AristeriDiexodos. Powered by Blogger.
 
Saturday, March 29, 2014

Έργα Τέχνης για τον Ν. Μπελογιάννη

0 comments
Παρακάτω παραθέτουμε ποιήματα, τραγούδια, πίνκακες ζωγραφικής και ταινίες για τον "άνθρωπο με το γαρύφαλλο", για τον μεγάλο αγωνιστή του λαού μας που έδειξε με τον πιο διεθνιστικό τρόπο τι σημαίνει να αγαπά κανείς τον τόπο του.  Η λίστα δεν είναι εξαντλητική - θέλει εξάλλου κανείς μια βιβλιοθήκη για να χωρέσει ότι γράφτηκε κανείς ότι γράφτηκε ή τραγουδήθηκε για αυτό τον άνθρωπο. 

1. Γ. Ρίτσος: ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (Ποίημα)
2. Αλέκου Ρεπάντα: του Μπελογιάννη (Ποίημα)
3. Κώστας Βάρναλης: στους Μπελογιάννηδες (Ποίημα)
4. Ναζίμ Χικμέτ: ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (Ποίημα)
5. Ο Μπελογιάννης Ζει (Τραγούδι)
6. Πικάσο: ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (πίνακας - σχέδιο)
7. Peter de Francia: Η εκτέλεση του Μπελογιάννη (πίνακας)
8. Αντρέ Μπονάρ: ποίημα για τον Μπελογιάννη
9. ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο (Ταινία)
10. Μνημεία για τον Μπελογιάννη (ένα μικρό μονάχα μέρος)
11. Χωριό Beloiannisz (Ουγγαρία)


1. Γ. Ρίτσος - απόσπασμα από το Ποίημα "ο άνθρωπος με το γαρίφαλο"

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο 

«Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Ενας άνεμος που πέρασε μες απ' το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
[...]
Ηταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο -
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να 'ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που 'ναι το μαύρο χρώμα
σα να 'δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο - λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ' τη μια το ψωμί και το φιλί
απ' την άλλη το χρέος - θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ' τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ' τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές - γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να 'ναι; Τι ώρα να 'ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να 'ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να 'ναι; Πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ' την αγορά μ' άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Οπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ο,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
[...]
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.
Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.
[...]
Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ' τα μάτια μας.
Να φύγει τ' άδικο απ' τον κόσμο.
[...]
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ' το αίμα του ήλιου.
Οταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι' αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Εφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ' ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ' τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.
Επεσες, Νίκο, με τ' αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν' ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν' ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ' το γέλιο των παιδιών και των κήπων.
[...]
Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ' όνειρο.
Ενα δέντρο κάνει φτερά. Ενα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να 'χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ' αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ' ένα ανθισμένο περιβόλι.
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.
[...]
Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ' το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα 'μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.
Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.
Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
[...]
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.
[...]
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ' τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
[...]
Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη».

2. Αλέκου Ρεπάντα: Του Μπελογιάννη

Ο Γράμμος εσυνέφιασεν τα μάτια του βουρκώσαν
του Γκόλιου οι ψηλές κορφές μοιρολογούν και κλαίνε
κι όσες βρυσούλες γάργαρες θολώνουν και στερεύουν
κι η νύχτα απόψε πήχτωσε κι η αυγή δε ροδοσκάει
μήτε του γήλιου οι χρυσές αχτίδες πια ζεσταίνουν
μήτε στου Αιγαίου τα νερά καράβια αρμενίζουν.

