AristeriDiexodos. Powered by Blogger.
 
Saturday, May 18, 2013

Ο Πόλεμος του Βιετνάμ και το Αντιπολεμικό Κίνημα

0 comments
Συνεχίζουμε τη προσπάθεια για μια σταθερή στήλη Ιστορίας με ετικέτα "Ιστορία των Λαών". Σήμερα καταπιανόμαστε με το αντιπολεμικό κίνημα που ξέσπασε με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μαζεύουμε κείμενα, απόψεις και ντοκουμέντα και σας τα παρουσιάζουμε εδώ. Όπως σε όλες αυτές τις αναρτήσεις τονίζουμε ότι όσα γράφονται εδώ δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ευκαιρία για... περαιτέρω μελέτη. 


Περιεχόμενα:
  1. Το φοιτητικό κίνημα του ’60 στις Η.Π.Α.: Ελπιδοφόρα αρχή– Άδοξη κατάληξη
  2. Bed In: η διάσημη αντιπολεμική διαμαρτυρία των John Lennon και Yoko Ono
  3. Μια σύντομη ιστορία του πολέμου στο Βιετνάμ
  4. Μια Επίσκεψη στο Βιετνάμ
  5. The Anti-War Movement in the United States
  6. The Postwar Impact of Vietnam
  7. Αντιπολεμικά Τραγούδια για το Βιετνάμ
  8. Platoon (η ταινία)
  9. Η Ατίθαση Γενιά του '60 (Video)


1. Το φοιτητικό κίνημα του ’60 στις Η.Π.Α.: Ελπιδοφόρα αρχή– Άδοξη κατάληξη 

Σπυρίδων ΡΑΣΗΣ, Καθηγητής Α.Π.Θ.
Μαρία ΑΔΑΜΟΥ-ΡΑΣΗ, Σχ. Σύμβουλος, Δρ. Επιστ. της Αγωγής


ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Κατά τη δεκαετία του ’60 και στα πλαίσια της υποχώρησης του Μακαρθισμού και της άμβλυνσης του ψυχροπολεμικού κλίματος, ξεσπά στις Η.Π.Α. μια πρωτόγνωρα δυναμική φοιτητική εξέγερση ενάντια στο ισχύον status, σύμπτωμα της ιδιαίτερης πολιτικής συγκυρίας -αμερικανικής και διεθνούς- και απότοκο των κοινωνικών, πολιτικών, διανοητικών και ιδεολογικών επανατοποθετήσεων που συντελούνται ως παρακολούθημά της. Το φοιτητικό κίνημα, που μαζί με την ειρηνική επανάσταση για τη διεύρυνση και κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων και το αντιπολεμικό κίνημα με αφορμή τον πόλεμο του Βιετνάμ αποτέλεσαν τους τρεις μεγάλους πολιτικούς αγώνες οι οποίοι σημάδεψαν τη μεταπολεμική αμερικανική ιστορία, απαιτούσε τον επαναπροσανατολισμό των Πανεπιστημίων και τον επαναπροσδιορισμό της δομής, των στόχων και του ρόλου τους, αμφισβητούσε έμπρακτα την αμερικανική καπιταλιστική πραγματικότητα, διεκδικούσε τη δημιουργία μιας δίκαιης και γνήσια δημοκρατικής κοινωνίας, γέννησε ελπίδες για μια πνευματική, κοινωνική και πολιτική ανάταση και έληξε άδοξα παραμένοντας νοσταλγική ανάμνηση και πικρή εμπειρία.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί να παρακολουθήσει εν συντομία την πορεία αυτού του κινήματος από την ελπιδοφόρα έναρξή του μέχρι την άδοξη καταστολή του επισημαίνοντας επιτυχίες και αδιέξοδα, υπογραμμίζοντας συσχετίσεις και αντινομίες, διερευνώντας αιτίες και συνέπειες, ερμηνεύοντας εξάρσεις και υφέσεις.
Θεματική της εισήγησής μας, όπως, εξάλλου, συνάγεται κι από τον τίτλο της, είναι το φοιτητικό κίνημα ως κοινωνικό φαινόμενο που σφράγισε τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, συντάραξε -κατά τη δεκαετία του ’60- την αμερικανική κοινωνία και προκάλεσε, ενόσω διαρκούσε, δραστικές αλλαγές στη φιλοσοφία, τους στόχους και τον τρόπο λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της. Για να κατανοήσουμε το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα, το οποίο αποτέλεσε προηγούμενο και πρότυπο, εν πολλοίς, για αντίστοιχες κινητοποιήσεις των φοιτητών σε άλλες βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, θα πρέπει να το εντάξομε στην τοπική  και τη διεθνή συγκυρία του τέλους της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60, να το εξετάσομε ως καρπό μιας γενικής τάσης αντίστασης των φοιτητών απέναντι στο κατεστημένο με στόχο την κοινωνική αναδιάρθρωση και να το ερμηνεύσομε ως προσπάθειά τους αφενός να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και την κοινωνική ζωή, αφετέρου να αποκτήσουν μια ταυτότητα, μια θέση στην κοινωνία τους αντιμετωπίζοντας τις δυσλειτουργίες της κριτικά[1].

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, λοιπόν, το ψυχροπολεμικό κλίμα, που είχε εγκαινιάσει η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και συντηρούσε η παρατεινόμενη διεθνής κατάσταση επείγουσας ανάγκης στα πλαίσια του πολωτικού διπολικού ανταγωνισμού, αρχίζει να αμβλύνεται συντείνοντας στη μείωση του καθολικού μουδιάσματος απέναντι στο θερμοπυρηνικό τρόμο και της γενικευμένης ανασφάλειας για την «επόμενη μέρα». Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με τις μεγάλες ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα διεθνώς και την οικονομικο-κοινωνική ανάπτυξη που συντελείται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, προκαλεί την υποχώρηση της αντικομμουνιστικής υστερίας και απελευθερώνει την αμερικανική πνευματική ζωή από τη μακαρθική παράνοια, που την καταδίκαζε σε διανοητική τελμάτωση. Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του ’50 οι Η.Π.Α. αρχίζουν να βιώνουν μια πρωτόγνωρη για τα αμερικανικά δεδομένα πνευματική άνθηση συνοδευμένη από έντονη διανοητική δραστηριότητα, η οποία βρίσκει την έκφρασή της -εκτός των άλλων- σε πολυπληθείς έρευνες και μελέτες κοινωνικών επιστημόνων ενταγμένες στο πλαίσιο μιας πιο νηφάλιας και κριτικής αποτίμησης της μεταπολεμικής διπολικής κατάστασης και έντονα επηρεασμένες από τις ιδέες και τις θέσεις μιας νέας Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που πρωτοεμφανίζεται δυναμικά στην ακαδημαϊκή ζωή της Αγγλίας[2].

Τους προβληματισμούς και τις θεωρητικές αναζητήσεις των ριζοσπαστών διανοουμένων, που εκπηγάζουν από τη γενικότερη τάση αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος, εισπράττει μια μερίδα νεαρών φοιτητών -προερχόμενων στην πλειονότητά τους από μεσοαστικές οικογένειες- που στο κατώφλι της ενηλικίωσής τους ανακαλύπτουν με οδυνηρή έκπληξη ότι η εικόνα της ιδανικής δημοκρατικής κοινωνίας της αφθονίας, με την οποία είχαν γαλουχηθεί, μακράν απέχει από την πραγματική. Την αμαυρώνουν, κατ’ αρχήν, η εξαθλίωση ενός μεγάλου αριθμού Αμερικανών[3] και οι φυλετικές διακρίσεις που κυριαρχούν στις Νότιες, ιδιαίτερα, Πολιτείες[4] και εκφράζονται, στην πιο απλή περίπτωση, με απαγόρευση του συγχρωτισμού Λευκών και Μαύρων σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής, στην πιο σύνθετη, με πράξεις βίας και ωμότητες εναντίον των τελευταίων, μηδέ και των δολοφονιών εξαιρουμένων. Ο ρατσιστικός αυταρχισμός, απόλυτος στο Νότο – αμβλυμμένος αλλά υπαρκτός και στο Βορρά, και ο κοινωνικός αποκλεισμός των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων, δεν είναι τα μόνα προβλήματα που εντοπίζουν οι κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι φοιτητές. Πλάι σ’ αυτά, παρά την ύφεση του μακαρθισμού, εξακολουθεί να επιβιώνει το κλίμα συνωμοσιολογίας, τρομοκρατίας και αστυνόμευσης των συνειδήσεων και να υφίστανται οι επιτροπές πολιτικών διώξεων των «αντεθνικώς» δρώντων και σκεπτόμενων Αμερικανών.

Τα παθογενή, αυτά, σύνδρομα της αμερικανικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με το μηχανοποιημένο– αλλοτριωτικό τρόπο ζωής[5] και τον τεχνοκρατικό ολοκληρωτισμό, ο οποίος κυριαρχεί σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συγκλονίζουν τους μέχρι πρότινος εφησυχασμένους, ασφαλείς, κοινωνικά αδιάφορους και πολιτικά αδρανείς νέους, τους ευαισθητοποιούν στα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα και ενισχύουν τη βούλησή τους να εργαστούν προς την κατεύθυνση ριζικών αλλαγών για τη δημιουργία μιας αυθεντικής δημοκρατικής κοινωνίας. Τη διάθεσή τους αυτή εκφράζει σε πρακτικό επίπεδο η ίδρυση, το Καλοκαίρι του 1960, του Συλλόγου «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» (“Students for a Democratic Society” – S.D.S.) (από ένα μικρό αριθμό φοιτητών των ελίτ Πανεπιστημίων του Yale, του Michigan και του Columbia), ο οποίος θα αναδειχθεί σε καταλύτη για τις εξελίξεις στο φοιτητικό κίνημα, και ενισχύει το Κίνημα των Μαύρων αγωνιστών για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και την εξασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων τους.

Η ιστορική συγκυρία είναι πρόσφορη για την ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση και την ενεργή δραστηριοποίηση των φοιτητών. Η ανάληψη, το Νοέμβριο του 1960, της Προεδρίας των Η.Π.Α. από τον John F. Kennedy, ένα νεαρό πολιτικό με δημοκρατικό φρόνημα και προγραμματικές θέσεις την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την κάθαρση της πολιτικής ζωής και την ομαλοποίηση των σχέσεων Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργεί κλίμα ενθουσιασμού και αισιοδοξίας για την κοινωνική αναδιοργάνωση που ονειρεύονται. Η φιλελεύθερη στροφή στην πολιτική ζωή που, κάτω από την πίεση των αδιεξόδων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, υιοθετεί, τους εμπνέει και τους κινητοποιεί μετασχηματίζοντας την ιδεολογία τους σε ακτιβισμό με επίκεντρο αφενός την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων σ’ όλες τις εθνοτικές ομάδες που, έχοντας συρρεύσει στις Η.Π.Α. με την ευρεία μετανάστευση, διεκδικούν την πλήρη ενσωμάτωσή τους στην αμερικανική κοινωνία, αφετέρου την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας του λόγου και των συνειδήσεων και την οικοδόμηση μιας γνήσιας δημοκρατίας.

