Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται στην πορεία υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αφού μετατοπίστηκε από τα μέσα του καλοκαιριού από τα αριστερά προς την Κεντροαριστερά (εφαρμογή του 3ου Μνημονίου με πρόθεση άμβλυνσης των αντιλαϊκών του συνεπειών), είναι πλέον κατά πόσον μπορεί να κρατήσει αυτή την πολιτική στάση ή να μεταπηδήσει πλέον στην καθαρή αστική μνημονιακή διαχείριση, δίνοντας συνέχεια στην πολιτική των Μνημονίων των αστικών κομμάτων. Είναι δυνατό με βάση την συνεχή ψήφιση των κάθε φορά προαπαιτουμένωνκαθώς και των σχετικών εφαρμοστικών νόμων να κρατήσει αυτή την ισορροπία μεταξύ των λαϊκών εκπροσωπήσεων και των αστικών μνημονιακών υπαγορεύσεων, ελληνικών και ευρωπαϊκών; Άλλωστε αυτό είναι και το όριο που ο ίδιος έχει υποσχεθεί να τηρήσει, και που η υπέρβασή του θα σηματοδοτεί οριστικά όχι απλά την εγκατάλειψη της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής που είχε αναπτυχθεί στους κόλπους του, αλλά και αυτής της ίδιας της ισχνής σοσιαλδημοκρατικής πρακτικής και κεντροαριστερής φυσιογνωμίας που έχει αποκτήσει στο τελευταίο τετράμηνο.
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
Αν ξεπεραστεί αυτό το όριο, δηλαδή μετατραπεί αμετάκλητα σε αστικό μνημονιακό κόμμα, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα επέλθει και η τελεσίδικη αποδιάρθρωσή του, που δεν θα έχει να κάνει πλέον με την απώλεια ενός μέρους του πολιτικού του ιστού, αλλά με την κατά πολύ σημαντικότερη απώλεια τωνλαϊκών εκπροσωπήσεων που είχε επιτύχει στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου της τρέχουσας χρονιάς. Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι μόνον οι μορφές ήπιας ενδεχόμενης διαχείρισης του 3ου Μνημονίου και φιλολαϊκών αντισταθμισμάτων, αλλά το πολλαπλάσια σπουδαιότερο ζήτημα τηςσυνέχισης εφαρμογής των δύο προηγούμενων Μνημονίων (2010 και 2012), που έχουν δημιουργήσει μια γενικευμένη κατάσταση κοινωνικής παραφθοράς και εξαθλίωσης, για την οποία προφανώς δεν ευθύνεται η σημερινή κυβέρνηση, εντούτοις όμως την βαρύνει το γεγονός ότι αδυνατεί νααντιμετωπίσει, έστω κατά τον πλέον στοιχειωδώς αποτελεσματικό τρόπο, τα οξύτατα κοινωνικά λαϊκά ζητήματα που έχουν σωρευθεί στην τελευταία πενταετία και απεναντίας υλοποιεί το 3ο Μνημόνιο.
Οι αμοιβές των εργαζομένων έχουν μειωθεί την τελευταία εξαετία κατά σχεδόν 40%, ιδιαίτερα μάλιστα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Προφανώς γι’ αυτή τη δυσμενή εξέλιξη ευθύνεται η καπιταλιστική κρίση και οι προηγούμενες μνημονιακές πολιτικές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ωστόσο όμως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προχωρά στην αποκατάσταση του βασικού μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα η ίδια πλέον να επιβαρύνεται με την διαχείριση της υπάρχουσας άθλιας κατάστασης πραγμάτων και όχι με την προοδευτική αλλαγή της.
Η ανεργία έχει εκτιναχθεί από το 7% του 2008 στο σημερινό 26%, πράγμα που προέρχεται από τηνεκκαθάριση επιχειρήσεων λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την ασκούμενηπεριοριστική εισοδηματική πολιτική. Είναι αναμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν ευθύνεται για αυτή την υπερδιόγκωση της εργατικής ανεργίας. Ωστόσο όμως δεν παίρνει εδώ και έναν χρόνο σχεδόν ριζικά μέτρα μαζικής απασχόλησης των ανέργων (πλην της συνέχισης των προγραμμάτων πεντάμηνης απασχόλησης των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων), και κατ’ αυτό τον τρόπο φέρει το βάρος της πολιτικής ευθύνης πλέον για την απροσμέτρηση ανεργία και αδήλωτη εργασία.
Οι αλλεπάλληλοι εφαρμοστικοί νόμοι για την σταδιακή μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών κατά30% μέχρι 50%, είναι έργο των τριών προηγούμενων κυβερνήσεων της πιστής εφαρμογής των μνημονιακών επιταγών. Κι’ είναι αλήθεια ότι η πολιτική εξουσία που εγκαθίδρυσε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την υπαιτιότητα αυτής της καταβαράθρωσης των συντάξεων, και της αποδόμησης του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος. Εντούτοις όμως επιχειρεί καινούρια αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αφού ήδη έχει αυξήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των συνταξιούχων από τον Αύγουστο, με την αποδοχή της εφαρμογής του νόμου επανυπολογισμού των συντάξεων (νόμος Κουτρουμάνη-Λοβέρδου), εγκαταλείποντας και την πλέον στοιχειώδη δέσμευση για την χορήγηση της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους. Κατ’ αυτό τον τρόπο ως διαχειριστής αυτής της κατάστασης αφαίμαξης των συνταξιοδοτικών παροχών, φέρει εκ των πραγμάτων την ευθύνη γι’ αυτή την παραφθορά της κοινωνικής ασφάλισης.
