυξελών και Βερολίνου. Παρ’ ότι και στις δύο περιπτώσεις τα λαϊκά συμφέρονται μπαίνουν στο περιθώριο, σε συνθήκες ύπαρξης εθνικού νομίσματος και κεντρικής τράπεζας που ελέγχεται από την εθνική (ελληνική) κυβέρνηση, υπάρχουν «εν δυνάμει» δυνατότητες εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, με την προϋπόθεση αλλαγής του χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, ενώ εντός του «φρουρίου» της ευρωζώνης δεν υπάρχουν ανάλογα περιθώρια.
Οι Κεντρικές Τράπεζες, από πλευράς ιδιοκτησιακού καθεστώτος, είναι κατά κανόνα δημόσιοι φορείς. Ωστόσο στην περίπτωση της Τράπεζα Ελλάδος όπως σε ορισμένες άλλες (πχ. Βέλγιο, Αυστρία), αυτό δεν ισχύει. Το ελληνικό δημόσιο σύμφωνα με το καταστατικό της Τράπεζας, μπορεί να κατέχει μαζί με δημόσιους φορείς το πολύ μέχρι 35%.2 Το υπόλοιπο ανήκει σε ιδιώτες (έλληνες και ξένους) χωρίς ποτέ να έχει δημοσιευθεί το πλήρες μετοχολόγιο, παρ’ ότι υπάρχει στο Αποθετήριο Τίτλων του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Η ιδιαιτερότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΤτΕ, συνοδεύεται από ένα θεσμικό διαχωρισμό του σκέλους της νομισματικής πολιτικής από το διοικητικό-διαχειριστικό κομμάτι λειτουργίας της. Στο πρώτο παίζουν καθοριστικό ρόλο το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, ενώ στο δεύτερο τα θεσμικά όργανα διοίκησης της Τράπεζας.
Η Τράπεζα Ελλάδος διευθύνεται από το Γενικό Συμβούλιο (Διοικητής, 2 υποδιοικητές και 3 συμβούλους). Στο ΓΣ «συμμετέχουν» επίσης 6 σύμβουλοι από κοινωνικούς φορείς (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ ΕΕΕ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΕ και Σύλ.Υπαλ.ΤτΕ). Στην ουσία πρόκειται για «διακοσμητική» συμμετοχή σε ότι αφορά τις επιλογές που αφορούν τα λαϊκά συμφέροντα, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η ΓΣΕΕ εκπροσωπείται σήμερα από τον πρώην πρόεδρο της, το Χ.Πολυζωγόπουλο.! Στο Γ.Σ. της Τράπεζας, παρίσταται και εκπρόσωπος του κράτους χωρίς δικαίωμα ψήφου. Οι βασικές αποφάσεις που έχουν σχέση με τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, καθώς και την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής, παίρνονται από το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής το οποίο απαρτίζεται από το Διοικητή, τους 2 υποδιοικητές και τους 3 συμβούλους που διορίζονται για έξι χρόνια με Π.Δ. (εισήγηση του Γ.Σ. των μετόχων και απόφαση Υπουργ. Συμβουλίου).
Διαχρονικά όλες οι Διοικήσεις της Τράπεζας Ελλάδος, στήριζαν τις επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, ενώ ο διοικητής της θεωρείται εξέχων μέλος της άρχουσας ελίτ.!! Δεν είναι τυχαίο που τελευταία χρόνια, με την εφαρμογή των μνημονίων, οι διοικητές της ΤτΕ (Παπαδήμος, Προβόπουλος, Στουρνάρας) έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην επιβολή των αντιλαϊκών μέτρων και έχουν τεράστιες ευθύνες με τις κυβερνήσεις και την τρόϊκα (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ), για τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, τον ελληνικό λαό και συνολικά στη χώρα. Μάλιστα με τις πρόσφατες δηλώσεις του στην τηλεόραση του «Σκαϊ» (13.1.16), ο σημερινός διοικητής Γ.Στουρνάρας αυτοανακηρύχτηκε σε θεματοφύλακα της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Λειτουργώντας ως «παράκεντρο» και «παραεξουσία» εν αγνοία της κυβέρνησης, επιχείρησε το περασμένο καλοκαίρι σύμφωνα με δηλώσεις του, να «χτίσει» με άλλους συμβούλους και πολιτικούς παράγοντες, ένα «τείχος» απέναντι στους αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνη κά), που ήθελαν τάχα να καταλάβουν το Νομισματοκοπείο.!
