Σκέψεις για τον εκ γενετής «εξαιρετικό» χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού και τις συγγένειές του με το φασισμό
Του Δημήτρη Μπελαντή
1. Νεοφιλελευθερισμός, φασισμός και κατάσταση εξαίρεσης
Θα ξεκινήσουμε με τη σκέψη ότι υφίσταται μια μεγάλη και ξεκάθαρη διαφορά –παρά τις βαθύτερες συγγένειες– ανάμεσα στον παλαιό κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό του 18ου αιώνα και στον νεοφιλελευθερισμό, όπως αυτός διαμορφώθηκε στον 20ο αιώνα (με πυρήνα τη γνωστή ομάδα των γερμανών-αυστριακών οικονομικών και πολιτικών στοχαστών όπως οι Eucken και Roepke στην πρώτη φάση, οι Λ.Μίζες και Φρ.Χάγεκ στην επόμενη, αργότερα η ομάδα του Σικάγο στις ΗΠΑ κλπ).
Όπως εύστοχα έχει υποστηρίξει ο Φουκώ στις παραδόσεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας το 1979 [1], οι παλαιοί φιλελεύθεροι επιχείρησαν να εισαγάγουν την έννοια της φυσικής οικονομίας της αγοράς στο πεδίο της κρατικής πολιτικής και της ανάπτυξης της αναγκαίας κυβερνητικότητας. Η άσκηση της κρατικής πολιτικής θα έπρεπε να μην παρεμβαίνει στην ιδιωτική σφαίρα της αγοραίας οικονομίας, η οποία αποτελεί «φυσική κατάσταση», να την κατοχυρώνει ως το κλασσικό ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας και του επιχειρείν καθώς, επίσης, να εισαγάγει τις αξίες της αγοράς (κυρίως με την έννοια των «συμφερόντων») στη διαμόρφωση της διακυβέρνησης και της επιδίωξης του κρατικού συμφέροντος. Η διακυβέρνηση θα έπρεπε να διασφαλίζει την ελεύθερη οικονομική σφαίρα με όρους νομικής εγγύησης και πολιτικής ασφάλειας, αλλά και να κατανοεί την πολιτική με όρους άσκησης και στάθμισης συμφερόντων. Φαίνεται ότι αυτή η τροποποίηση υπήρξε συντακτική στην οργάνωση του αστικού κράτους, το οποίο τον 18ο αιώνα αναδιοργανώθηκε μετά την απολυταρχική αλλά και μερκαντιλιστική περίοδο. Από εδώ και πέρα. τα δικαιώματα θα είχαν όχι μόνο φυσικοδικαιϊκή και ηθική-θρησκευτική, αλλά και αμιγώς αγοραία και οικονομική θεμελίωση.
Αντιθέτως, ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ένα κίνημα που δεν στόχευε στην επιβολή και προστασία μιας φυσικής τάξης πραγμάτων, αλλά στην ενεργή πολιτική παρέμβαση για να διαμορφωθεί εξαρχής μια ρητά πολιτική και θεσμική κατάσταση και μια ειδική άσκηση πολιτικής, «η αυθόρμητη τάξη του ανταγωνισμού». Ο «οικονομικός ανταγωνισμός» είναι εδώ η κεντρική έννοια - και όχι η «αγορά».
Σε αυτό το σημείο, η νεοφιλελεύθερη στρατηγική ομοιάζει με τον φασισμό: δεν αποκαθιστά απλώς μια «αθωότητα» που χάθηκε, αλλά δουλεύει για ένα οικονομικό-θεσμικό-κατασκευαστικό πρόγραμμα, ένα πλαίσιο δράσης, με στόχο να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η «αυθόρμητη τάξη του ανταγωνισμού».