Η μεταστροφή της γενιάς του ’60 σε ενεργά δρώσα και πολιτικά συμμετέχουσα συντελείται μέσα στα Πανεπιστήμια, τα οποία, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και υπό την πίεση της επείγουσας ανάγκης να καταστεί το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεσματικό στις προκλήσεις των καιρών, έχουν μεταμορφωθεί, υποβοηθούσης της τοπικής και διεθνούς συγκυρίας, σε επιχειρησιακά κέντρα πλήρως ενσωματωμένα στο κοινωνικό σύστημα και με απεριόριστες δυνατότητες να ρυθμίζουν τη ζωή των φοιτητών -παροντική και μελλοντική- ερήμην τους. Η διαστρέβλωση, όμως,  του κοινωνικού ρόλου του Πανεπιστημίου ως οργανισμού ταγμένου αποκλειστικά στη μετάδοση παιδείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων δημοκρατικών πολιτών και την προκοπή του κοινωνικού συνόλου, η μετατροπή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε συστημικό στοιχείο της ανταγωνιστικής τεχνοκρατικής κοινωνίας και η απόλυτη εμπλοκή της στην πολιτική ζωή της χώρας, έχουν μεταφέρει στον πανεπιστημιακό μικρόκοσμο όλα τα προβλήματα της αλλοτριωτικής κοινωνίας της αφθονίας και της κατανάλωσης, των οποίων γίνονται μάρτυρες και μέτοχοι τα νεαρά παιδιά με την είσοδό τους στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Η απομυθοποίηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και η συνειδητοποίηση του παραλογισμού της τεχνοκρατικής κοινωνίας, όπως αντανακλώνται σ’ αυτά, προκαλεί την οδυνηρή έκπληξη των κοινωνικά ευαισθητοποιημένων νεαρών φοιτητών -οι οποίοι, κατά «περίεργη» σύμπτωση, φοιτούν στα ελίτ Πανεπιστήμια και αποτελούν τη διανοητική αφρόκρεμα του φοιτητικού πληθυσμού- και την έντονη αντίδρασή τους, την οποία μεταφράζουν στη συγκρότηση μιας ριζοσπαστικά αριστερής φοιτητικής παράταξης, οργανωτικά άμορφης και ιδεολογικά προσανατολισμένης στο μαρξισμό και τον αναρχισμό. Η εν λόγω παράταξη, ολιγάριθμη αλλά δυναμική, διευρύνει, προϊόντος του χρόνου, τον αριθμό των μελών της και διεισδύει σε όλο και περισσότερα Πανεπιστήμια μεταδίδοντας το ριζοσπαστικό της πνεύμα και προσανατολίζοντας τους φοιτητές στη δραστική αντιμετώπιση των βασικών κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία, όμως, διαχωρίζουν σαφώς από τα ενδοπανεπιστημιακά ζητήματα, που εξακολουθούν να τα αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο των εσωτερικών κανονισμών με απόλυτο σεβασμό στην εξουσία των πανεπιστημιακών αρχών.

Μέχρι το Φθινόπωρο του 1964. Τότε, για πρώτη φορά, αφενός το βαρύ πολιτικό κλίμα, προϊόν της δολοφονίας του John F. Kennedy και της αναδίπλωσης της αμερικανικής κοινωνίας σε συντηρητικότερες θέσεις λόγω της ισχυροποίησης των Ρεπουμπλικάνων, αφετέρου ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων, συνέδεσαν άμεσα την κοινωνική με την πανεπιστημιακή ζωή, μετατόπισαν το ενδιαφέρον των πολιτικοποιημένων φοιτητών από την κοινωνία στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και μετασχημάτισαν την ιδεολογία τους σε μαχητικό ακτιβισμό. Αιχμή του δόρατος αποτέλεσαν τα γεγονότα που αναστάτωσαν το Πανεπιστήμιο του Berkeley το Σεπτέμβριο του 1964, προκάλεσαν την πρώτη εκδήλωση φοιτητικής απείθειας στην πανεπιστημιακή διοικητική ιεραρχία και δρομολόγησαν συνεκτικές φοιτητικές προκλήσεις στο όλο σύστημα εξουσίας των αμερικανικών Πανεπιστημίων.

Την εμπειρία του Berkeley, στην οποία υποστασιώνεται για πρώτη φορά η αμφισβήτηση του κύρους και του δικαιώματος των πανεπιστημιακών αρχών να ρυθμίζουν αυταρχικά τη ζωή των φοιτητών, προκάλεσαν ο διοικητικός αυταρχισμός του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, και ειδικά αυτός του Berkeley, και η ολοκληρωτική υποταγή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας των Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του Ιουνίου στο Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων που πραγματοποιείται στο Σαν Φραντσίσκο στο πλαίσιο του σκληρού προεκλογικού αγώνα ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Συντηρητικούς, Ριζοσπάστες και Δημοκρατικοί φοιτητές, από κοινού, εναντιώνονται με ασυνήθιστα μαχητική διάθεση στις υπερσυντηρητικές θέσεις του Barry Goldwater, υποψήφιου για την Προεδρία της χώρας και κύριου ομιλητή του Συνεδρίου, στις οποίες χρεώνουν τη δολοφονία τεσσάρων Λευκών φοιτητών – μελών του Συμβουλίου για τη Φυλετική Ισότητα από τους ρατσιστές της Πολιτείας του Mississippi.

Η έντονη αντίδραση των φοιτητών σε πολιτικές θέσεις με το σκεπτικό ότι είναι επικίνδυνες για την κοινωνική-πολιτική ζωή, αποτελεί πρωτοφανές γεγονός για τα πανεπιστημιακά δεδομένα που ανησυχεί τη Διοικητική ιεραρχία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, καθώς αναδεικνύει ένα φοιτητικό ριζοσπαστισμό ο οποίος όχι μόνον απειλεί τα κεκτημένα της και διαταράσσει τη λειτουργία του πανεπιστημιακού μηχανισμού, αλλά και εγκυμονεί κινδύνους για τη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας. Υπό την πίεση, λοιπόν, των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Πανεπιστημίου του Berkeley που πρόσκεινται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα και στην προσπάθειά της να ελέγξει τη διάδοση ανατρεπτικών ιδεών και να αποτρέψει την ενδυνάμωση της φοιτητικής αντίδρασης, η Διοίκηση του μεγαλύτερου και σημαντικότερου αμερικανικού Πανεπιστημίου αποφασίζει να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στους αμφισβητίες παγιωμένων εξουσιών περιστέλλοντας -κατά παράβαση του παραδοσιακά ισχύοντος πανεπιστημιακού έθους- τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους ως πολιτών να δραστηριοποιούνται κοινωνικά και να εκφράζονται ελεύθερα. Και σπεύδει να υλοποιήσει άμεσα την ειλημμένη απόφασή της απαγορεύοντάς τους στο εξής την πρόσβαση σε μια πανεπιστημιακή έκταση η οποία εθιμικά για δεκαετίες αποτελούσε έδρα της κοινωνικής - πολιτικής τους δράσης και βήμα ελεύθερης έκφρασής τους[6]. Ο πρωτοφανής, όμως, έλεγχος της κοινωνικο-πολιτικής δράσης των φοιτητών, παράγωγο του διοικητικού αυταρχισμού και καρπός της απεριόριστης εξουσίας των Διοικήσεων των Πανεπιστημίων σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας τους, συσπειρώνει τους φοιτητές όλων των ιδεολογικο-πολιτικών τάσεων ενάντια στις αντιδημοκρατικές διοικητικές πρακτικές και αυθαιρεσίες, διαταράσσει την τυπική συναίνεση Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και φοιτητών και μετασχηματίζει τη ριζοσπαστική ιδεολογία των τελευταίων σε μαχητικό ακτιβισμό, τον οποία εκφράζουν με μια σειρά  ειρηνικών μορφών διαμαρτυρίας (διαδηλώσεις, αποχές από τα μαθήματα, κατάληψη του κτηρίου Διοίκησης), με αίτημα την άρση της επίμαχης απαγόρευσης[7].

Οι δραστικές αυτές ενέργειες των φοιτητών όχι μόνο συνιστούν την πρώτη επίσημη μαρτυρία της μεταστροφής της «Σιωπηλής Γενιάς» σε ενεργά πολιτικά υποκείμενα που διεκδικούν δυναμικά την ικανοποίηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους, αλλά και σηματοδοτούν την απαρχή μιας ουσιαστικής κρίσης του πανεπιστημιακού κατεστημένου καθώς η πλειονότητα των ακαδημαϊκών δασκάλων τάσσεται αλληλέγγυα των φοιτητών τους[8]. Παρόλα ταύτα, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου του Berkeley, υποτιμώντας τη σημασία τους, επιλέγει να διαχειριστεί την κρίση ζητώντας την επέμβαση αστυνομικών για την αποδυνάμωσή της και τιμωρώντας τους πρωταίτιους της «εξέγερσης» με διακοπή της φοίτησής τους. Και χάνει το παιχνίδι. Η παραβίαση του ασύλου του μεγαλύτερου σε ακαδημαϊκό κύρος κρατικού Πανεπιστημίου της Αμερικής από τους μηχανισμούς έννομης βίας μετά από πρόσκληση της ίδιας του Διοίκησης, κατά το πρότυπο επιβολής «του νόμου και της τάξης» στα Λατινοαμερικανικά Πανεπιστήμια, όχι μόνον ενδυναμώνει την αντίδραση των φοιτητών και οξύνει την υπάρχουσα κρίση, αλλά, επιπλέον, διεγείρει το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, προκαλεί ευρεία υποστήριξη των φοιτητικών θέσεων και επισύρει την προσοχή προοδευτικών διανοουμένων και διακεκριμένων Κοινωνικών Επιστημόνων στα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν τη φοιτητιώσα νεολαία, τα οποία αναλαμβάνουν να αναδείξουν και να προωθήσουν[9].

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου του Berkeley αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη πολιτική και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της ανακαλώντας, δια του νέου καγκελάριου Martin Meyerson, τη διακοπή φοίτησης των «τιμωρημένων» φοιτητών και αίροντας την απαγόρευση διοργάνωσης ανοιχτών συζητήσεων και πολιτικών δράσεων στους χώρους του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος[10]. Την αρχική ευφορία των πολιτικοποιημένων φοιτητών για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, την οποία επιτείνει η εκ νέου ανάληψη της Προεδρίας της χώρας από τους Δημοκρατικούς το Νοέμβριο του 1964 και οι εξ αυτής απορρέουσες προσδοκίες τους από μια αναμενόμενη κοινωνικο-πολιτική αναδιάρθρωση σύστοιχη με τις επιθυμίες και τα οράματά τους, διαδέχονται πολύ σύντομα η απογοήτευση και η διάψευση των ελπίδων τους. Ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. Lyndon Johnson, που πήρε τη θέση του δολοφονημένου προκατόχου του, αποφασίζει την ανοιχτή πολεμική επέμβαση στο Β. Βιετνάμ[11] προκαλώντας με τη συγκεκριμένη επιλογή του ένα κύμα μαζικών αντιπολεμικών εκδηλώσεων, στις οποίες πρωτοστατούν δυναμικά οι φοιτητές καταδικάζοντας την αμερικανική επεκτατική πρακτική και την αποικιακή πολιτική της χώρας τους.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ λειτούργησε ως καταλύτης στο φοιτητικό κίνημα.  Αποκαλύπτοντας το βαθμό εμπλοκής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην πολιτική ζωή της Αμερικής και της ενσωμάτωσης των Πανεπιστημίων στα κέντρα εξουσίας της ως συστήματος υπηρετικού της κυβέρνησης και του στρατιωτικο-βιομηχανικού κατεστημένου[12], συνέβαλε, κατά πρώτον, στη μετατόπιση του κέντρου βάρους των προβληματισμών των φοιτητών από τη γενικότερη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν σε ενδοπανεπιστημιακό επίπεδο, τα προγράμματα σπουδών, δηλαδή, και το είδος της παρεχόμενης γνώσης, αλλά -κυρίως- την αλλοίωση του αυτόνομου χαρακτήρα του «φιλντισένιου πύργου» τους, με την πρόθυμη συμβολή των πανεπιστημιακών δασκάλων[13]. Η οδυνηρή αποκάλυψη της άλωσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τον εξωτερικό κόσμο, που γινόταν πιο συγκεκριμένη από τη συνειδητοποίηση της ποικιλότροπης σύνδεσης του Πανεπιστημίου μ’ έναν πόλεμο ο οποίος, αφενός, στη συνείδηση των Ριζοσπαστών φοιτητών είχε εγγραφεί ως άδικος, ανήθικος και καταστροφικός, αφετέρου -σε πολύ πιο πραγματιστικό επίπεδο- συνιστούσε γι’ αυτούς τραγική περιπέτεια ζωής ή θανάτου[14], προσέδωσε στο φοιτητικό κίνημα επαναστατικό χαρακτήρα μετατρέποντας την ιδεολογικο-πολιτική στάση των φοιτητών, η οποία απευθυνόταν στο ήθος και την ηθική, σε μαχητικό ακτιβισμό, που εναντιωνόταν σε κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας στοχεύοντας στην ανατροπή της.