Στα σίγουρα δεν ήταν παρά ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός των μνημονιακών κυβερνήσεων της περιόδου 2010-15, που επιτάχυναν την εκποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, ως συνέχεια του επί μια εικοσαετία (1990-2010) αστικού εγχειρήματος αποκρατικοποιήσεων. Την τελευταία όμως χρονιά της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να προστατευθούν οι κρατικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, συνεχίζεται το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων λιμένων, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων κλπ. Έτσι η όλη φιλολογία των προηγούμενων χρόνων της αντιπολιτευτικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, περί της προστασίας των «δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών» τίθεται στο περιθώριο, και μ’ αυτό τον τρόπο η ίδια η κυβέρνηση γίνεται υπεύθυνη για την συνολική εκχώρηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο όσων δημόσιων επιχειρήσεων έχουν απομείνει.
ΠΩΣ ΕΚΤΡΕΦΕΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ;
Αυτά, μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να αναφερθούν (αποδιάρθρωση των νοσοκομείων, υπερφορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων κ.ά.), καθιστούν πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικάυπεύθυνο διαχειριστή αυτής της οικονομικής καταστροφής και του κοινωνικού ολέθρου, γιατί ακριβώς οι λαϊκές τάξεις έδωσαν δύο φορές μέσα σ’ έναν χρόνο την εκλογική τους εμπιστοσύνη, όχι γιατί διέπονται από χαρακτηριστικά μαζοχιστικά, αλλά γιατί ευελπιστούσαν στον τερματισμό της κοινωνικήςεξαθλίωσης και στην απαρχή ριζοσπαστικών αλλαγών των πραγμάτων. Έτσι, ανεξαρτήτως των εξελίξεων που ενδεχομένως θα καταγραφούν στην αρχή του 2016 (πιθανή απώλεια της δεδηλωμένης, σχηματισμός κυβερνήσεων ανοιχτής αστικής μνημονιακής πολιτικής κλπ.), ένα είναι βέβαιο: οιεκπροσωπήσεις των πληβειακών στρωμάτων (μισθωτής εργασίας, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας, αυτοαπασχολουμένων) οδεύουν προς την αναίρεσή τους, όπως πανομοιότυπα συνέβη με το ΠΑΣΟΚ, που από το 44% του 2009 οδηγήθηκε στο σημερινό 5%.
Μπορεί βέβαια η διαπίστωση αυτού του γεγονότος να μην μπορεί να είναι άμεσα ορατή είτε γιατί είναι αδύνατο να προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές για τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, είτε γιατί ηανεργία παραλύει την κοινωνική αγωνιστική διαθεσιμότητα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα τηναδυναμία άμεσης ανάδειξης ενός κοινωνικού εργατικού κινήματος που θα μπορούσε να κλονίσει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και τους εγκαθιδρυμένους ταξικούς συσχετισμούς. Εντούτοις ο κύβος έχει ριφθεί: Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την εγκατάλειψη των ριζοσπαστικών προγραμματικών του στόχων (Προγράμματα Ιδρυτικού Συνεδρίου και Θεσσαλονίκης), επιχειρεί να πολιτευτεί ως δύναμη της Κεντροαριστεράς, κατά το ιταλικό πρότυπο της διακυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος, (προσπαθώντας να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί, μεταξύ μνημονιακών δεσμεύσεων και λαϊκών προσδοκιών), διαπιστώνεται ότι γρήγορα και αυτός ο πολιτικός του ρόλος ξεθωριάζειέντονα, και στη θέση του αρχίζει να στοιχειοθετείται μια καθαρή από λαϊκά χαρακτηριστικά αστική μνημονιακή διαχείριση της ήδη πολλαπλά επιβαρυμένης κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων. Και αυτό είναι η ίδια η αντικειμενική φορά των πραγμάτων, ανεξάρτητα από τι θα ήθελε ή τι εικόνα έχει για τον εαυτό της η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.
Μια τέτοια εξέλιξη που εκτυλίσσεται αυτή την περίοδο, εγκυμονεί πλέον άνευ προηγουμένου πολιτικούς κινδύνους, που μπορούν να έχουν εξαιρετικά βαριές συνέπειες για την πορεία των πραγμάτων. Μέσα σε μια κατάσταση οξείας καπιταλιστικής κρίσης και γενικευμένης κοινωνικής απορρύθμισης, και στο βαθμό που αστοχεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιφέρει αποτελέσματα λαϊκού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα το κλασικό αστικό πολιτικό σύστημα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) έχει τεθεί σε τροχιάαποδιάρθρωσης, το φάντασμα της ακροδεξιάς αρχίζει πλέον να πλανιέται πάνω από τον ελληνικό ουρανό, όπως πλέον έχει αναδειχθεί και στον ουρανό της δεύτερης σε ισχύ ευρωπαϊκής οικονομίας. Η προσέγγιση του 30% από το Εθνικό Μέτωπο της Μ. Λεπέν, και το 27% των Ρεπουμπλικανών του δεξιού μετώπου υπό τον Ν. Σαρκοζί (αθροιστικά το 57% έναντι του συνολικού 36% της γαλλικής Αριστεράς εν συνόλω: Σοσιαλιστές + Αριστερό Μέτωπο + Οικολόγοι), είναι πέρα από κάθε αμφιβολία το αποτέλεσμα της μακρόχρονης κυβερνητικής χρεοκοπίας της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας καθώς και της καταβαράθρωσης του γαλλικού κομμουνισμού (από το 22% του 1980 στο σημερινό 6%, κι’ αυτό χάριν στην επάρκεια και ακτινοβολία του Ζ. Λ. Μελανσόν). Κι’ εδώ δεν πρόκειται πλέον για τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής, που λόγω του εγκληματικού της χαρακτήρα, αδυνατεί να υπερβεί το όριο του 7%, αλλά για πολύ ευρύτερες και βαθύτερες τεκτονικές μετατοπίσεις.
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015