Όπως ακριβώς η στρατηγική της «φυλετικής κοινότητας» δεν είναι, ούτε εμφανίζεται, ως μια πρωτογενής-φυσική κατάσταση (αλλά ως μια κατάσταση που απαιτεί την εκθεμελίωση των αποτελεσμάτων μακροχρόνιων θεσμικών στρατηγικών όπως η αστική δημοκρατία, ο πολιτικός φιλελευθερισμός ή και ο σοσιαλισμός, ώστε να φανεί μέσα από την κατάργηση των παραπάνω ένα αδρό πλαίσιο της φυλετικής κοινότητας), έτσι ακριβώς και η νεοφιλελεύθερη «αυθόρμητη τάξη» μπορεί να αναδειχθεί ως έναν βαθμό με τη συνειδητή αποδόμηση και καταστροφή του αντίθετου «οικονομικού-θεσμικού» προγράμματος, εκείνου του κοινωνικά παρεμβατικού κράτους. Άρα, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια λειτουργούσα φυσική κατάσταση, αλλά μια διαρκώς ενεργή πολιτική στρατηγική, η οποία παραμερίζει τα «εμπόδια του παρελθόντος», αποκαθιστά την υπευθυνότητα του ατόμου-δρώντος δομικά ως οικονομικός επιχειρηματίας με αφετηρία τη διαχείριση των δικών του ικανοτήτων, και διασφαλίζει ένα στρατηγικό παιχνίδι ανάμεσα στο σύνολο των ατόμων-επιχειρηματιών. Αν ο φιλελευθερισμός κατανοεί πια τον εαυτό του ως «αντεπανάσταση», χρειάζεται μια σαφής αντεπαναστατική στρατηγική και πρόγραμμα.
Όπως θα υποστηρίξει ο Φρ. Χάγεκ στο έργο του «Το Σύνταγμα της Ελευθερίας» [2], η ενεργός δράση υπέρ του ανταγωνισμού ξαναφέρνει στο προσκήνιο την αρχή του κράτους δικαίου του 18ου και 19ου αιώνα. Ο Χάγεκ «διαβάζει» ιδίως το αγγλοσαξωνικό κράτος δικαίου (rule of law) ως ένα πρόγραμμα γενικών και αφηρημένων νόμων, οι οποίοι διασφαλίζουν τον «ανταγωνισμό» και απέχουν από κάθε «σκόπιμο» κρατικό παιχνίδι με τη μορφή του νόμου (κάθε αναδιανεμητική δράση είναι μη γενική, πολιτικά σκόπιμη και μορφή ατομικού ή συλλογικού μέτρου και όχι νόμου).
Καθώς ο παλαιός φιλελευθερισμός διαβάζεται με τα γυαλιά της «τάξης του αυθόρμητου ανταγωνισμού» -στον οποίο δήθεν αντιτάχθηκαν όλοι οι «αντιφιλελεύθεροι» από τον Μπίσμαρκ και τον Ρούζβελτ ως τον Χίτλερ και τον Στάλιν-, επιλέγεται μια μακροχρόνια κρατική στρατηγική για να άρει τις «μονοπωλιακές» και «αντιανταγωνιστικές» θεσμικές και πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες, ακόμη και αν δεν οδήγησαν στον πλήρη ολοκληρωτισμό, έχουν επισωρεύσει ένα πλεόνασμα αντιφιλελεύθερων ρυθμίσεων στη Δύση (αυτό που ακούμε και στην Ελλάδα για τις πολιτικές της Μεταπολίτευσης, τη λαϊκίστικη «διόγκωση του κράτους», το πλεόνασμα κηφήνων-δημοσίων υπαλλήλων κλπ).