Παράλληλα, ο ριζικός μετασχηματισμός του Κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων σε επαναστατικό κίνημα, γνωστό ως Κίνημα της Μαύρης Δύναμης[15], τον οποίο προκάλεσε η στασιμότητα και το αδιέξοδο της υπόθεσής τους, η διαιώνιση των ρατσιστικών εκτρόπων και η απουσία βελτιωτικών κοινωνικών αλλαγών από μια κυβέρνηση που ευαγγελιζόταν τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές, επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση προσανατολισμών και τακτικών του φοιτητικού κινήματος, του παρείχε μια ευρεία γκάμα «τεχνολογιών της επανάστασης» και αγωνιστικών προτύπων και συνέβαλε στην ενδυνάμωσή του μπολιάζοντας τις μεθόδους δομής και οργάνωσής του.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, κατά τη διετία 1966-68 το φοιτητικό κίνημα, διευρυμένο εξαιτίας της προσέλκυσης ικανού αριθμό νέων μελών, συμπαγές λόγω συγκεκριμενοποίησης κοινά αποδεκτών στόχων, πλάνου δράσης και τακτικών και ισχυροποιημένο χάρη στη διαμόρφωση ενός μεγάλου σώματος συμπαθούντων, αντεπιτίθεται μαζικά και δυναμικά με κυρίαρχα αιτήματα την πλήρη αποδέσμευση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας[16] και την εσωτερική αναδιάρθρωση των Πανεπιστημίων[17]. Οι δυναμικές, ωστόσο, διαδηλώσεις και οι μαζικές διαμαρτυρίες των φοιτητών μένουν χωρίς ανταπόκριση από τις πανεπιστημιακές αρχές, ακαδημαϊκές και διοικητικές. Η μεταστροφή του Πανεπιστημίου σε τεχνοκρατικό εταιρικό οργανισμό δημόσιου συμφέροντος, οι σύγχρονες απαιτήσεις για συμβατή με την τεχνοκρατική κοινωνία εκπαίδευση και τα ιδιαίτερα συμφέροντα πανεπιστημιακών και Διοικήσεων, τις ακυρώνουν ως μέσο πίεσης για τις επιθυμητές ριζικές αλλαγές[18].

Mε δεδομένο αυτό το γεγονός, οι Ριζοσπάστες φοιτητές αναγκάζονται -σε δεύτερο στάδιο- να επιλέξουν τις βίαιες κινητοποιήσεις και τις ανοιχτές συγκρούσεις με τις κυρίαρχες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δυνάμεις εγκαταλείποντας την ιδεολογία της φοιτητικής νομιμοφροσύνης που, μέχρι τότε, αποτελούσε οδηγό των ενεργειών τους. Τη νέα τακτική τους εγκαινιάζουν τον Απρίλιο του 1968 σε μια μετωπική τους σύγκρουση με τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου Columbia, την οποία εγκαλούν τόσο για την κυριολεκτική υπαγωγή του πανεπιστημιακού ιδρύματος στους πολεμικούς μηχανισμούς[19] και την αναλγησία της απέναντι σε «απόκληρους» της αμερικανικής κοινωνίας[20], όσο και για την απροθυμία της, στην καλύτερη περίπτωση, να προστατεύσει τους φοιτητές του Πανεπιστημίου από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά και τις αυταρχικές πρακτικές της, που συνιστούν καταστρατήγηση της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα ελευθερίας τους[21].

Ειδοποιά στοιχεία της συγκεκριμένης βίαιης αναμέτρησης, δεν είναι μόνον ο μαχητικός ριζοσπαστισμός των πολιτικοποιημένων φοιτητών, που, έχοντας εγκαταλείψει τις ειρηνικές διαδηλώσεις τους, προσανατολίζονται σε συνειδητές και εσκεμμένες επαναστατικές ενέργειες παρακώλυσης της λειτουργίας του Πανεπιστημίου[22], και η ιδιαίτερη συσπείρωση απαθών κι αμέτοχων -μέχρι τότε- συμφοιτητών τους. Είναι, επιπλέον, η -για πρώτη φορά από την εκδήλωση του κινήματος- ενεργή στήριξη των φοιτητικών δράσεων από ένα μικρό, έστω, ποσοστό ακαδημαϊκών δασκάλων, οι οποίοι προθυμοποιούνται να αναλάβουν διαμεσολαβητικό ρόλο για την εκτόνωση της κρίσης[23], και η εξαιρετικά έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο campus έως το Σεπτέμβριο του 1968 ως απότοκο της διοικητικής αδιαλλαξίας και της αστυνομικής επέμβασης (30 Απριλίου) για τη επιβολή της τάξης. Κυρίως, όμως, είναι η καταρράκωση του κύρους της Διοίκησης, το οποίο πλήττει σοβαρά η αναγκαστική, τελικά, παραίτηση του Προέδρου της, Kirk και η ικανοποίηση των περισσότερων φοιτητικών αιτημάτων[24], όπως επίσης και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις -με τα ίδια αιτήματα- που ξεσπούν σ’ ένα μεγάλο αριθμό Πανεπιστημίων των Η.Π.Α., στην πλειοψηφία τους υψηλού status, ιδιωτικού καθεστώτος και ελιτιστικού χαρακτήρα[25].

Η εξάπλωση των μαχητικών φοιτητικών αντιδράσεων, οι οποίες γίνονται σφοδρότερες και βιαιότερες προσλαμβάνοντας τη μορφή πραγματικής εξέγερσης στα τέλη του Απριλίου του 1970, όταν η κυβέρνηση Nixon αποφασίζει την αμερικανική επέμβαση στην Καμπότζη[26] ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ διαρκεί ακόμη, μοιάζει να προοικονομεί την ουσιαστική νίκη των φοιτητών επί της καθεστηκυίας τάξης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα σηματοδοτεί την απαρχή του τέλους του φοιτητικού αγώνα, καθώς συσπειρώνει όλες τις ταγμένες στη διατήρηση του status quo δυνάμεις -κυβέρνηση, Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους πολιτικούς και διανοούμενους, πανεπιστημιακή κοινότητα- σε μια προσεκτικά οργανωμένη και σχολαστικά μεθοδευμένη αντεπίθεση[27] με κυρίαρχα στοιχεία της την κατασυκοφάντηση του ακτιβιστικού κινήματος[28] και την έντεχνη διάσπαση των γραμμών του δια της μεθόδου «διαίρει και βασίλευε»[29], αφενός, την περικοπή δαπανών και τη συρρίκνωση των εκχωρούμενων -μέχρι τότε- πόρων στα Πανεπιστήμια, αφετέρου, στο πλαίσιο νεοφιλελεύθερων σχεδιασμών και στο όνομα της οικονομικής κρίσης που από τις αρχές του ’70 πλήττει το δυτικό κόσμο[30]. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των μεθοδεύσεων, αρχίζει από το 1972 η σταδιακή υποχώρηση του φοιτητικού ριζοσπαστισμού, στην οποία μερτικό έχει και η ίδια η ζωή με τις πιεστικές απαιτήσεις της[31], και η αποκατάσταση της ηρεμίας στην πανεπιστημιακή ζωή. Οι πανεπιστημιακές αρχές ανενόχλητες διαμορφώνουν το χαρακτήρα του σύγχρονου Πανεπιστημίου προσδίδοντάς του εργαλειακή διάσταση και επιχειρησιακό πνεύμα, συμβατά με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία[32]. Και το φοιτητικό κίνημα, από αισιόδοξο μήνυμα κοινωνικών ανατροπών και ελπιδοφόρων προοπτικών για τη δημιουργία μιας γνήσιας δημοκρατικής κοινωνίας, μετατρέπεται σε πικρή εμπειρία, νοσταλγική ανάμνηση και ωφέλιμο δίδαγμα για τις επερχόμενες γενιές, αν, βέβαια, θελήσουν να αντλήσουν συμπεράσματα από την «ιστορία» του.