Κι ένα πουλί γλυκόλαλο ρωτάει έναν διαβάτη:
-Τι τάχα βάρος έπεσε στη γη την καρποδότρα
κι όλα θρηνούν κι όλα βογγούν με μαύρα μοιρολόγια;
Μήνα φωτιά την έκαψε, μήνα κι αστροπελέκι;
- Μηδέ φωτιά την έκαψε, μηδέ κι αστροπελέκι
ένα λεβέντη πιάσανε φασίστες και κοπέλια
με προδοσια μπαμπέσικη καρτέρι τού ‘χαν στήσει.
Λεβέντης είν’ στ’ ανάστημα, της γης αντρειωμένος,
πόχει λαφιού περπατησιά και μάτια αετήσια
στη σάγητια ‘ναι μάστορας λέοντα τόνε κράζουν.
Χίλιοι μπροστά τον πήγαιναν και δυο χιλιάδες πίσω
κι από ζερβά κι από δεξιά με πάλες και με σπάθες
γεμάτοι μίσος και χολή και παν να τον δικάσουν.
Τη δίκη του τοιμάσανε ξένοι και ντόπιοι λύκοι.
Για ν’ αρνηθεί τ’ αδέλφια του χρυσά φλωριά του τάζουν.
Κι όλοι τριγύρω κάθησαν και τον τηρούν και τρέμουν
σα φύλλα χινοπωρινά πουν’ έτοιμα να πέσουν.
Κιτάπια φέρουνε πολλά τόνα κατόπι στ’ άλλο.
Κι αφού τα καλοδιάβασαν και κατηγόρησάν τον
πως τάχα κακοφέρθηκε σε νόμους αφεντάδων
ένας απ’ τους τρανήτερους σηκώθη και του κρένει:
- Πούθε μωρέ κατάγεσαι και ποιο ‘ναι το ονόμα σου;
- Απ’ το Μωριά κατάγομαι τον πολυδοξασμένο
πούναι γιατάκι των κλεφτών, κάθε κορφή και δόξα,
κάθε βρυσούλα φλάμπουρο και τ’ όνομά μου Νίκος.
- Και ρίζα ποια σ’ ανάθρεψε, και ποια ‘ναι η συντροφιά σου;
- Η ρίζα μ’ είν’ ελληνική στον κόσμο ξάκουσμενη
καλόκαρπη ‘ν από παλιά – το δίκιο συντροφιά μου.
- Και ποιο ‘ναι βρε το γένος σου π’ αφέντη δεν ακούει;
- Το γένος μ’ είν’ περίφανο των Κολοκοτρωναίων
που δεν προσκύνησαν ποτέ διάτα προσκυνημένων,
μήτε σπαθιά φοβήθηκαν βεζύρηδων κι αγάδων.
- Αρνιέσαι βρε το γένος σου μη σ’ αφανίσει βόλι
να προσκυνήσεις άρχοντα, στη δούλεψή του νάμπεις;
- Το γένος μου το αγαπώ κι αν χρειαστεί πεθαίνω
να το δοξάσω ως είν’ πρεπό, παρά να προσκυνήσω
κοτσαμπασίδικο φλουρί, ζαΐμικο χρυσάφι.
Κι αν τύχει βόλι και με βρει και τη ζωή μου κόψει
ένας εγώ κι αν χαθώ, χιλιάδες θα φυτρώσουν
το γένος να δοξάσουνε κι ότι είν’ πρεπό να κάνουν!
Τα πουλημένα τα σκυλιά σαν άκουσαν το Νίκο
λυσσάξανε ‘πο το κακό και τον αλυσοδένουν.
Κι αυτός τους βλέπει και γελά πως τρέμουν τη γενιά του
οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες κι οι ξένοι αφεντάδες.
Κι η πόρτα ευτύς γοργάνοιξε, μπουλούκμπασης προβάλλει
και κοντοστέκει δίπλα κει σ’ έναν ξενομερίτη
κι αφού κρυφομιλήσανε φετφάν άλλο διαβάζει
και θάνατο σαν πρόσταξε χαμόγελα ο Νίκος
κρατώντας το γαρούφαλο το μοσκομυρισμένο
άλικο σαν το αίμα του, φλογάτ’ ως η ψυχή του.
Τα αφέντικα θεριέψανε, αίμα ζητούν να πιούνε
προστάζουν τα μπουλούκια τους κι όλα τα τσαγκαλάκια
το θάνατο γυρεύουνε, οχροί, τ’ αντρειωμένου.

Και στο Γουδί τον στήσανε πριν ήλιος να φωτίσει
τρισκόταδο μια Κυριακή -του Μάρτ’ ήταν τριάντα
Μ’ όλα σύνεργα μαζί κι όλα φαρμάκι στάζαν.
Και στη γλυκιά την ξαστεριά τ’ αστέρια π’ αραιώναν
πριν να του κόψουν την πνοή, εφώναξε ο λεβέντης:
«Πατρίδα ακριβομάνα μου και σεις αδέρφια σκλάβοι
πετάξτε τούτο το βραχνά, τη λάμια, τη φοβέρα
που μας πατάνε ζωντανούς κι αίμα δικό μας πίνουν
και λυτρωμό στον τόπο μας αδέρφια να γευτούμε.
Παγκόσμια να ‘ν’ η Χρυσαυγή κι ευτυχισμένη η πλάση
και δίκαια ν’ αχτιβολεί στην οικουμένη ο γήλιος».
Τ’ άκουσε η γη και τρόμαξε και άρχισε να σιέται
κι ο ουρανός βροντάστραψε κι αστροπελέκια ρίχνει
κι ο κάτω κόσμος χαλασμός, το γίγαντα φοβάται.
Κι από ψηλά ένα σύννεφο μαύρο, ανεμοδαρμένο,
πέφτει στη γη σαν αστραπή, βογγώντας μανιασμένο
και παίρνει την φωνή ψηλά, μαζί του τηνε σέρνει
κι απλώνει την ο άνεμος σ’ όλη την οικουμένη.
Τ’ άκουσε ο σκλάβος ο λαός και σφίγγει τη γροθιά του
και το κορμί του στήλωσε, το μίσος του θεριεύει
και δίνει όρκο φοβερό και γδικιωμό του τάζει.
Μάρτης 1953


3. Κώστας Βάρναλης: Στους Μπελογιάννηδες

Χαραβγή κατεπάνω του θανάτου 
βάδιζεν η καρδιά σου, Παληκάρι, 
λες κ’ είταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει 
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.

Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου, 
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει. 
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα, 
η προδοσιά χορέβοντας σε φτυούσε.

Με χέρι’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν 
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι 
και γαρούφαλο για το μάβρο Νόμο 
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι

οι αρματολόγοι το χεροδεμένο, 
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες, 
οι τρίδουλοι το λέφτερο κ’ η λάσπη 
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!

Δεν έχεις τάφο, άλλ’ όπου ηλιοβολιέται 
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει 
καριοφίλι της λεφτεριάς, ολόρθον 
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης. 
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μάβροι το μαβρίσαν. 
Μα το λένε στη ρεματιά τα’ αηδόνια, 
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια 
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες. 
Μην κλαίτε, μάνες μαβρομαντηλούσες 
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων! 
Όπου να ναι, Θα τον νεκραναστήσει 
μέγας λαός κι αφτός αναστημένος

4. Ναζίμ Χικμέρ: ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο –
που τον ντουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν απ’ την αυγή,
κάτω απ’ το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατάει ένα γαρύφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ’ την ελληνική θάλασσα.

Τα μάτια του τα τολμηρά,
τα παιδικά,
κοιτάζουν, άδολα,
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.

Έτσι άδολα –
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα –
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς –
τη μέρα της ντροπής.

Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ’ απ’ την καταδίκη σε θάνατο.(Περιοδικό “Σοβιετική Γυναίκα” Απρίλη 1952)

5. Ο Μπελογιάννης Ζει



"Ο Μπελογιάννης ζει" , σε μουσική Λάκη Χατζή και στίχους Δημήτρη Ραβάνη με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη:
Τον ξέρουνε τα ελάτια, τα πλατάνια
ίδιος μ’ αυτά, περήφανος, στητός
αχούν απ’ τη φωνή του τα ρουμάνια
μπρος για τη νίκη, για το κόμμα μπρος.

Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,
ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές
ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.

Ζει σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους
το κάθε σπίτι, σπίτι του δικό.
Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους
που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό.

Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,
ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές
ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.

6. Πικάσο: ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο



7. Peter de Francia: Η εκτέλεση του Μπελογιάννη


8. Αντρέ Μπονάρ: ποίημα για τον Μπελογιάννη

επεξήγηση: Ποίημα για τον Μπελογιάννη έγραψε και ο ελβετός καθηγητής ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης και μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, Αντρέ Μπονάρ. Ο Μπονάρ, που είχε ήδη δραστηριοποιηθεί με την ελβετική επιτροπή βοήθειας στη Δημοκρατική Ελλάδα σε καμπάνια ενάντια στη Μακρόνησο, κινητοποιήθηκε και για την τύχη του Μπελογιάννη και μετά την εκτέλεσή του συνέθεσε ένα ποίημα, του οποίου παραθέτουμε ένα απόσπασμα:

Μητέρα μας Ελλάδα,
κοίτα λοιπόν σε τι σ’ έχουν μεταβάλει,
σε χώρα που οι δήμιοι βασιλεύουν,
σε Γη της Επαγγελίας των δολοφόνων,
εσένα, πηγή της ελευθερίας των λαών,
Εσένα των επαναστάσεων τροφό, ενάντια στους τυρράνους,
Εσένα γη της αντίστασης πάππου προς πάππου
Τώρα χτυπιέσαι μ’ αλυσσωμένα χέρια.


9. ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο


το απόσπασμα από την απολογία του Μπελογιάννη



αλλά και ολόκληρη η ταινία



10. Αγάλματα του Μπελογιάννη

Μνημείο στην Πλατεία Μπελογιάννη της Αμαλιάδας

Μαρμάρινη στήλη στην κορυφή Γκόλιο του Γράμμου προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη

Το μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη στο Βερολίνο


11. Χωριό Beloiannisz (Ουγγαρία)

To Μπελογιάννης (hu:Beloiannisz) είναι χωριό της Ουγγαρίας που ιδρύθηκε από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου πολέμου.


Η πινακίδα για το χωριό και το μνημείο στην πλατεία του. 


Leave a Reply

 
Αριστερή Διέξοδος © 2011 DheTemplate.com & Main Blogger. Supported by Makeityourring Diamond Engagement Rings

You can add link or short description here

Google+