Στον βαθμό που η επίτευξη του αντεπαναστατικού στόχου απαιτεί μια μακροχρόνια βιοπολιτική διαμόρφωση και επιβολή, ο νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσεται ως μια μακροχρόνια θέση μάχης στο πολιτικό, συνταγματικό, νομικό και οικονομολογικό πεδίο για την καταστροφή των επιβλημένων μέσων και μεθόδων του «σοσιαλισμού» (του κεϋνσιανού παρεμβατικού κράτους). Όπως και ο φασισμός στη δεκαετία του 1930, ο νεοφιλελευθερισμός επί τέσσερις δεκαετίες τείνει να διαμορφώσει σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ένα πλαίσιο σχεδόν διαρκούς «εξαιρετικής» ρύθμισης. «Εξαιρετικής» με την έννοια που έχει διαμορφωθεί από την επανεπεξεργασία των θεωρήσεων και έργων του Καρλ Σμιττ («Πολιτική Θεολογία», «Η δικτατορία», «Η κρίση της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας») και άλλων θεωρητικών της «εξαίρεσης» στο Μεσοπόλεμο μέσα ιδίως στο έργο του Τζ.Αγκάμπεν [3]: μια πολιτική κατάσταση είναι «εξαιρετική», όταν
α) διακρίνεται από μια έκτακτη ή εξαιρετική νομική/συνταγματική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στην «έξοδο από την κρίση» μέσα από την παράκαμψη των «ομαλών ρυθμίσεων» (αυτών που ίσχυαν ως οικονομικό και εργατικό δίκαιο στο κεϋνσιανό κράτος για τους νεοφιλελεύθερους, των δημοκρατικών ή πολιτικά φιλελεύθερων ρυθμίσεων για τους φασίστες)
β) κατατείνει μεταβατικά σε μια «ομαλότητα» που, όμως, θα διαφέρει από την «ομαλότητα» του παρεμβατικού κράτους, το οποίο «απέτυχε» στην αντιμετώπιση των κρίσεων-αυτή η νέα ομαλότητα για τους νεοφιλελεύθερους είναι η «αυθόρμητη τάξη» λιγότερο ή περισσότερο (αντίστοιχα, για το φασισμό, μια ομαλότητα εξουσιαστική, αντιδημοκρατική και ρατσιστική, διαφορετική από την ομαλότητα του δημοκρατικού κράτους)
γ) «αποκλείει» όσους ευνοήθηκαν από την κρισιογόνα προηγούμενη ομαλότητα (τους ανήκοντες στις λαϊκές τάξεις για τους νεοφιλελεύθερους, τους αντιφασίστες για τον φασισμό). Παρατηρούμε ότι, όπως και στην περίπτωση του φασισμού, ο νεοφιλελευθερισμός ως μακροχρόνια επιβολή της «αυθόρμητης τάξης» αντιστοιχεί επίσης σε μια μακρά και απροσδιόριστης διάρκειας περίοδο μετάβασης. Η διαρκής κατάσταση εξαίρεσης πρέπει, όμως, να νομιμοποιηθεί στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού με τη φιλελεύθερη συνταγματική μορφή, παρά το γεγονός ότι ειδικοί κρισιογόνοι παράγοντες όπως ο διεθνής πόλεμος του 2001 και η οικονομική κρίση μετά το 2008 παρεισάγουν και όψεις καθαρά κοινοβουλευτικές δικτατορικές της νεοφιλελεύθερης «έκτακτης ανάγκης», θέτοντας θέμα ένταξης και στην καθαρή μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης.
2. Η αντιδημοκρατικότητα/αντιπλειοψηφικότητα του νεοφιλελευθερισμού και του φασισμού
Λαμβάνοντας υπ’όψιν και τις θέσεις του Μαρκούζε στο έργο του «Η πάλη κατά του φιλελευθερισμού στην εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη για το κράτος», για τη σχέση φασισμού και παλαιού φιλελευθερισμού, οφείλουμε να δούμε και τις βαθύτερες ομοιότητες ανάμεσα σε δυο ανταγωνιστικά μεταξύ τους ρεύματα (νεοφιλελευθερισμός/φασισμός αλλά και παλαιός φιλελευθερισμός/φασισμός), τα οποία, όμως, διατηρούν και τα δυο κακή σχέση με τη δημοκρατία, ακόμη και την αστική δημοκρατία. Στον βαθμό που οι μάζες εισήλθαν στην πολιτική του 20ου αιώνα με εργαλείο το δικαίωμα ψήφου, δεν είναι τυχαίο που πολλοί κλασικοί φιλελεύθεροι δημοκράτες στη δεκαετία του 1920 και του 1930 προσέγγισαν ή έστω «κατανόησαν» τον φασισμό ως αντιδημοκρατικό αλλά και αντιμπολσεβίκικο κίνημα και που του εναπόθεσαν τη διαχείριση των μαζών. Ο Τζιολίτι στην Ιταλία, ο φον Πάπεν και ο Σαχτ στη Γερμανία, οι κατευναστές συντηρητικοί στη Βρετανία όπως ο Χάλιφαξ και ο Ν. Τσάμπερλαιν, οι βενιζελικοί στην Ελλάδα.