[1] Βλ. Irving Louis Horowitz and William H. Friedland, The Knowledge Factory: Student Power and Academic Politics in America, Chicago, Adline Publishing Co, 1970, ό.π. σσ. 91, 97.
[2] Συμβατικό γενέθλιο της αγγλικής Νέας Αριστεράς θεωρείται η χρονιά 1957, οπότε πρωτοεκδίδονται από μια ομάδα πανεπιστημιακών δασκάλων δύο περιοδικά κοινωνικού προβληματισμού, το Universities and Left Review και το The New Reasoner, τα οποία συγχωνεύονται το 1959 στο New Left Review. Βλ. Paul Jacobs and Saul Landau, The New Radicals: A Report with Documents, New York, Random House, σσ. 9-10.
[3] Τη φτώχεια και την εξαθλίωση στην οποία ήταν καταδικασμένα να ζουν τριάντα με σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες, αποκάλυψε το 1963 ο Michael Harington με τη δημοσίευση του βιβλίου του, The Other America: Poverty in the United States, Baltimore, Peguin, 1963,  το οποίο αναστάτωσε τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α Kennedy, που ανήγαγε σε προτεραιότητα την καταστολή τους.
[4] Για τις φυλετικές διακρίσεις βλ. ενδεικτικά Arnold Rose, The Negro in America, New York, Harper Torchbooks, 1964 και Bernard E. Segal (ed.), Racial and Ethnic Relations, New York, Thomas Crowell Co. 1966.
[5] Η αλλοτρίωση εμβιώθηκε από τους φοιτητές της Νέας Αριστεράς όχι με τη μαρξιστική έννοιά της, ως αποξένωση του ανθρώπου από τα μέσα και το προϊόν παραγωγής, αλλά ως απονέκρωση της ευαισθησίας του ανθρώπου για τον άνθρωπο και τη ζωή του, ως απαξίωση των στοιχείων της προσωπικότητάς του, που συντελεί, μοιραία, στον υποβιβασμό του σε αντικείμενο και τη συνακόλουθη εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευσή του. Βλ. Τheodore Roszak, The Making of a Counter Culture: Reflections on the Technocratic Society and its Youthful Opposition, New York, Doubleday and Co., 1968, σ. 58 και Kenneth Keniston, The Uncommitted: Alienated Youth in American Society, New York, A Delta Book, 1960, σσ. 163-209.
[6] Πρόκειται για την ιστορική οδό Bancroft and Telegraph, τμήμα της πανεπιστημιακής έκτασης όπου εθιμικά εδραζόταν για δεκαετίες η κοινωνική δράση των φοιτητών, διενεργούνταν έρανοι και συλλέγονταν υπογραφές για προώθηση θεμάτων άμεσου κοινωνικού ενδιαφέροντος, πραγματοποιούνταν συζητήσεις και διανέμονταν ενημερωτικά φυλλάδια για σημαντικά κοινωνικά θέματα, εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις και διοργανώνονταν δημόσιες διαλέξεις κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου από εξωπανεπιστημιακούς ομιλητές, προσκεκλημένους των φοιτητικών συλλόγων. Βλ. James Cass, “What Happened at Berkeley” στο Christopher G. Katope and Paul C. Zolbrod (eds), Beyond Berkeley: A Sourcebook in Student Values, New York, Harper & Row, 1966, σσ. 7-25 και Joseph Gusfield, “Beyond Berkeley” στο Howard S. Becker (ed.), Campus Power Struggle, Chicago, Aldine Publishing Co., 1970, σσ. 15-26.
[7] Βλ. Samuel Kaplan, “The Revolt of an Elite: Sources of the F.S.M. Victory” στο Christopher G. Katope and Paul C. Zolbrod (eds), Beyond Berkeley: … ό.π. σσ. 89-117.
[8] Hal Draper, Berkeley: The New Student Revolt, New York, Grove Press, 1965, σσ. 130-3.
[9] Ενδεικτικά βλ. Irving Howe, Student Activism, Indianapolis, Bobbs – Merrill Co., 1967, Seymour Martin Lipset, Student Politics, New York, Basic Books, 1967 και Irving L. Horowitz and William H. Friedland, ό.π.
[10] Ας σημειωθεί ότι η ανάκληση της απαγόρευσης είναι μερική, αφού ο Meyerson προσδιορίζει σαφώς συγκεκριμένες ώρες για την πραγματοποίηση κοινωνικο-πολιτικών εκδηλώσεων, και αποσκοπεί βασικά στο να αποσοβηθεί η εκπαιδευτική-κοινωνική κρίση, να επανέλθει η ηρεμία στο πανεπιστημιακό campus και να αποκατασταθεί η ενδοπανεπιστημιακή συναίνεση προσφέροντας στους φοιτητές την ψευδαίσθηση μιας ουσιαστικής νίκης επί του αντιδημοκρατικού διοικητικού αυταρχισμού. Βλ. Hal Draper, Berkeley: The New …, ό.π. σσ. 137-145.
[11] Η πολιτική επίδειξης ισχύος και απόδειξης της παντοδυναμίας των Η.Π.Α. στις διεθνείς τους σχέσεις που ο πόλεμος αυτός εξέφραζε, αποτέλεσε αντικείμενο της εκμετάλλευσης της κοινωνικής συναίνεσης την οποία έχει εξασφαλίσει ο νέος Πρόεδρος ως εκφραστής της «Μεγάλης Κοινωνίας» και του πολιτικού εκδημοκρατισμού. Για το θέμα αυτό βλ. Marvin E. Gettleman & David Mermelstein (eds), The Great Society Reader, New York, A Vintage Book, 1967.
[12] Κατά τη δεκαετία του ’60, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στο όνομα του γενικότερου τεχνοκρατικού αυταρχισμού που χαρακτηρίζει την αμερικανική κοινωνία, έχουν μεταβληθεί σε οργανισμούς δημόσιου συμφέροντος εντεταλμένους στην παροχή εργαλειακών γνώσεων, απαραίτητων για την ικανοποίηση των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών και των εκτεταμένων απαιτήσεων του αμερικανικού κράτους, την «παραγωγή» εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού για τις βιομηχανίες και την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων -χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση, τη C.I.A., το στρατό και τις βιομηχανίες- για την προώθηση των συμφερόντων οικονομικών και πολιτικών κύκλων. Βλ.  Σπ. Ράσης, ό.π. σ. 364-9. Αποδεικτικό στοιχείο αυτής της σχέσης Πανεπιστημίων - κέντρων εξουσίας της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και των καταστροφικών επιπτώσεών της, αποτέλεσε το επιστημονικό σκάνδαλο που ξέσπασε με την αποκάλυψη του -χρηματοδοτούμενου από το Υπουργείο Άμυνας και υλοποιούμενου από ακαδημαϊκούς- προγράμματος “Camelot”. Στα πλαίσια αυτού, αποστέλλονταν σε διάφορες «υπό ανάπτυξιν» χώρες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής πανεπιστημιακοί με φαινομενικό, μεν, στόχο να προσφέρουν τις επιστημονικές γνώσεις και τις υπηρεσίες τους στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή τους, στην πραγματικότητα, όμως, προκειμένου να μελετήσουν και να απεργαστούν σχέδια αντεπίθεσης σε περίπτωση που οι λαοί αυτών των κρατών αντιδράσουν στην επιβολή της αμερικανικής εξουσίας και των θελήσεών της δυτικής υπερδύναμης. Για μια ενδελεχή μελέτη αυτού του φαινομένου αγαστής συνεργασίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης και του πολιτικού, στρατιωτικού και βιομηχανικού κατεστημένου βλ. Irving L. Horowitz, The Rise and Fall of Project “Camelot”: Studies in the Relationship between Science and Political Politics, Cambridge, Mass., M.I.T. Press, 1967 και James Ridgeway, The Closed Corporation:. American Universities in Crisis, New York, Random House, 1968.
[13] Μια από τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες αυτής της σύμπραξης πολεμικών μηχανισμών και Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και της υπαγωγής όλων των δομικών στοιχείων των τελευταίων (ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό, έρευνα, υποδομές) στις στρατιωτικές δομές ισχύος κι εξουσίας της αμερικανικής κοινωνίας, αποτελούν τα συμβόλαια τα οποία υπέγραψε η Dow Chemicals, κατασκευάστρια εταιρεία των βομβών Napalm και άλλων χημικών όπλων και κύρια τροφοδότρια πολεμικού υλικού του στρατού των Η.Π.Α., με τα μεγάλα αμερικανικά Πανεπιστήμια. Με τα συγκεκριμένα συμβόλαια ανατίθεται σε πανεπιστημιακούς δασκάλους η υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας όπλων μαζικής καταστροφής, η αποτελεσματικότητα των οποίων θα αποδειχθεί πολύ σύντομα και θα απεικονιστεί σε φωτογραφίες παραμορφωμένων πτωμάτων Βιετναμέζων αγροτών και παιδιών-λαμπάδων από τις βόμβες Napalm που τρέχουν στους δρόμους του Βιετνάμ ικετεύοντας μάταια τη σωτηρία τους. Το χειρότερο, ωστόσο, είναι η προκλητική συμπεριφορά της  Dow Chemicals, που επιχειρεί να εμπλέξει στα προγράμματα αυτά και φοιτητές παρέχοντάς τους ως αντάλλαγμα -με τη συνενοχή των αμερικανικών στρατιωτικών κέντρων- το δέλεαρ της εξαίρεσής τους από τη στράτευση, «προνομιακή» προσφορά που διαφημίζει με ανηρτημένα στους πανεπιστημιακούς χώρους πόστερς. Βλ. Σπ. Ράσης, ό.π. σ. 385.
[14] Οι δραματικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό που αυτός ο πόλεμος δημιούργησε, καταβλήθηκε προσπάθεια να καλυφθούν με την επέκταση του μέτρου της υποχρεωτικής στρατολογίας σε συγκεκριμένες ομάδες  φοιτητών, η επιλογή των οποίων έγινε, εκτός των άλλων, και με τις εξετάσεις τους σε ειδικά tests που ανέλαβαν τα ίδια τα Πανεπιστήμια. Η άμεση απειλή για τη ζωή τους που η ένταξή τους στις στρατιωτικές δυνάμεις συνεπαγόταν, οδήγησε τους Ριζοσπάστες φοιτητές σε συντονισμένες αντιπολεμικές διαδηλώσεις οι οποίες συγκλόνισαν την ακαδημαϊκή κοινότητα και την αμερικανική κοινωνία γενικότερα. Για την αντίθεση των φοιτητών στον πόλεμο και την επιστράτευσή τους βλ. Michael Ferber & Staughton Lynd, The Resistance, Boston, Beacon Press, 1971, σσ. 29-67.
[15] Ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων μετασχηματίζεται σ’ ένα κίνημα με συγκροτημένη δομή κι οργάνωση, επεξεργασμένες μεθόδους δράσης και σαφείς εθνικιστικούς στόχους την Άνοιξη του 1966 υπό την ηγεσία του Stokely Carmichael. Βλ. Jack Newfield, A Prophetic Minority, New York, A Signet Book, 1966, σ. 80. Το ειδοποιό στοιχείο του Κινήματος της Μαύρης Δύναμης είναι η εγκατάλειψη της, βασισμένης στη φιλοσοφία της μη-βίας, «αμυντικής» στάσης που είχε εισαγάγει στην πολιτική ζωή των Μαύρων Αμερικανών του Νότου από το 1956 ο Martin Luther King Jr. και η δυναμική διεκδίκηση των κοινωνικο-πολιτικών δικαιωμάτων των Αφρο-Αμερικανών με την ταυτόχρονη προβολή της ιδιαίτερης κουλτούρας τους. Βλ. Stokely Carmichael & Charles V. Hamilton, Black Power: The Politics of Liberation in America, New York, A Vintage Book, 1967 και Robert L. Scott & Wayne Brockriede, The Rhetoric of Black Power, New York, Harper and Row, 1971.
[16] Η ριζική διακοπή των σχέσεων στρατού, Πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών, η οποία, σε πρώτη φάση, θα εκφραστεί με την άμεση απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών τμημάτων και των ινστιτούτων που είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν σε πανεπιστημιακούς χώρους παραδοσιακά αφιερωμένους στη διανοητική μόρφωση και την ψυχική καλλιέργεια, διατυπώνεται επίσημα ως αίτημα και γίνεται ομόφωνα αποδεκτό από το σύνολο των προβληματισμένων φοιτητών το Καλοκαίρι του 1966 στο Συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Βλ. Kirpatrick Sale, S.D.S., New York, Vintage Books, 1974, σσ. 279-297.
[17] Κομβικής σημασίας για την αιτούμενη αναδιάρθρωση θεωρείται τόσο η παροχή «Γνώσεων Σχετικών» με τη σύγχρονη πραγματικότητα (Knowledge Relevance) όσο και η ενεργή ένταξη των φοιτητών στην ακαδημαϊκή -και την κοινωνική, γενικότερα- ζωή με τη συμμετοχή τους σε επιτροπές λήψης αποφάσεων για θέματα που αφορούν στο περιεχόμενο σπουδών τους, την κατάρτιση εσωτερικού κανονισμού του Πανεπιστημίου και την επαγγελματική εξέλιξη των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας Οι διεκδικήσεις των φοιτητών, οι στόχοι και η παιδαγωγική αξία τους τόσο για την ακαδημαϊκή όσο και για την κοινωνική ζωή, αναλύονται με πληρότητα στο άρθρο του Προέδρου του Bennington College, Edward J. Bloustein, “The New Student and His Role in American College” στο Walter P. Metzger (ed.), Dimensions of Academic Freedom, Urbana, University of Illinois Press, 1969, σσ. 92-121 και Joseph Schwab, College Curriculum and Student Protest, Chicago, The University of Chicago Press, 1969.
[18] Οι λόγοι της άκαμπτης στάσης των πανεπιστημιακών αρχών αναλύονται με σαφήνεια στις μελέτες των: Εverett Carll Ladd Jr. & Seymour M. Lipset, The Divided Academy: Professors and Politics, New York, W. W. Norton & Co., 1976, σσ. 203-218, Michael W. Miles, The Radical Probe: The Logic of Student Rebellion, New York, Atheneum, 1971, σσ. 147-164, Irving L. Horowitz and William H. Fried5land, ό.π. σσ. 149-184 και Σπ. Ράσης, ό.π. σσ. 370-375.
[19] Τη δυναμική αντίδραση των πολιτικοποιημένων φοιτητών, προκαλεί το γεγονός ότι από την επίσημη έναρξη του πολέμου του Βιετνάμ και για τρία ολόκληρα χρόνια το Πανεπιστήμιο Columbia στρατοκρατείται στην κυριολεξία αφενός έχοντας επιτρέψει την εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων και τη λειτουργία του Ινστιτούτου Ανάλυσης Εθνικής Άμυνας (Μάρτιος 1968) στους χώρους του, αφετέρου έχοντας συμβάλει ενεργά στη στρατολόγηση φοιτητών από τη C.I.A. για τις πολεμικές ανάγκες (Νοέμβριος 1966 – Φεβρουάριος 1967) και την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων από την κατασκευάστρια εταιρεία των βομβών Napalm, Dow Chemicals, για την κατασκευή προηγμένων όπλων μαζικής καταστροφής (Φεβρουάριος 1968). Περισσότερα για την κρίση που αντιμετωπίζει το εν λόγω Πανεπιστήμιο εξαιτίας της ανοιχτής σύγκρουσης με τους φοιτητές του για την ουσιαστική εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia: Report of The Fact-finding Commission. Appointed to Investigate the Disturbances at Columbia, New York, Vintage Books, 1968, σσ. 63-74 και Jerry L. Avon, Up Against the Ivy Wall: A History of the Columbia Crisis, New York, Atheneum, 1968, σσ. 28-36.
[20] Το Φεβρουάριο του 1968, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου αποφασίζει να προβεί στην υλοποίηση του προγραμματισμένου από χρόνια σχεδίου κατεδάφισης ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων -ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου- στο Harlem για την οικοδόμηση ενός νέου πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των μειονοτήτων και των φτωχών Αμερικανών που κατοικούν στην υποβαθμισμένη αυτή περιοχή και αγνοώντας τις αντιδράσεις τους. Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia:…, ό.π. σσ. 78-89.
[21] Η Διοίκηση του Πανεπιστημίου κατηγορείται ότι επέδειξε αδιαφορία για τη σύλληψη έξι φοιτητών από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Φεβρουαρίου του 1968, κυρίως, όμως, ότι σε μια σειρά φοιτητικών διαμαρτυριών που, μέχρι τις 22 Απριλίου του ίδιου χρόνου, αποτέλεσαν καθημερινή πρακτική του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, απάντησε με την ενεργοποίηση μιας ειλημμένης το Σεπτέμβριο του 1967 απόφασης του Προέδρου του Columbia, Grayson Kirk, με βάση την οποία απαγορεύονταν διαδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Περισσότερα για τις αιτίες της βαθιάς κρίσης που βιώνει το Πανεπιστήμιο βλ. Ellen Kay Trimberger, “Columbia: The Dynamics of a Student Revolution” στο Howard S. Becker, Campus Power Struggle … ό.π. σσ. 27-55, και ειδικά σσ. 33-4.
[22] Βλ. Jerry L. Avon, Up Against the Ivy Wall, ό.π. σσ. 144-180.
[23] Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia , ό.π. σσ. 143-155 και Ellen Kay Trimberger, ό.π. σσ.  48-9.
[24] Jerry L. Avon, ό.π. σ. 284.
[25] Τον αμερικανικό μαχητικό ακτιβισμό και την εξ αυτού απορρέουσα  κρίση της πανεπιστημιακής ζωής των Η.Π.Α. κατά την παρούσα συγκυρία πραγματεύονται με επάρκεια και πληρότητα οι παρακάτω μελέτες: Julian Foster & Durward Long (eds), Student Activism in America, ό.π. και Immanuel Wallerstein & Paul Starr, The University Crisis Reader, ό.π.
[26] Η αντίδραση που προκαλεί το νέο μιλιταριστικό εγχείρημα, ανοίγει ένα καινούριο κύκλο σφοδρών φοιτητικών αντιδράσεων ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν αυτές στο Kent State University της Πολιτείας του Οχάιο και Jackson State University της Πολιτείας του Mississippi. Στην πραγματική εξέγερση των φοιτητών των εν λόγω Πολιτειακών Πανεπιστημίων, οι Διοικήσεις τους απαντούν με την επιστράτευση της Πολιτοφυλακής ως  οργάνου καταστολής της και χρεώνονται τις βίαιες συμπλοκές που ακολουθούν με θύματα Λευκούς και Μαύρους φοιτητές. Για τον αντίκτυπο που είχαν τα συγκεκριμένα γεγονότα στην αμερικανική κοινωνία και την ενδυνάμωση του ριζοσπαστισμού που τα συνόδευσε βλ. R. E. Peterson, “Cambodia, Kent, Jackson and the Campus Aftermath”, Report Prepared for the Carnegie Commission on Higher Education, Berkeley, Calif., September 1970.
[27] Η πρωτόγνωρη δυναμική της φοιτητικής εξέγερσης και οι σοβαροί κίνδυνοι που εγκυμονεί για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και ισορροπίας, αναγκάζουν την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πιεστικό πρόβλημα, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, σε ιδεολογική βάση. Προς το σκοπό αυτό σπεύδει να ζητήσει τη συνδρομή Συντηρητικών και Φιλελεύθερων διανοουμένων για την καταδίκη της καταστροφικής για τη χώρα δράσης των Ριζοσπαστών φοιτητών, ως υποκινούμενων από αντεθνικά κίνητρα και ιδιοτελείς σκοπούς, και τη νομιμοποίηση του τεχνοκρατικού χαρακτήρα του Πανεπιστημίου ως οργανισμού δημόσιου συμφέροντος, που δικαιώνει την απόλυτη εμπλοκή του σε πολιτικά ζητήματα και την πλήρη ένταξή του στο κοινωνικό σύστημα. Για τη «συμβολή» των οργανικών διανοούμενων στο έργο αυτό, βλ. Edward Bloomberg, Student Violence, Washington, D. C., 1970, Robert O’ Neil et al., No Heroes, No Villains: New Perspectives on Kent State and Jackson State, San Francisco, Jessey Bass, 1972, Seymour M. Lipset (ed.), Student Politics, ό.π. , Seymour M. Lipset & Philip Altbach (eds), Students and Politics, Boston, Houghton Mifflin, 1969 και Charles Frankel, Education at the Barricades, New York, The Norton Library, 1968. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, προβαίνει στην επιστράτευση Κοινωνικών Επιστημόνων και τη σύσταση επιτροπών για την εξεύρεση επείγουσας λύσης στο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα  αλλά και την επεξεργασία σχεδίων για την αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών εκδηλώσεων εν τη γενέσει τους, προς αποφυγήν παρόμοιων περιπετειών. Η διαδικασία συγκρότησης επιτροπών «ειδικών» για τη μελέτη της κρίσης και την αποφόρτιση του τεταμένου κλίματος, άρχισε με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Nixon και επικεντρώθηκε στην περίπτωση του Πανεπιστημίου Columbia (Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia: Report of the Fact – Finding Commission Appointed to Investigate the Disturbances at Columbia, New York, ό.π.) για να συνεχιστεί με τη σύσταση τριών ακόμη, εστιασμένων στη γενικότερη πολιτική της φοιτητικής εξέγερσης και τις επιπτώσεις της στην αμερικανική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Βλ. Jerome H. Scolnick, The Politics of Protest, ό.π., President’s Commission, On Campus Unrest, Washington, D. C., Government Printing Office, 1970 και Carnegie Commission, On Higher Education. Dissent and Disruption, New York, Mc Graw Hill, 1971.
[28] Για τη συκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος από πολιτικούς και διανοούμενους βλ. Immanuel Wallerstein & Paul Starr eds), The University Crisis Reader… , ό.π. σσ. 373-468.
[29] Κομβικής σημασίας για τη διάσπαση του φοιτητικού μετώπου αποτέλεσε η διάλυση του βασικότερου φοιτητικού συντονιστικού οργάνου, του Συλλόγου «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία». Περισσότερα για την ουσιαστική συμβολή του άδοξου τέλους του στην καταστολή του φοιτητικού κινήματος βλ. Kirpatrick Sale, S.D.S , New York, 1973, σσ. 600-693.
[30] Συνέπεια της περιστολής των παρεχόμενων κονδυλίων είναι, κατά πρώτον, η επιλεκτική στέρηση οικονομικής ενίσχυσης (υποτροφιών, αμοιβών για την υποβοήθηση διδακτικού και ερευνητικού έργου) από πολιτικοποιημένους και κοινωνικά ευαισθητοποιημένους φοιτητές με ενεργή δράση και, κατά δεύτερον, η απόλυση Ριζοσπαστών ακαδημαϊκών -ακόμη και μονιμοποιημένων- που υπερασπίζονται την αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου, την ελευθερία των πανεπιστημιακών και τα αιτήματα των φοιτητών. [30] Βλ. Walter P. Metzger, “The American Academic Profession in <Hard Times>”, Daedalus, 104, Winter 1975, σσ. 27-30 και Committee A΄, “Academic Freedom and Tenure: City University of New York: Mass Dismissals Under Financial Exigency”, American Association of University Professors Bulletin, 63, 1977, σσ. 237-260.
[31] Οι ανάγκες της ζωής αποδείχθηκαν πολύ πιο ισχυρές από τον ενθουσιασμό, τον ιδεαλισμό και την κοινωνική ευαισθησία πολλών πρώην μαχητικών ακτιβιστών, όταν οι τελευταίοι χρειάστηκε, διαρκουσών των φοιτητικών συγκρούσεων, να «βγουν» στην κοινωνία και την αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσουν σε καθημερινή βάση τις οικονομικές δυσκολίες, τα προσωπικά προβλήματα και τις επαγγελματικές ανασφάλειες. Βλ. Michael W. Miles, “The Student Movement and the Industrialization of Higher Education”, Politics and Society, 4, 1974, σσ. 311-341.
[32] Βλ. S. Slaughter & L. Leslie, Academic Capitalism: Politics Policies and the Entrepreneurial University, Baltimore, John Hopkins University, 1997.