Πρόκειται για απίστευτες αθλιότητες με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη της κλειστής ομάδας του Μαξίμου, πέριξ του Α.Τσίπρα, σε συνεργασία με συστημικά μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να πλήξουν τη «Λαϊκή Ενότητα» και την ιδέα αποδέσμευσης από το ευρώ. Είναι εντυπωσιακή η ανησυχία των κυρίαρχων κύκλων, εντός και εκτός της χώρας, μήπως η συγκεκριμένη ιδέα αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική και δημιουργηθούν όροι αποδέσμευσης από τη «φυλακή» της ευρωζώνης και ανακτηθεί επί τέλους η χαμένη εθνική και λαϊκή κυριαρχία και συνακόλουθα η πολιτική εξουσία, από αριστερές, πατριωτικές και αντιμνημονιακές δυνάμεις της χώρας.
2. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Πριν δούμε συγκεκριμένα τον «οδικό χάρτη» αποδέσμευσης από το ευρώ, ξίζει να δούμε συγκεκριμένα σε τι συνίσταται ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας στην προσπάθεια ανάκτησης της εθνικής και …υπό προϋποθέσεις της λαϊκής κυριαρχίας. Ειδικότερα η Κεντρική Τράπεζα, στην περίπτωση μας η Τράπεζα Ελλάδος, έχοντας το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος, μπορεί να επηρεάζει κατ’ αρχάς τη συνολική οικονομική ζωή και την εξωτερική οικονομική ισορροπία της χώρας. Ειδικότερα με τη συναλλαγματική πολιτική (ισοτιμία νομίσματος, συναλλαγματικά αποθέματα) που καθορίζει η κυβέρνηση και εφαρμόζει η Τράπεζα, μπορεί να επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και όλα τα μεγέθη του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών.
Επίσης η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παίξει ρόλο «δανειστή τελευταίας καταφυγής» του δημοσίου, παρέχοντας πιστώσεις με χαμηλό επιτόκιο σε σχέση με το επιτόκιο δανεισμού από τις «αγορές». Για παράδειγμα ενώ το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δανειστεί από την ΤτΕ με επιτόκιο 0,5% (όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις από τις κεντρικές τους τράπεζες), αναγκάζεται να δανείζεται με 5% και 9% (πενταετή και δεκαετή ομόλογα) από τις αγορές. Ειδικότερα η ΕΚΤ αντί να δανείζει τα κ-μ με χαμηλό επιτόκιο, δανείζει τις τράπεζες με 0,5% και σε συνέχεια οι τράπεζες δανείζουν τα κ-μ, με επιτόκια ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Η Κεντρική Τράπεζα είναι επίσης φορέας χάραξης της «νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής» (ύψος επιτοκίων, πιστωτική επέκταση, επιλογή κλάδων προς χρηματοδότηση κά), ενώ με την παροχή ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες, επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση της χώρας. Τέλος η κεντρική τράπεζα, έχει θεσμικά την ευθύνη εποπτείας του χρημα-πιστωτικού συστήματος και ειδικότερα την εποπτεία των εμπορικών τραπεζών, τα συστήματα πληρωμών, καθώς και τα συστήματα διακανονισμού συναλλαγών μεταξύ των τραπεζών.
Η μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, δεν καταργεί αλλά τροποποιεί το ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας, ενώ με την ένταξη στην ευρωζώνη και την προώθηση της «Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενοποίησης», ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών στις χ-μ της Ευρωζώνης, αλλάζει ριζικά οδηγώντας σε απώλεια της εθνικής νομισματικής, συναλλαγματικής και «πιστωτικής» κυριαρχίας.
3. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης και η πολιτική της «απορρύθμισης» (deregulation) των χρηματοπιστωτικών σχέσεων, επέφερε μεγάλες αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο ρόλο της κεντρικής τράπεζας. Ειδικότερα στην Ελλάδα παρ’ ότι οι βασικές λειτουργίες της Τράπεζας Ελλάδος διατηρήθηκαν, επήλθε σημαντική «χαλάρωση» του ρυθμιστικού και εποπτικού της ρόλου, ενώ έγιναν βήματα «ανεξαρτοποίησης» από την κυβέρνηση, με αφετηρία την κατάργηση το 1981 της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ) και αργότερα με τη σχετική «ανεξαρτοποίηση» της από την κυβέρνηση (δεκαετία’90) ως την ένταξη στο ευρώ (2001).
Ειδικότερα το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σηματοδοτεί3 την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών. Προωθεί τις τιτλοποιήσεις δανείων και τη δημιουργία νέων «χρηματοπιστωτικών προϊόντων». Τη μεγάλη ανάπτυξη, εκτός ρύθμισης, της «παράλληλης» χρηματιστηριακής αγοράς, την υπερπαραγωγή «πλασματικού κεφαλαίου» και την ένταση της «χρηματιστικοποίησης». Η πολιτική χαλάρωσης (σχεδόν ανεξέλεγκτης) της πιστωτικής επέκτασης, τροφοδοτεί χρηματοπιστωτικές φούσκες και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Εμφανίζονται νέα γνωρίσματα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και στη χρηματιστική ολιγαρχία. Μεγάλες επιχειρήσεις μετατρέπονται σε «non-bank banks» και μεγάλες τράπεζες μετατρέπονται σε «financial-supermarkets». Συνύφανση μεγάλων πολυεθνικών εταιριών και τραπεζών, δημιουργία πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων, οι οποίοι σέρνουν το άρμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στα πλαίσια της οικονομικής ελίτ εμφανίζεται το στρώμα της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας με τεράστια οικονομική δύναμη, με πολλαπλές διαπλοκές και με αντίστοιχες πολιτικές προεκτάσεις. Οι αντιφατικές σχέσεις («συνεργασίας» και «αντιπαράθεσης») μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών, αποκτούν νέες μορφές κίνησης σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ιδιαίτερα στα πλαίσια των συμφωνιών «ελευθέρου εμπορίου» (TTIP, CETA, TPIP, TiSA, NAFTA, CELAC, SCO, BRICS, κά). Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποκτά όλο και πιο έντονα αντιδραστικά χαρακτηριστικά στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της «ευρωζώνης», κά.
4. ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΕΥΡΩΖΩΝΗ & ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με την ένταξη στην Ευρωζώνη, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), έπαψε να παίζει το ρόλο της «κεντρικής τράπεζας» της Ελλάδος, καθώς και το ρόλο του μοχλού ρύθμισης της ελληνικής οικονομίας. Οι αποφάσεις της πλέον κινούνται στα πλαίσια των κατευθύνσεων της «Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» (ΕΚΤ) και του «Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών» (ΕΣΚΤ). Πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής και της ΕΚΤ, είναι ο χαμηλός πληθωρισμός σε βάρος των αναγκών ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Βασικές λειτουργίες της ΤτΕ (έκδοση νομίσματος, δανεισμός δημοσίου) περνούν στον έλεγχο της ΕΚΤ, με τραγικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό. Η απώλεια των πλεονεκτημάτων του εθνικού νομίσματος, οι εκβιαστικές πρακτικές της ΕΚΤ για τη πειθάρχηση χωρών στις επιλογές της (capital’s control, εξαίρεση από την «πιστωτική χαλάρωση» που εφαρμόζεται η ΕΚΤ σε άλλες χώρες, κά), επιδεινώνουν το οικονομικό κλίμα.