Ερχόμενοι, όμως, στον νεοφιλελευθερισμό, θα πρέπει να δούμε και την ιδεολογική απόκλιση ανάμεσα στην αντιδημοκρατικότητά του και στην αντιδημοκρατικότητα του φασισμού. Ο μεν φασισμός εξακολουθεί να μιλά στο όνομα της «αντιπροσωπευτικής κυριαρχίας», βάζοντας στη θέση του αντιπροσώπου όχι πια τους βουλευτές αλλά τον Φύρερ και καταλύοντας τη Βουλή. Ο νεοφιλελευθερισμός, γεννημένος υποτίθεται ως αντίδραση όχι μόνο κατά της Αριστεράς αλλά και κατά του ναζισμού, υπερθεματίζει υπέρ της κοινοβουλευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Την βλέπει, όμως, κυρίαρχα ως οικονομικά φιλελεύθερη και δευτερευόντως ως δημοκρατία. Στον βαθμό που προκύπτει μια αντίθεση μεταξύ κυρίαρχου λαού και της κυβέρνησής του και της φιλελεύθερης «αυθόρμητης τάξης του ανταγωνισμού», ο λαός και η κυβέρνησή του οφείλουν να παραμερίσουν και να αποδυναμωθούν. Στην περίπτωση δε της Χιλής χρειάστηκε και να εξοντωθούν από τους «νεοφιλελεύθερους στρατηγούς» του Πινοσέτ.
Ο λαός δεσμεύεται από το Σύνταγμα του φιλελευθερισμού και μάλιστα από εκείνες τις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την «αυθόρμητη τάξη», δηλαδή την ιδιοκτησία και το επιχειρείν. Ο μοχλός της διάκρισης των εξουσιών και των συνταγματικών δικαστηρίων πρέπει να ανακόπτει παρεμβατικές κοινωνικά νομοθετικές πολιτικές του «λαού» και να στέλνει πίσω στον νομοθέτη όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες του, οι οποίες αναδιανέμοντας και «προστατεύοντας τους αδύναμους», καταστρέφουν την «αυθόρμητη τάξη» (την ουτοπία του νεοφιλελευθερισμού) και δημιουργούν εξωτερικά μονοπώλια (κατά τους νεοφιλελεύθερους τα εξωτερικά μονοπώλια προκύπτουν από τη συγχώνευση κράτους και επιχειρήσεων και είναι τα μοναδικά επικίνδυνα. Τα εσωτερικά μονοπώλια που προκύπτουν από τη δυναμική του ανταγωνισμού είναι καταδικασμένα να εξουδετερωθούν μέσα από τις αντίρροπες θετικές τάσεις του ανταγωνισμού). Χρειάζεται ένα (υπάρχον ή διαμορφούμενο) συνταγματικό-θεσμικό πλέγμα και πάλι για να ανακόψει/ανατρέψει τον αντιεπιχειρηματικό «δημοκρατικό κυρίαρχο» και για να διαμορφώσει τελικά έναν νεοφιλελεύθερο «δημοκρατικό κυρίαρχο».
Βεβαίως, η αντιδημοκρατική επένδυση του νεοφιλελευθερισμού είναι πολύ συνθετότερη από αυτήν των δικτατοριών και του φασισμού. Εδώ, επιστρατεύεται το αντιγιακωβίνικο -αντιομογενοποιητικό επιχείρημα, οι ευαισθησίες του πολιτικού φιλελευθερισμού υπέρ των ατόμων, των ετεροτήτων ή των μειονοτήτων, η αντιολοκληρωτική οπτική, οι ομοιότητες των δυο ολοκληρωτισμών. Ας μην ξεχνάμε ότι -δυστυχώς- ακόμη και το «1984» ενός Όργουελ γράφτηκε με έναυσμα περισσότερο την άνοδο της κοινωνικής προστασίας στη Βρετανία (κράτος του συστήματος Μπέβεριτζ), παρά το σοβιετικό ή το χιτλερικό «ολοκληρωτισμό», την ίδια εποχή όπου ο Χάγεκ έγραφε τον «Δρόμο προς την Δουλεία».