2. Bed In: η διάσημη αντιπολεμική διαμαρτυρία των John Lennon και Yoko Ono

Το 1969 και ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη, το θρυλικό σκαθάρι John Lennon και η σύζυγος του Yoko Ono πραγματοποίησαν μία από τις πιο... ιδιαίτερες διαμαρτυρίες που έχουν γίνει. Το πασίγνωστο Bed In, ήταν μία διαμαρτυρία υπέρ της ειρήνης, διάρκειας δύο εβδομάδων. Σκοπός του ζευγαριού ήταν η προώθηση της ειρήνης αλλά και των μη βίαιων τρόπων διαμαρτυρίας.

Δεδομένου ότι ο γάμος τους στις 20 Μαρτίου του 1969 θα ήταν ένα τεράστιο για τον τύπο γεγονός, το ζευγάρι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτή την χωρίς όρια δημοσιότητα προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αποφάσισαν λοιπόν να περάσουν το δικό τους γαμήλιο ταξίδι στην προεδρική σουίτα του ξενοδοχείου Χίλτον στο Άμστερνταμ από τις 25 έως και την 31η Μαρτίου, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και καλώντας τους δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο καθημερινά από τις 09:00 έως 21:00, προκειμένου να τραβήξουν φωτογραφίες και να κάνουν ερωτήσεις. Κι αν κάποιοι θεώρησαν ότι το Bed In θα περιελάμβανε τις οποιεσδήποτε ερωτικές περιπτύξεις το ζευγάρι αντίθετα δεν έχασε στιγμή το στόχο του και τον έλεγχο. Καθόντουσαν απλώς στο κρεβάτι, μιλώντας για την ειρήνη με συνθήματα όπως «Hair Peace» και «Bed Peace» να στολίζουν τους τοίχους του δωματίου. Drove from Paris to the Amsterdam Hilton Talking in our beds for a week The newspapers said say what're you doing in bed I said we're only trying to get us some peace. (From: The Ballad of John and Yoko)


Ο δεύτερος γύρος του Bed-In ήταν προγραμματισμένος να διεξαχθεί στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να προσδοθεί περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο στη διαμαρτυρία. Η λογική ήταν να ζητήσουν το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ μέσα στην καρδιά της Αμερικής προσελκύοντας την προσοχή και την υποστήριξε κυρίως των νέων που δήλωναν αντίθετοι στον πόλεμο. Ωστόσο, η είσοδος στη χώρα είχε απαγορευτεί στον John Lennon λόγο της καταδίκης σε βάρος του για κατοχή κάνναβης το 1968. Έτσι η διαμαρτυρία μεταφέρθηκε αρχικά στις Μπαχάμες και κατόπιν στο Μόντρεαλ. Εκεί έμειναν στα δωμάτια 1738 και 1742 στο ξενοδοχείο Queen Elizabeth. Κατά τη διάρκεια των επτά ημερών της διαμονής τους ο Timothy Leary, ο Tommy Smothers και ο Dick Gregory τους επισκέφτηκαν και όλοι μαζί τραγούδησαν τον ύμνο για την ειρήνη «Give Peace a Chance». Ένα από τα διασημότερα τραγούδια όλων των εποχών ηχογραφήθηκε... στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, δίπλα στο κρεβάτι... που έγινε σύμβολο διαμαρτυρίας.