Η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα υπερεθνικά όργανα της «ευρωζώνης», οξύνει το πρόβλημα της «δημοκρατικής νομιμοποίησης» της ΟΝΕ, απέναντι στις χώρες και τους λαούς της Ευρωζώνης. Η απαγόρευση δανεισμού των κρατών-μελών και των δημόσιων φορέων την από ΕΚΤ και αντί αυτού δανεισμός των τραπεζών από την ΕΚΤ με το βασικό επιτόκιο (0,05%) και εν συνεχεία ακριβός δανεισμός των αδύναμων οικονομικά χωρών, διαιωνίζει την υπερχρέωση και εντείνει την απόκλιση παρά τη σύγκλιση των οικονομιών. Ακόμα και η δυνατότητα δανεισμού των τραπεζών από τον ELA (λογαριασμός έκτακτης ρευστότητας) και η παροχή σε συνέχεια ρευστότητας στην οικονομία με υψηλότερο επιτόκιο (ως 30 φορές από το βασικό), πλήττουν κυρίως τις αδύναμες οικονομίες και πρώτα απ’ όλα την ελληνική, που βρίσκεται σε Μνημόνιο, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης.
Τέλος το αμετάκλητο «κλείδωμα» ισοτιμιών των εθνικών νομισμάτων εντός του ευρώ και η αδυναμία ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής, στερεί τη δυνατότητα ευελιξίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των αδύναμων οικονομιών. Η «εσωτερική υποτίμηση» κυρίως των εργατικών μισθών και κοινωνικών παροχών, παραμένει το μοναδικό μέσο τόνωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Από την άλλη με την «τραπεζική ενοποίηση» και τη δημιουργία διαφόρων θεσμικών οργάνων (SSM, SRM/SRF, BRRD, DGS), ολοκληρώνεται η απώλεια της νομισματικής-πιστωτικής πολιτικής, ενώ η εποπτεία των «συστημικών τραπεζών» περνάει στην ΕΚΤ. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την «οικονομική διακυβέρνηση» της ευρωζώνης (έλεγχος κρατικού προϋπολογισμού κάθε χώρας, καθιέρωση «ανεξάρτητων αρχών» σε κρίσιμους τομείς κλπ), στερούν από την κυβέρνηση τη δυνατότητα εφαρμογής μέτρων και επιλογών που εξυπηρετούν τα λαϊκά συμφέροντα και συνολικά τη χώρα (ανάπτυξη, απασχόληση, ανακατανομή εισοδήματος, κά), η οποία αναπόφευκτα οδηγεί στην ουσιαστική στέρηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
5. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα συνεπάγεται κατ’ αρχήν την ανάκτηση του ελέγχου της ΤτΕ και μετονομασία της σε «Κεντρική Τράπεζα Ελλάδος» (ΚΤΕ). Δεύτερον, χρειάζεται πλήρης μετοχικός έλεγχος με προικοδότηση της από το δημόσιο. Τρίτον, εφαρμογή νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια. Τέταρτον, η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα απαιτεί θεσμική, οργανωτική και πολιτική-ψυχολογική προετοιμασία, με πλατιά και αντικειμενική ενημέρωση του ελληνικού λαού για τις θετικές προοπτικές αλλά και τις προσωρινές δυσκολίες της μετάβασης. Πέμπτον, χρειάζεται συγκεκριμένο σχέδιο έγκαιρης εκτύπωσης Εθνικού Νομίσματος, καθώς και άμεσων πρακτικών μέτρων διευκόλυνσης των συναλλαγών τον πρώτο μήνα. Η εκτύπωση νομίσματος θα πρέπει, για λόγους πρόνοιας, να γίνει έγκαιρα και να αποθηκευτεί σε εγκαταστάσεις της ΤτΕ.