3. Ένα ακόμη κοινό μεταξύ φασιστών και νεοφιλελεύθερων: η στάθμη της κοινωνικής αποτυχίας
Όπως είναι γνωστό, πολλές δεκαετίες πριν από το ναζισμό, είχε αναπτυχθεί στη Δύση [4] ένα ευρύ επιστημονικό ρεύμα, το οποίο αντιμετώπιζε τους ψυχικά ασθενείς, τους εγκληματίες, τους διανοητικά καθυστερημένους, αυτούς με τις κληρονομικές ασθένειες, ως άτομα βιολογικά και με όρους κοινωνικού δαρβινισμού σωματικά αποτυχημένα. Υπήρχε ένας μεγάλος προβληματισμός και για την κρατική διαχείριση αυτών των ατόμων (άσυλα, δαπανηρότητα, υποστήριξη ή απομόνωση κλπ), αλλά και για την μη αναπαραγωγή των βιολογικών τους εγγενών ιδιοτήτων (στρατηγικές της ευγονικής). Ο φασισμός και ο ναζισμός παρέλαβαν αυτή τη συζήτηση περί της βιολογικής αποτυχίας και τη συνέδεσαν με την διαφοροποίηση από τη φυλετική κοινότητα, με τη φυλετική αποτυχία ή την ένταξη στους φυλετικά κατώτερους ή τη διαπίστωση της φυλετικής ανεπάρκειας. Με εργαλείο τη «φυλετική» και «αιματολογική αποτυχία», αναπτύχθηκε η θέση της μη αξίας της ζωής αυτών των φυλετικά κατώτερων ή φυλετικά αποτυχημένων (ήδη ο καθηγητής Binding από το 1921). Μάλιστα, ένα βασικό επιχείρημα υπέρ της στείρωσης ή και της θανάτωσης των βιολογικά αποτυχημένων, που συνήθως ήταν και «αντικοινωνικά άτομα», ήταν και ένα κλασικά (πρωτο)νεοφιλελεύθερο οικονομικό επιχείρημα: η περίθαλψη των αποτυχημένων στερούσε χρήματα από αυτούς που μπορούσαν φυλετικά και σωματικά να τα βγάλουν πέρα. Δηλαδή, οι πόροι πήγαιναν σε άλλους από αυτούς που πραγματικά τους χρειάζονταν. Το σύστημα στερούσε χρήματα από τα άξια μέλη της φυλετικής κοινότητας.υπέρ των αναξίων .
Θεωρούμε ότι η κρίση για την οικονομική και κοινωνική επιτυχία ή αποτυχία στο νεοφιλελευθερισμό μοιάζει αρκετά με την κρίση περί βιολογικής αποτυχίας στο ναζισμό. Στον νεοφιλελευθερισμό οι κοινωνικοί παράγοντες της αποτυχίας αποκλείονται πλήρως και δεν λαμβάνονται υπ’όψιν: η ανεργία δεν έχει κοινωνικά αίτια αλλά είναι μια τυχαία περίπτωση εργαζόμενου σε μετάβαση, η φτώχεια είναι ένα τυχαίο σύμπτωμα μιας οικονομίας που δεν αναπτύσσεται ομαλά λόγω κρατιστικών τάσεων, η εγκληματικότητα μια κακή επένδυση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Όχι μόνο οι εγκληματίες, οι φτωχοί άρρωστοι, οι νοητικά και ψυχικά πάσχοντες έχουν αποτύχει κοινωνικά (για το τελευταίο σκαλί της «ακούσιας» εξαθλίωσης υποτίθεται, πάντως, ότι ακόμη και ο νεοφιλελευθερισμός υποθέτει την αναγκαιότητα ενός «κατωφλιού ασφαλείας», πράγμα που δεν τηρείται πάντως στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης), αλλά οι βασικά αποτυχημένοι της αγοράς δηλαδή οι άνεργοι, οι σχετικά ή απόλυτα φτωχοί μισθωτοί, οι απολυμένοι, οι επαγγελματίες που πτώχευσαν κατηγορούνται διότι δεν έκαναν τις σωστές κινήσεις, διότι υπερεμπιστεύθηκαν τους μηχανισμούς πρόνοιας, διότι δεν διακυβέρνησαν επιτυχώς το ατομικό τους ανθρώπινο κεφάλαιο, ότι δεν είχαν τις σωστές ανθρώπινες σχέσεις ώστε να επιτύχουν ατομικά σε οικονομικό επίπεδο.