3. Μια σύντομη ιστορία του πολέμου στο Βιετνάμ

της Τζέην Βέρνερ, από τη Μηνιαία Επιθεώρηση, τεύχος 12

Πηγή: tvxs.gr
Ένα από τα καθιερωμένα εταιρικά διαφημιστικά στα κείμενα σύνταξης των New York Times, εκείνο της 30ής Απριλίου από τη United Technologies, αναφερόταν στο ζήτημα του Βιετνάμ. Καθώς του έριχνα μια ματιά, αντιλήφθηκα ότι ισχυριζόταν πως ο πρώτος Αμερικανός που σκοτώθηκε στον «πόλεμο του Βιετνάμ» ήταν το 1959. Αυτό είναι αρκετά σαφές, αλλά δεν αληθεύει και παραμορφώνει τη φύση του «πολέμου στο Βιετνάμ». Επιπλέον, πιστεύω ότι επιδεικνύει ένα από τα προβλήματα που έχουμε εμείς οι Αμερικανοί στο να σκεφτόμαστε τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, ο πρώτος Αμερικανός που σκοτώθηκε στο Βιετνάμ, ήταν το 1946 – εν μέσω εχθροπραξιών ανάμεσα στους Βιετμίνχ και στις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής. Το θύμα ήταν ο συνταγματάρχης Α.Ο. Ντιούη (A.O. Dewey), ανιψιός του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, ο οποίος βρισκόταν σε μια αποστολή στο νότιο Βιετνάμ με το OSS (Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών) – πρόδρομο της σημερινής CIA. Σκοτώθηκε σε μια ενέδρα από αντάρτες Βιετμίνχ.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ και μαζί η αμερικανική εμπλοκή έχουν μακρά ιστορία. Αυτή η διαπίστωση δεν αποτυπώνεται στα πρόσφατα άρθρα για το Βιετνάμ στον Τύπο και στους ισχυρισμούς κάποιων καινούριων ακαδημαϊκών μελετών. Το 1945 ο πρόεδρος Ρούσβελτ ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος ως προς την κατάσταση στην Ινδοκίνα, ύστερα ο Τρούμαν ενεπλάκη ακόμα πιο πολύ και όλοι οι μεταγενέστεροι πρόεδροι μέχρι και τον πρόεδρο Νίξον ενέπλεξαν τη χώρα ολοένα και περισσότερο.

Ποιοι ήταν οι Βιετμίνχ; Υπό την ηγεσία του Χο Τσι Μινχ, η Βιετναμέζικη Ένωση Ανεξαρτησίας ή Βιέτ Μινχ ήρθε στην εξουσία στο Βιετνάμ τον Αύγουστο του 1945, διακηρύσσοντας τη χώρα ανεξάρτητη από τον αποικιακό έλεγχο της Γαλλίας και ανακηρύσσοντάς τη σε Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ. Το Βιετνάμ υπήρξε η πρώτη χώρα στην Ασία που κατέκτησε την ανεξαρτησία της από την αποικιακή κυριαρχία – νωρίτερα ακόμα και από την Ινδία. Το 1945, όλο το Βιετνάμ από το βορρά έως το νότο ήταν ενωμένο υπό το καθεστώς των Βιετμίνχ (μελών της οργάνωσης), οι οποίοι είχαν ανέλθει στην εξουσία στο πλαίσιο ενός λαϊκού εθνικιστικού κινήματος που είχε σημαντικά ερείσματα στην κοινωνία. Όμως οι Γάλλοι αντιτάχθηκαν στο καθεστώς και επεδίωξαν να ανακατακτήσουν την Ινδοκίνα μέσα από έναν αποικιακό πόλεμο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριζαν την πολεμική προσπάθεια των Γάλλων, διοχετεύοντας χρήματα στη Γαλλία μέσω ενός μυστικού ταμείου προορισμένου για την Ινδοκίνα. Από το 1954 το 80% με 90% του γαλλικού πολέμου χορηγούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Για εννέα χρόνια, από το 1945 μέχρι το 1954, οι Γάλλοι επεδίωκαν να εκδιώξουν τους Βιετμίνχ από την εξουσία και τελικά απέτυχαν. Το 1954 η Γαλλία αναγκάστηκε να έρθει σε συμφωνία για τον πόλεμο, μετά και την ήττα στο Ντιενμπιενφού. Ο διακανονισμός που ακολούθησε έμεινε γνωστός ως «Συμφωνίες της Γενεύης». Βάσει των συμφωνιών, τέθηκε σε ισχύ εκεχειρία, ενώ οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από το Βιετνάμ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να προσυπογράψουν αυτές τις συμφωνίες, παρόλο που κάτι τέτοιο μας ζητήθηκε και είχαμε αποστείλει εκπροσώπους στο Βιετνάμ. Ο Τζων Φόστερ Ντάλλες (John Foster Dulles), ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών επί Αϊζενχάουερ, πίστευε ότι οι συμφωνίες ήταν μειοδοτικές· αργότερα επιχείρησε να τις υπονομεύσει. Υπό το καθεστώς του Αϊζενχάουερ οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν την πολιτική του περιορισμού του κομμουνιστικού κινήματος στο Βιετνάμ μέσω της δημιουργίας ενός ξεχωριστού αντικομμουνιστικού κράτους στο νότο. Αυτό το ξεχωριστό κράτος στο νότο είναι πολύ πιθανό ότι ποτέ δεν θα διαμορφωνόταν χωρίς τη συμβολή της αμερικανικής βοήθειας.

Οι συμφωνίες της Γενεύης προέβλεπαν την προκήρυξη εθνικών εκλογών στο Βιετνάμ το 1956. Ουσιαστικά, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, λόγω της αντίστασης που πρόβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του ότι αν γίνονταν εκλογές, ο Χο Τσι Μινχ θα εισέπραττε το 80% των ψήφων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν την απαραίτητη στήριξη στο καθεστώς του νότου –το καθεστώς του Νγκο Ντιν Ντίεμ (Ngo Dinh Diem)– για να επιτρέψουν στον Ντίεμ να αρνηθεί τη συμμετοχή στις εκλογές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας με τη Γαλλία και για τις οποίες όλοι οι παρατηρητές –η πλειονότητα των Βιετμίνχ– πίστευαν πως θα επικύρωναν αυτό που οι Βιετμίνχ είχαν κερδίσει στο έδαφος.

Ο αμερικανικός στόχος στο Βιετνάμ ήταν να εμποδίσει το κομμουνιστικό καθεστώς να εδραιώσει την εξουσία του σε μια χώρα που θεωρούσαμε στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντά μας. Όμως το κομμουνιστικό καθεστώς αποτελούσε τη νομικά διαμορφωμένη και νόμιμη κυβέρνηση του Βιετνάμ. Επιπλέον, ήταν ανεξάρτητη – είχε έλθει στην εξουσία ύστερα από μακρύ αντιαποικιακό αγώνα έναντι μιας ανένδοτης αποικιακής δύναμης και προτιμούσε να μείνει ανένταχτη. Ακόμα και αν, σε μια προχωρημένη εκδοχή, η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ θεωρούνταν ότι απειλεί την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό θα γινόταν μόνο αν διευρύνονταν οι συνέπειες της λεγόμενης θεωρίας του ντόμινο – δηλαδή, αν οι κομμουνιστές νικούσαν στο Βιετνάμ, οι γειτονικές χώρες θα έπεφταν κι εκείνες σαν μια παρτίδα από ντόμινο και ούτω καθεξής μέχρι που θα έφταναν στις ακτές της Καλιφόρνιας. Κατά την άποψή μου αυτός ο συλλογισμός ήταν σαθρός και η Ιστορία δείχνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς αντιτίθεντο στην ύπαρξη ενός κομμουνιστικού καθεστώτος στο Βιετνάμ και πίστευαν ότι διέθεταν την ισχύ και τα μέσα για να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Σε κάθε ιστορική φάση εφαρμόζονταν νέες μέθοδοι για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας τη δεκαετία του 1960, ο γερουσιαστής Ουίλλιαμ Φούλμπραϊτ (William Fulbright) βρήκε την κατάλληλη φράση για να χαρακτηρίσει αυτή τη στάση, την απέδωσε ως «αλαζονεία της εξουσίας».

Οι αιτιολογήσεις για τις αμερικανικές επεμβάσεις συχνά κατασκευάζονταν εκ των υστέρων. Θα ήθελα, εντούτοις, να εξετάσω μόνο τρεις από τους ισχυρισμούς που προβάλλονταν εκείνη την εποχή, εξακολουθούν να προβάλλονται και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να τους αντιπαραβάλουμε με την ιστορική πραγματικότητα. Αυτοί είναι οι εξής: (1) Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν μια «ανταρσία» ή μια εξέγερση έναντι μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης κυβέρνησης, την οποία υποβοηθούσαμε. (2) Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα στο βορρά και το νότο. (3) Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν υπεύθυνες για την κλιμάκωση του πολέμου – ο νότος ήταν.

4. Μια Επίσκεψη στο Βιετνάμ

Τεύχος: 2010 Τεύχος 6
της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ

Μετά το 18ο Συνέδριό του (2009) το Κόμμα μας προχώρησε σε μεγαλύτερο βάθος τα συμπεράσματά του για τη σοσιαλιστική πορεία στην ΕΣΣΔ, σε σχέση με τα πρώτα συμπεράσματά του στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη το 1995. Το Συνέδριο έθεσε το καθήκον της μελέτης και των άλλων περιπτώσεων σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, όπως και εκείνων των χωρών που το ΚΚ συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία και σήμερα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι το Βιετνάμ, περίπτωση με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά και συναισθηματική φόρτιση, αφού για δεκαετίες ο λαός του πάλεψε αρχικά ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία και στη συνέχεια ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που εξαπέλυσε έναν από τους πιο καταστροφικούς, άδικους πολέμους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, στην ιστορία του καπιταλισμού και γενικότερα στην ιστορία των εκμεταλλευτικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Στην ιστορία όμως δεν έχει μείνει μόνο η λυσσασμένη πολεμική μανία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αλλά και η ήττα τους, η υποστήριξη του λαού του Βιετνάμ όχι μόνο από την ΕΣΣΔ και άλλα σοσιαλιστικά κράτη, από το εργατικό κίνημα σε διάφορα καπιταλιστικά κράτη, αλλά γενικότερα από ένα ευρύτατο διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.

Είναι φυσικό οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες στην Ελλάδα να σκέφτονται τις εξελίξεις στο Βιετνάμ, στο φόντο του διεθνούς συσχετισμού της τελευταίας εικοσαετίας, όχι μόνο με την καθαρά διαλεκτική, υλιστική σκέψη, αλλά και με το συναίσθημα του επαναστάτη.