Η «συμφωνημένη αποδέσμευση» από την ευρωζώνη είναι οπωσδήποτε προτιμότερη σε σχέση με τη μονομερή. Ωστόσο χρειάζεται προετοιμασία και για τη «μονομερή» με εναλλακτικά σενάρια ενεργειών.Επίσης χρειάζεται αντιμετώπιση νομικών ζητημάτων που απορρέουν από τον επανακαθορισμό των σχέσεων ΤτΕ με ΕΚΤ και ΕΣΚΤ της ΕΕ. Ειδικότερα χρειάζεται συμφωνία για τις πράξεις βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΤτΕ από την ΕΚΤ (35 δις) και τον ELA (77 δις), καθώς και των δοσοληψιών (97 δις) με το ΕΣΚΤ (TARGET 2) και των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία (20 δις). Στην προοπτική της αποδέσμευσης δεν υπάρχει κάποια ειδική πρόβλεψη από Ευρωζώνη και αυτό είναι «εν δυνάμει» διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα.!! Δημιουργία κατάλληλων οργανωτικών δομών στην ΚΤΕ, για την άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής, καθώς την εποπτεία και έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος
6. ΤΟ «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Το «οδοιπορικό» μετάβασης στο Εθνικό Νόμισμα, σε γενικές γραμμές είναι το εξής: Ανακοίνωση (συνήθως μια Παρασκευή βράδυ) της αναστολής συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ και αναστολής πληρωμών του δημόσιου χρέους, καθώς επίσης αναστολή λειτουργίας μερικών ημερών των τραπεζών και της πραγματοποίησης χ/π-πράξεων. Εξουσιοδότηση από τη Βουλή της κυβέρνησης, κυρίως του πρωθυπουργού & υπουργού οικονομικών, με έκτατες εξουσίες για εφαρμογή της νομισματικής μεταρρύθμισης
Η ΚΤΕ περνάει στον έλεγχο της κυβέρνησης. Διορίζεται Δημόσιος Επίτροπος,4 ο οποίος με τη βοήθεια Ειδικής Επιτροπής, αναλαμβάνει προσωρινά τη διοίκηση της ΚΤΕ και όλων των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες περνούν υπό δημόσιο έλεγχο. Επιβάλλεται έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων, με πρόνοια για εξαιρέσεις (εισαγωγών, λόγους υγείας, σπουδές φοιτητών κά). Μετατροπή όλων των λογαριασμών και οφειλών του ελληνικού συστήματος πληρωμών, στο νέο εθνικό νόμισμα σε αναλογία 1:1 και δέσμευση της κυβέρνησης για εκπλήρωση υποχρεώσεων του δημοσίου προς όλους του πολίτες, καθώς και πλήρης εγγύηση των καταθέσεων σε εθνικό νόμισμα.
Τα διάφορα σενάρια για διπλό νόμισμα εντός ευρωζώνης, απορρίπτονται ως ανεδαφικά, διότι το αποτέλεσμα θα είναι σε βάρος του λαού και της χώρας. Προσωρινή χρησιμοποίηση στις συναλλαγές των υπαρχόντων «ευρώ», με ηλεκτρονική σήμανση, καθώς και άλλων μέσων πληρωμής (κάρτες, επιταγές, υποσχετικές/IOU, κά), μέχρι την έναρξη κυκλοφορίας νέου Εθνικού Νομίσματος. Το νέο νόμισμα θα μπορούσε να ονομαστεί «νέα δραχμή» ή «ΕΘΝΟ» (από τα αρχικά «Εθνικό Νόμισμα»).Αλλαγή διοικήσεων των τραπεζών, εξυγίανση και ανακεφαλαιοποίηση τους με την έκδοση νέων τίτλων του δημοσίου. Ίδρυση ειδικών αναπτυξιακών τραπεζών αν χρειαστεί, εφαρμογή κοινωνικού ελέγχου στις λειτουργίες της ΚΤΕ και των τραπεζών.
7. ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΚΤΕ
Η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα, αποτελεί αφετηριακό βήμα εξόδου της χώρας από την κρίση. Ο διορισμός διοίκησης στην ΚΤΕ, θα πρέπει να γίνεται από τη Βουλή με αξιοκρατικά κριτήρια και την καθιέρωση περιοδικής λογοδοσίας δράσης. Προσδιορισμός και εξασφάλιση των αναγκαίων συναλλαγματικών διαθεσίμων (συνάλλαγμα και χρυσό). Καθορισμός αρχικά νομισματικής ισοτιμίας 1:1 προς € και εφαρμογή σε συνέχεια ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής (με πιθανό όριο διακύμανσης +/- 15%) και στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης, της απασχόλησης και τη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Επεξεργασία «ετήσιου» και «μεσοπρόθεσμου» προγράμματος Νομισματικής και Συναλλαγματικής Πολιτικής, στα πλαίσια των στόχων του «μεταβατικού προγράμματος» προοδευτικής εξόδου από την κρίση, με ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική. Συμμετοχή των κοινωνικών φορέων στον καθορισμό των στόχων της νομισματικής πολιτικής και κοινωνικός έλεγχος των εργαζόμενων στις επιλογές της διοίκησης. Πολιτική ρύθμισης των επιτοκίων και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων με στόχο την οικονομική- κοινωνική ανάπτυξη και την εξωτερική οικονομική ισορροπία της χώρας.