Αυτή η θεώρηση υπονοεί ότι, όπως και η φυλή ή η βιολογία, η στάθμιση της αγοράς είναι ο αδιάψευστος δείκτης για τις δυνατότητες επιβίωσης και επιτυχίας των ανθρώπων, είναι και ο απόλυτος ηθικός δείκτης για το αν κάποιος έκανε το παν δυνατό για να αντιμετωπίσει θετικά και ενεργητικά τη ζωή του. Ούτε κοινωνικοί προσδιορισμοί ούτε κοινωνικοί αποκλεισμοί νοείται να λειτουργήσουν ως κριτήρια της «αποτυχίας». Αντίθετα, η τάση «αποκατάστασης της αποτυχίας» με κοινωνικά μέτρα οδηγεί στην ανευθυνοποίηση των ανθρώπων, στην ισοπέδωσή τους και στα αρνητικά αποτελέσματα του κράτους-προστάτη ή του κράτους-πατερναλιστή. Μάλιστα, η οικονομική κρίση δεν είναι ούτε καν αυτή μηχανισμός συσσώρευσης της κοινωνικής αποτυχίας. Όποιος τη χειρίζεται σωστά μπορεί να δρέψει ευκαιρίες παρά δυστοπικά αποτελέσματα. Επιπλέον, όσοι είχαν «προνόμια» εντός το παρεμβατικού κράτους (π.χ. οι εργαζόμενοι με μονιμότητα στο Δημόσιο), όχι μόνο κρίνονται στα πλαίσια της κρίσης ως «αποτυχημένοι» εντός της αγοράς αλλά και ως άδικα προνομιούχο στρώμα, το οποίο μέχρι την επιβολή των «μεταρρυθμίσεων» απορροφά πόρους από την αγοραία κοινωνία και τους «εργαζόμενους» (μισθωτούς και επιχειρηματίες) στον ιδιωτικό τομέα.
Νομίζουμε ότι η νεοφιλελεύθερη θεώρηση περί επιτυχίας εντός της «αυθόρμητης τάξης» έχει έντονα προτεσταντικά και καλβινιστικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι η επιτυχία ή η αποτυχία είναι ενδείξεις της παροχής ή μη της θείας χάριτος (Βέμπερ). Αυτή η οπτική, όμως, εισάγει και το στοιχείο της εξαρχής θεολογικής και ηθικής καταδίκης του «οικονομικά αποτυχημένου». Η εξαρχής καταδίκη είναι έντονα όμοια προς τη στάθμη της εξ αρχής φυλετικής και βιολογικής επιτυχίας ή αποτυχίας. Ο αποκλεισμός του κοινωνικού παράγοντα αλλά και της δημοκρατικής-κοινωνικής παρέμβασης για την αποκατάστασή του είναι έντονα όμοιος και στα δυο ερμηνευτικά σχήματα. Θα χρειαστεί, όμως, να επανέλθουμε.
------------------------------
[1] Βλ. σε Michel Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979)», Αθήνα 2012, Πλέθρον. Ιδίως οι παραδόσεις του Ιανουαρίου κα του Φεβρουαρίου 1979 είναι αποκλειστικά αφιερωμένες στον νεοφιλελευθερισμό.
[2] Αθήνα 2008, εκδόσεις Καστανιώτη- Ιδρύματος Κωνσταντίνου Καραμανλή
[3] Τζ. Αγκάμπεν, Homo Sacer-κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα 2005, Scripta, και State of Exception, N.Y., 2006
[4] Βλ. και σε R. Evans, Third Reich at Power, 2003