Η Συντακτική Επιτροπή της ΚΟΜΕΠ, τα μέλη της οποία εξίσου διακατέχονται από αυτό το συναίσθημα, φιλοδοξεί να συμβάλει ώστε αυτό να μετουσιωθεί σε ώριμη επαναστατική κριτική σκέψη και συνείδηση. Με αυτές τις προθέσεις δημοσιεύονται με τη μορφή συνέντευξης οι εντυπώσεις και οι εκτιμήσεις της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ που επισέφθηκε τοΒιετνάμ. Οι πληροφορίες και οι εκτιμήσεις των αντιπροσωπευτικών κομματικών και κρατικών οργάνων του Βιετνάμ σχολιάζονται προς το τέλος της συνέντευξης κι όχι ενδιαμέσως, προκειμένου ν’ αποφευχθούν επαναλήψεις. Η επίσκεψη έγινε τον περασμένο Απρίλη. Στην αντιπροσωπεία συμμετείχαν οι σύντροφοι:

Ελένη Μπέλλου - μέλος του ΠΓ της ΚΕ, Ελισαίος Βαγενάς - μέλος της ΚΕ, υπεύθυνος του τμήματος Διεθνών Σχέσεων, Μάκης Παπαδόπουλος - μέλος της ΚΕ, υπεύθυνος του τμήματος Οικονομίας, Λίνα Κροκίδη - υπεύθυνη του τμήματος Δημοκρατικών Ελευθεριών, Μεταναστών και Δικαιοσύνης, Μάκης Χολέβας - δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη».


* * *

 Ερώτηση: Μπορείτε να δώσετε ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία για τη χώρα;

Μάκης Χολέβας: Το Βιετνάμ βρίσκεται στη Νοτιοανατολική Ασία, έχει πληθυσμό πάνω από 82 εκατομμύρια κατοίκους και έκταση 332 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Συνορεύει βόρεια με την Κίνα, δυτικά με την Καμπότζη και το Λάος και ανατολικά και νότια βρέχεται από τη νότια κινεζική θάλασσα. Είναι μια χώρα με συγκλονιστική ιστορία. Ο αγώνας του βιετναμέζικου λαού, ενάντια στους Γάλλους αποικιοκράτες, την ιαπωνική κατοχή και στη συνέχεια ενάντια στην ιμπεριαλιστική αμερικανική πολεμική μηχανή, σημάδεψε τον 20ό αιώνα και σίγουρα δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα σε λίγες γραμμές.

Στις αρχές του 20ού αιώνα (απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα ο βιετναμέζικος λαός ζούσε κάτω απ’ το ζυγό της γαλλικής αποικιοκρατίας) το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δέχεται μεγάλη επίδραση απ’ την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στη Γαλλία και την Κίνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1920 ο μετέπειτα ιστορικός κομμουνιστής ηγέτης του Βιετνάμ Χο Τσι Μινχ πήρε μέρος στην ίδρυση του ΚΚ Γαλλίας.

Τo 1940-’41 η γαλλική κυβέρνηση του Βισύ, μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί, συμφώνησε την παραχώρηση του Βιετνάμ στην Ιαπωνία και υπογράφτηκαν συμφωνίες εκμετάλλευσης της χώρας. Ο βιετναμέζικος λαός πάλευε ενάντια στην ιαπωνική κατοχή και τη γαλλική αποικιοκρατική διοίκηση, η οποία παρέμεινε ως το Μάρτη του 1945. Ο αγώνας «κατέληξε», σε πρώτη φάση, τον Αύγουστο 1945, με την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ.

Οι Γάλλοι αποικιοκράτες κατέλαβαν τις σημαντικότερες περιοχές του Νοτίου Βιετνάμ και αναπτύχθηκε μεγάλη αντίσταση του βιετναμέζικου λαού.

Το 1954, στη Διάσκεψη της Γενεύης, υπογράφτηκαν συμφωνίες για την επανένωση της χώρας. Ωστόσο το δικτατορικό καθεστώς του Ν. Βιετνάμ, με τη στήριξη των ΗΠΑ, αντέδρασε στις συμφωνίες. Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ έγινε μια τεράστια προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ενωσης (το 1955 υπογράφτηκε η πρώτη συμφωνία για οικονομική και επιστημονικο-τεχνική συνεργασία), ενώ ο ένοπλος αγώνας των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων που είχε αναπτυχθεί στο Ν. Βιετνάμ είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο κάποιων περιοχών.

Το 1965 ξεκίνησαν οι ανελέητοι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ ενάντια στις νότιες περιοχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Ολόκληρος ο βιετναμέζικος λαός έδωσε απίστευτες μάχες, γεμάτες στιγμές «αδιανόητου» ηρωισμού. Οι ΗΠΑ, μετά από συνεχείς ήττες, το 1968 δέχτηκαν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Παρά τη συμφωνία για διακοπή των επιθέσεων οι ΗΠΑ συνέχισαν τον πόλεμο με πολλούς τρόπους και τον Απρίλη του 1972 επανέλαβαν τους βομβαρδισμούς. Η διεθνής κατακραυγή, η στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης στον αγώνα του Βιετνάμ και φυσικά ο ηρωικός αγώνας του λαού υποχρέωσαν τις ΗΠΑ να γνωρίσουν την πιο ταπεινωτική ήττα στην ιστορία τους και να διακόψουν τους βομβαρδισμούς, υπογράφοντας στο Παρίσι συμφωνία για κατάπαυση του πολέμου.

Το Βιετνάμ προσπάθησε να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του, την τεράστια καταστροφή που είχε υποστεί. Η διοίκηση του Ν. Βιετνάμ παραβίαζε συνεχώς τις συμφωνίες και οι ένοπλες αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις πραγματοποίησαν γενική επίθεση που οδήγησε στην απελευθέρωση. Στα μέσα του 1976 η σύνοδος της Εθνοσυνέλευσης ανακήρυξε την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ και την επανένωση της χώρας.

Ο βιετναμέζικος λαός προσπάθησε να ορθοποδήσει, έχοντας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες ενός απ’ τους πιο άγριους πολέμους στην ιστορία. Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε νέες δυσκολίες, αφού η ανατροπή της Σοβιετικής Ενωσης -και άρα η έλλειψη της υλικής και πολιτικής στήριξης- αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της οικονομίας του Βιετνάμ προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Πριν τις ανατροπές, απ’ το 1986, το ΚΚ Βιετνάμ ακολούθησε την πολιτική της «ανανέωσης», εφαρμόζοντας την «οικονομία της αγοράς, με σοσιαλιστικό προσανατολισμό», όπως την ονόμασαν. Ετσι τροφοδοτήθηκε από την εισαγωγή ξένου κεφαλαίου και «επαναπατριζόμενου», με την ανάλογη επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων.


Ερώτηση: Γνωρίζουμε ότι το ΚΚ Βιετνάμ έχει ως στρατηγική του την «οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό». Είχατε την ευκαιρία να συζητήσετε και να εκτιμήσετε τους στόχους, τα μέσα και τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής;

Ελισαίος Βαγενάς: Είχαμε ένα πλούσιο πρόγραμμα επισκέψεων σε τουριστική και βιομηχανική περιοχή, σε ένα από τα τρία μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας, συναντήσεων-συζητήσεων με κομματικές και κρατικές αντιπροσωπείες, καθώς και με διοικήσεις οικονομικών τομέων στην πρωτεύουσα της χώρας, αλλά και στην περιφέρεια.

Μία από τις πιο επίσημες συζητήσεις ενημέρωσής μας ήταν με τον αναπληρωτή υπουργό Σχεδιασμού και Επενδύσεων και το διευθυντή του Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη, οι οποίοι παρουσίασαν ως εξής τα αποτελέσματα της «οικονομίας της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό»:

Στη δεκαετία του 2000, παρά τις δύο τελευταίες κρίσεις, την ασιατική κρίση το 1997-’98 και την κρίση του περασμένου χρόνου, το ΑΕΠ του Βιετνάμ αναπτύχθηκε κατά 7,2%, επιβραδύνθηκε το 2009 με ανάπτυξη κατά 5,3%, αλλά ελπίζουν ότι το 2010 θα ανέβει στο 6,5%. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 1.200 δολάρια, διπλασιασμένο σε σύγκριση με εκείνο πριν 10 χρόνια. Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της φτώχειας είναι 2% και εκτιμάται ότι θα είναι 10% το 2010.

Για τα επόμενα 10 χρόνια έχουν τεθεί οι εξής στόχοι: Ανάπτυξη γρήγορη και με διάρκεια, μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την πολιτική με ενίσχυση της καθοδήγησης του ΚΚ για την ευημερία του βιετναμέζικου λαού με σημαντικό ρόλο στα ανθρώπινα δικαιώματα, αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού της χώρας και βελτίωση της τεχνολογίας. Στόχος είναι να μπουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις στην αγορά, να δημιουργηθεί μια οικονομία που να μπορεί να σταθεί διεθνώς, πετυχαίνοντας διάρκεια στην ανάπτυξη και μακροοικονομική σταθερότητα. Στόχος είναι μέχρι το 2020 να επιτευχθεί η πλήρης βιομηχανοποίηση της οικονομίας, η σταθεροποίηση της πολιτικής και της δημόσιας τάξης στη χώρα, η αναβάθμιση της πολιτιστικής και υλικής ζωής του λαού, η αναβάθμιση της εικόνας του Βιετνάμ στη διεθνή σκηνή, με στόχο ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης κατά 7-8%. Για την επίτευξη αυτών των στόχων επικεντρώνονται στα εξής: τελειοποίηση της οικονομίας της αγοράς με διαφάνεια, μέτρα διοικητικών μεταρρυθμίσεων, αποτελέσματα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, ανάπτυξη υποδομών και κινητοποίηση επενδύσεων.

Υπογραμμίστηκε η ανάγκη να συνυπάρχουν η διάρκεια και σταθερότητα στην ανάπτυξη, με σεβασμό στις κατευθύνσεις του ΚΚ. Θεωρούν ότι χρειάζεται ενθάρρυνση των επιχειρήσεων για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη, ειδικά στις περιοχές όπου υπάρχουν δυσκολίες. Για τη στήριξη φτωχών περιοχών υπάρχουν 35 προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας και γίνεται προσπάθεια εξασφάλισης υποδομών σε υποβαθμισμένες περιοχές (δρόμοι, σχολεία, κλινικές, υδροηλεκτρικοί σταθμοί).

Διευκρινίστηκε ότι στο Βιετνάμ πριν 20 χρόνια ξεκίνησε η πολιτική της ανανέωσης μετά από πολλές συζητήσεις στο ΚΚ.

Σήμερα στο Βιετνάμ υπάρχουν 300.000 ιδιωτικές επιχειρήσεις (εγχώριες και ξένες) στις οποίες αναλογεί το 60% των θέσεων εργασίας, ενώ οι εργαζόμενοι προστατεύονται από την εργατική νομοθεσία, με κρατική κάλυψη, υποστήριξαν οι Βιετναμέζοι συνομιλητές μας. Το εξωτερικό χρέος είναι υπό έλεγχο.

Από τη συζήτηση προέκυψε ότι στο Βιετνάμ δεν υπάρχει όριο πλουτισμού, ενώ πολλοί Βιετναμέζοι που ήταν στο εξωτερικό (να σημειωθεί εδώ πως μόνο στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ ζούνε 1 εκατομμύριο Βιετναμέζοι) γύρισαν πίσω για επενδύσεις.

Θεωρούν ότι η οικονομία της αγοράς δεν είναι προνόμιο του καπιταλισμού, αλλά καρπός της παγκόσμιας ανάπτυξης της ιστορίας της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν την οικονομία της αγοράς για να αναπτύξουν το σοσιαλισμό, όπως υποστήριξαν.

Μάκης Παπαδόπουλος: Σημαντική είναι και η πληροφόρηση που είχαμε επισκεπτόμενοι την επαρχία Κουάνγκ Νιν, στην οποία ανήκει και η τουριστική περιοχή Χα Λογκ με 1.100.000 κατοίκους. Ο κόλπος της Χα Λογκ, ο οποίος έχει περίπου 2.000 νησάκια ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, είναι γνωστό τουριστικό θέρετρο που στηρίζει την οικονομία της περιοχής. Το κράτος διεκδικεί την αναγνώρισή του από τον ΟΗΕ ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και καλεί σε υπερψήφιση αυτού του αιτήματος μέσω του διαδικτύου.