Άσκηση ενεργητικής εποπτείας και ελέγχου της Κ.Τ.Ε. από τη Βουλή και των δραστηριοτήτων εμπορικών τραπεζών και όλων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών από την Κ.Τ.Ε. Κάλυψη δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου από Κ.Τ.Ε για προώθηση «έργων πνοής» του ΠΔΕ και αναπτυξιακών προγραμμάτων ΔΕΚΟ και Αυτοδιοίκησης. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν προφανώς κυβέρνηση των αριστερών, αντιμνημονιακών και πατριωτικών δυνάμεων, με ενεργητική στήριξη των κοινωνικών κινημάτων και της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, καθώς και της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών στις προσπάθειες ακύρωσης των επιλογών του ελληνικού λαού για ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της οικονομικής ανόρθωσης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και πολιτιστικής αναγέννησης της χώρας.
1 . Ο όρος «νομισματική πολιτική» στην οικονομική βιβλιογραφία αναφέρεται με τη «στενή» και «ευρεία» έννοια. Με τη στενή αφορά κυρίως την πιστωτική πολιτική, δηλ. τα επιτόκια, τη «ρευστότητα» στην οικονομία (παροχή χρήματος), καθώς και τη χρηματοδότηση διαφόρων κλάδων, ενώ με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει και τη συναλλαγματική πολιτική (ισοτιμία νομίσματος, συναλλαγματικά αποθέματα κά). Η «νομισματική πολιτική» με τη στενή έννοια, είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, ενώ η συναλλαγματική αποφασίζεται από την κυβέρνηση και εφαρμόζεται από την Κεντρική Τράπεζα. Σε συνθήκες ευρωζώνης οι βασικές επιλογές της πιστωτικής πολιτικής (επιτόκια, παροχή χρήματος), είναι ευθύνη της ΕΚΤ, ενώ η «συναλλαγματική πολιτική» καθορίζεται με συναπόφαση εκπροσώπων των κυβερνήσεων των χ-μ, σε συνεργασία με την ΕΚΤ.
2 . Επειδή έχουν γραφεί διάφορα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας Ελλάδος, με επίσημη ανακοίνωση της η διοίκηση της Τράπεζας (30.5.2012), διευκρινίζει ότι το ελληνικό δημόσιο με τα ΝΠΔΔ, τους δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας και ασφαλιστικά ταμεία, κατείχαν το 2012 κοντά στο 70% των μετοχών της Τράπεζας Ελλάδος. Όσον σον αφορά στους ιδιώτες μετόχους, κανείς δεν έχει δικαίωμα να κατέχει άνω του 2% των μετοχών. Στη Γ.Σ. των μετόχων, το δημόσιο εκπροσωπείται από τους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας. Αντίστοιχα το δημόσιο με ειδική ρύθμιση λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών (4/5) ανεξάρτητα από το ποσοστό ελέγχου των μετοχών.
3 . Για αναλυτικότερη παρουσίαση των αλλαγών που σηματοδοτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, βλ. Γιαν.Τόλιος (1998), «Συγκέντρωση Κεφαλαίου, Τραπεζικοί και Ασφαλιστικοί Όμιλοι στην Ελληνική Κοινωνία» (κεφ. Ι & ΙΙ). Εκδ. «Αν.Ν.Σάκκουλα».
4 . Περισσότερα βλ. Κ.Λαπαβίτσας-Χάϊνερ Φλάσμπεκ (2015), “Σχέδιο Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Εθνικής Ανασυγκρότησης της Ελλάδας». www.costaslapavitsas.blogspot.com
(*) Βασικά σημεία εισήγησης στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο του ΜΑ.ΧΩ.ΜΕ με θέμα:«Ευρωζώνη, Λαϊκή Κυριαρχία και Εθνικό Νόμισμα», που πραγματοποιήθηκε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας, την 15η-17η Γενάρη 2016
*Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών, συντονιστής του ΜΑ.ΧΩ.ΜΕ