Πηγή: http://ekdohi.gr/
Τελικά, η ρήξη αποφεύχθηκε. Και μαζί της σταμάτησε και η αγωνία για το τι θα επακολουθούσε. Αγωνία που χαρακτήριζε δηλώσεις και χειρισμούς και των δύο πλευρών. Γιατί, όπως αγωνιούσε η ελληνική πλευρά, αναγκασμένη να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη ρήξη με συνολικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής της σε κατεύθυνση ριζικά διαφορετική απ” αυτή που καθορίζει η ένταξη στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., άλλο τόσο αγωνιούσε και η άλλη πλευρά, αυτή των «εταίρων», μπροστά στον κίνδυνο της κρίσης της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., που θα σηματοδούσε η ρήξη με την Ελλάδα.
Η αγωνία υποχρέωσε σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε συμφωνία. Με μια σημαντική νίκη της ελληνικής πλευράς: Για πρώτη φορά από το 2010 μια ελληνική κυβέρνηση έθεσε όρους και διαπραγματεύτηκε. Δεν πήγε ως υποτακτική για να ακούσει τι δεσμεύσεις αποφασίστηκε να αναλάβει.
Αυτή τη φορά οι «εταίροι» υποχρεώθηκαν να ακούσουν και να πάρουν υπόψη τους πως έχουν απέναντί τους έναν συνομιλητή που διεκδικεί τη θέση του ισότιμου μ” αυτούς. Άρα, που συναποφασίζει και δεν αρκείται στην αποδοχή των υπαγορεύσεων.
Επήλθε, λοιπόν, συμφωνία με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Με τους «εταίρους» να αποδέχονται την υποχρέωση να συνομιλούν. Με την ελληνική πλευρά να αποδέχεται πως θα συνεχιστεί η πρακτική της έγκρισης από τους «θεσμούς» (όπως μετονομάστηκε η τρόικα) των όποιων μέτρων προτίθεται να πάρει προκειμένου να υλοποιήσει την πολιτική για την οποία ψηφίστηκε στις 25 Ιανουαρίου από τον ελληνικό λαό.
Είναι αυτό ακριβώς το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύει η χθεσινοβραδινή συμφωνία του Eurogroup. Και αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση κρίνεται, πλέον, όχι από τις ανέξοδες προεκλογικές διακηρύξεις («θα σκίσουμε το μνημόνιο», «καμιά θυσία για το ευρώ» κ.λπ.), αλλά από το πόσο θα είναι διατεθειμένη να ακυρώσει όλα αυτά που ανακοινώθηκαν ως μέτρα φιλολαϊκής πολιτικής μετά τις εκλογές.
Κατά συνέπεια και πέραν των κυβερνητικών προθέσεων και ενδεχομένων δυνατοτήτων -στο πλαίσιο της συμφωνίας που έγινε αποδεκτή- τον κύριο ρόλο καλείται να τον διαδραματίσει ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός, που υφίσταται επί τόσα χρόνια τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής της κοινωνικής καταστροφής:
Στο πλευρό της κυβέρνησης όταν και εφόσον επιδιώκει να υλοποιήσει μέτρα φιλολαϊκής πολιτικής. Απέναντί της κάθε φορά που τα μέτρα αυτά θα ακυρώνονται γιατί αυτό θα απαιτεί η συμμόρφωση με τις «αξιολογήσεις» των «θεσμών».
Η αγωνία υποχρέωσε σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε συμφωνία. Με μια σημαντική νίκη της ελληνικής πλευράς: Για πρώτη φορά από το 2010 μια ελληνική κυβέρνηση έθεσε όρους και διαπραγματεύτηκε. Δεν πήγε ως υποτακτική για να ακούσει τι δεσμεύσεις αποφασίστηκε να αναλάβει.
Αυτή τη φορά οι «εταίροι» υποχρεώθηκαν να ακούσουν και να πάρουν υπόψη τους πως έχουν απέναντί τους έναν συνομιλητή που διεκδικεί τη θέση του ισότιμου μ” αυτούς. Άρα, που συναποφασίζει και δεν αρκείται στην αποδοχή των υπαγορεύσεων.
Επήλθε, λοιπόν, συμφωνία με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Με τους «εταίρους» να αποδέχονται την υποχρέωση να συνομιλούν. Με την ελληνική πλευρά να αποδέχεται πως θα συνεχιστεί η πρακτική της έγκρισης από τους «θεσμούς» (όπως μετονομάστηκε η τρόικα) των όποιων μέτρων προτίθεται να πάρει προκειμένου να υλοποιήσει την πολιτική για την οποία ψηφίστηκε στις 25 Ιανουαρίου από τον ελληνικό λαό.
Είναι αυτό ακριβώς το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύει η χθεσινοβραδινή συμφωνία του Eurogroup. Και αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση κρίνεται, πλέον, όχι από τις ανέξοδες προεκλογικές διακηρύξεις («θα σκίσουμε το μνημόνιο», «καμιά θυσία για το ευρώ» κ.λπ.), αλλά από το πόσο θα είναι διατεθειμένη να ακυρώσει όλα αυτά που ανακοινώθηκαν ως μέτρα φιλολαϊκής πολιτικής μετά τις εκλογές.
Κατά συνέπεια και πέραν των κυβερνητικών προθέσεων και ενδεχομένων δυνατοτήτων -στο πλαίσιο της συμφωνίας που έγινε αποδεκτή- τον κύριο ρόλο καλείται να τον διαδραματίσει ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός, που υφίσταται επί τόσα χρόνια τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής της κοινωνικής καταστροφής:
Στο πλευρό της κυβέρνησης όταν και εφόσον επιδιώκει να υλοποιήσει μέτρα φιλολαϊκής πολιτικής. Απέναντί της κάθε φορά που τα μέτρα αυτά θα ακυρώνονται γιατί αυτό θα απαιτεί η συμμόρφωση με τις «αξιολογήσεις» των «θεσμών».