Σε αυτήν την επαρχία, που βρίσκεται στο κέντρο του Βιετνάμ, παράγονται ετησίως 40-50 εκατ. τόνοι κάρβουνου, υπάρχει το μεγαλύτερο λιμάνι για τη βόρεια περιοχή του Βιετνάμ, κατασκευάζονται οικοδομικά υλικά, ενώ οι κάτοικοι δραστηριοποιούνται και στην αλιεία. Το κάρβουνο χρησιμοποιείται για την εσωτερική αγορά, για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και για εξαγωγή. Επίσης υπάρχουν τέσσερα εργοστάσια τσιμέντου.

Ο εκπρόσωπος της τοπικής διοίκησης της πόλης Χάι Πονγκ, της τουριστικής περιοχής Χα Λογκ, μας έδωσε τις εξής πληροφορίες και εκτιμήσεις: Το Βιετνάμ δεν είναι μια χώρα με καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά πρέπει ν’ αναπτυχθεί. Πριν την «ανανέωση» θεωρούσαν ότι χρειαζόταν τριετές ή πενταετές πλάνο, κάτι που ήταν λάθος. Τώρα καταλαβαίνουν ότι ο δρόμος για το σοσιαλισμό είναι ένας δρόμος μακρόχρονος και δύσκολος. Υπάρχουν προβλήματα, ακόμα δεν είναι σοσιαλιστική χώρα, γι’ αυτό υπάρχει ανισόμετρη ανάπτυξη και φτώχεια. Με την ηγεσία του ΚΚ Βιετνάμ μπορούν να ελαχιστοποιηθούν αυτές οι συνέπειες, να υπάρξει δικαιοσύνη. Καταλαβαίνουν ότι οι επενδυτές που έρχονται στο Βιετνάμ δεν έρχονται απλώς για να βγάλουν κέρδος, αλλά για να εκμεταλλευτούν. Χάρη όμως στις επενδύσεις έχουν κεφάλαιο και δυνατότητες, ενώ η εξουσία του ΚΚ μπορεί να ελαχιστοποιήσει την εκμετάλλευση, να ορίσει νομοθετικά τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας.

Αναγνώρισε ότι ο κίνδυνος της επιστροφής στον καπιταλισμό είναι υπαρκτός, η δε πραγματοποίησή του θα εξαρτηθεί όχι από τους επενδυτές, αλλά από το ΚΚ. Σε αυτό συνίσταται η θέση για «οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό». Σημαίνει διαχωρισμό μεταξύ επενδυτών και κράτους.

Ειδικότερα παρουσίασε ως εξής τους όρους επενδύσεων:

• Για να έρθει ένας ξένος επενδυτής χρειάζονται συγκεκριμένες διατυπώσεις, οι οποίες πρέπει να εγκριθούν από την κυβέρνηση και στη συνέχεια από την τοπική διοίκηση της πόλης, ενώ υπάρχουν υπεύθυνοι που κάνουν εκτίμηση της πορείας της επένδυσης.

• Στο κοινοβούλιο υπάρχουν ορισμένοι Βιετναμέζοι καπιταλιστές.

• Υπάρχει ιδιωτική δραστηριότητα στον τομέα της ενέργειας από επενδυτές, όμως το πλειοψηφικό πακέτο το έχει το κράτος.

• Υφίσταται κεντρικός σχεδιασμός για τους τομείς που έχει έλεγχο το κράτος.

• Στις ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Βιετνάμ, ο υποδιευθυντής της διοίκησης είναι μέλος του ΚΚ, που είναι υπόλογο στην ΚΟΒ της επιχείρησης. Ο επενδυτής είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τους εργαζόμενους για τα προβλήματα της επιχείρησης. Αυτό είναι το «υπόδειγμα» λειτουργίας, αλλά δεν υλοποιείται σε κάθε περίπτωση.

• Ο κατώτερος μισθός των εργαζόμενων στις ξένες επιχειρήσεις καθορίζεται στο πλαίσιο της συμφωνίας με την επιχείρηση.

• Τα συνδικάτα διαπραγματεύονται τους υπόλοιπους όρους εργασίας.

• Οι Βιετναμέζοι επιχειρηματίες παίρνουν δάνεια από τις τράπεζες για ν’ αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους.

• Οι ξένες επενδύσεις θεωρούνται τμήμα της σοσιαλιστικής οικονομίας.

Παρομοίασε την πολιτική των ιδιωτικών επενδύσεων με τη ΝΕΠ του Λένιν.


Ερώτηση: Μπορείτε να δώσετε μια εικόνα για κάποια ξένη επένδυση;

Μάκης Παπαδόπουλος: Επισκεφθήκαμε τη βιομηχανική ζώνη στην ευρύτερη περιοχή της Χάι Πονγκ, όπου είχαμε συνάντηση-συζήτηση με τη διεύθυνσή της αλλά και τον υπεύθυνο του κράτους. Για την εφαρμογή του νόμου που διέπει τις επενδύσεις, την ευθύνη έχουν όσοι συμμετέχουν στη διοίκηση της ζώνης και οι αρμόδιοι από το τοπικό όργανο εξουσίας στην πόλη. Οι υπεύθυνοι εκτίμησαν ότι η ανάπτυξη της πόλης οφείλεται στις επενδύσεις που υπάρχουν. Υποστήριξαν ότι με τη βελτίωση των διοικητικών δομών και με τη δημιουργία σχολών κατάρτισης για τους εργαζόμενους προσπαθούν να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θεωρούν ότι το βιετναμέζικο κράτος έχει εταιρική σχέση με τους επενδυτές. Πρώτος υπεύθυνος για τις επενδύσεις είναι το κράτος και σε κάθε βιομηχανική ζώνη τοποθετείται υπεύθυνος από το ΚΚ στη θέση αναπληρωτή προέδρου.

Στη ζώνη που επισκεφθήκαμε υπάρχουν επενδύσεις κοινοπραξίας του ιαπωνικού κεφαλαίου (ΝΟΜURA) με τα τοπικά όργανα διοίκησης της πόλης, σε αναλογία 70% ιαπωνικό - 30% κρατικό στο μετοχικό κεφάλαιο, σε ύψος επένδυσης 140 εκατ. δολαρίων. Οι υποδομές για τη λειτουργία της ζώνης έγιναν με δαπάνες του κράτους, προκειμένου να προσελκυστεί η επένδυση. Η ιδιοκτησία της γης παραμένει στο κράτος και νοικιάζεται στους επενδυτές με συμβόλαιο, στο οποίο αποτυπώνονται ρυθμίσεις με την παρέμβαση των τοπικών αρχών.

Ο εκπρόσωπος του ΚΚ Βιετνάμ ανέφερε ως βασικό πρόβλημα στην προώθηση τέτοιων επενδυτικών σχεδίων την αλλαγή της χρήσης γης. Οι αγρότες έχουν το δικαίωμα της χρήσης γης, όχι την ιδιοκτησία. Το κράτος προσπαθεί να τους πείσει να παραχωρήσουν με οικονομικό αντίτιμο το δικαίωμα της χρήσης γης και να συμβάλουν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και της χώρας. Ενα άλλο «κίνητρο» είναι πως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή έχουν αρχικά ανάγκη από ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό και συνεπώς οι αγρότες και τα παιδιά τους προσλαμβάνονται από αυτές ως μισθωτοί. Επίσης το κράτος δίνει κίνητρα για τις σπουδές των παιδιών των αγροτών. Στις συμβάσεις με τους επενδυτές (κυρίως από την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την ΕΕ) υπάρχουν ρήτρες κατοχύρωσης από παραβιάσεις των όρων.

Στη βιομηχανική ζώνη που επισκεφθήκαμε εργάζονται 30.000 άτομα και ο μισθός είναι πάνω από 100 δολάρια μηνιαίως. Απεργία στη συγκεκριμένη ζώνη έγινε πριν 3 χρόνια. Σύμφωνα με τους αρμοδίους, τον τελευταίο καιρό δεν υπάρχουν προβλήματα. Για τα ζητήματα που προκύπτουν, οι επενδυτές έρχονται σε επαφή με τη διοίκηση της πόλης και οι εργαζόμενοι με τα συνδικάτα. Τις περισσότερες φορές η διοίκηση της πόλης και τα συνδικάτα βρίσκουν τη λύση.

Ενδιαφέρον έχει και η επένδυση στο λιμάνι της πόλης Χάι Πονγκ, σημαντικό οικονομικό κέντρο του Βιετνάμ. Ιδρύθηκε από τους Γάλλους πριν 136 χρόνια. Αναπτύχθηκε εκεί ισχυρό εργατικό κίνημα, ενώ ο Χο Τσι Μινχ το είχε επισκεφθεί αρκετές φορές. Στον πόλεμο με τις ΗΠΑ είχε δεχτεί πολλούς βομβαρδισμούς. Το λιμάνι έχει 19 επιμέρους εγκαταστάσεις, δουλεύουν 5.000 εργαζόμενοι και διέρχονται ετησίως από αυτό 22 έως 23 εκατομ. τόννοι εμπορευμάτων. Η διοίκηση του λιμανιού οργανώνει τις εργασίες εκφόρτωσης, ενώ οι εργασίες διαμετακόμισης ανήκουν στην ευθύνη του αρμοδίου υπουργείου. Υπάρχουν δύο τύποι ιδιοκτησίας στους διάφορους τομείς του λιμανιού: σε ορισμένους το 100% ανήκει στο δημόσιο, ενώ σε ορισμένους άλλους υπάρχει μικτή ιδιοκτησία. Η διεύθυνση του λιμανιού υπάγεται στο κράτος. Σύμφωνα με τους αρμόδιους, από το τμήμα των logistics (εκφόρτωση - αποθήκευση - μεταφορά) εξυπηρετούνται 19 πλοία την εβδομάδα, ενώ υπάρχει δραστηριότητα και σε φορτίο cargo (μη συσκευασμένο φορτίο). Ορισμένες σημαντικές επενδύσεις στις λιμενικές εγκαταστάσεις έγιναν από το ξένο (ιαπωνικό) κεφάλαιο με στόχο τη διευκόλυνση της διαμετακομιστικής μεταφοράς εμπορευμάτων (πολύ κοντά βρίσκεται βιομηχανική ζώνη με περίπου 20 -κατά βάση ιαπωνικές- επιχειρήσεις).

Η αντιπροσωπεία μας έθεσε τους προβληματισμούς της για τον κίνδυνο αναίρεσης του σοσιαλιστικού προσανατολισμού μέσω των ξένων επενδύσεων ή και των μεγάλων επενδύσεων με εισαγόμενα κεφάλαια Βιετναμέζων που είχαν φύγει από τη χώρα εξαιτίας του πολιτικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού της. Εκφράσαμε την ανησυχία μας ότι, αν και αναγνωρίζουμε τη δύσκολη περίοδο που πέρασε το Βιετνάμ, αν και καταλαβαίνουμε ότι οι ξένες επενδύσεις μπορούν να φέρουν μια καπιταλιστική ανάπτυξη, δηλαδή να έχουν και το στοιχείο της βιομηχανικής ανάπτυξης, επισημάναμε την πλευρά της εκμετάλλευσης. Επικεντρωθήκαμε στο ιδιαίτερο γεγονός ότι στο Βιετνάμ υπάρχει ΚΚ στην εξουσία και έχει ενδιαφέρον τι μέτρα θα πάρει το κόμμα και η κυβέρνηση, μέτρα για την υπεράσπιση του μισθού, των συντάξεων, της ασφάλισης, των συνθηκών υγείας, των όρων ώστε το μεγάλο μέρος της συσσώρευσης να μη φεύγει, αλλά να μένει στη χώρα. Αναδείξαμε αυτές τις πλευρές, έχοντας την εμπειρία από την Ελλάδα και αλλού, από μειώσεις μισθών, χειροτέρευση των συνθηκών δουλειάς των εργαζομένων.

Ελισαίος Βαγενάς: Να συμπληρώσουμε ότι -σύμφωνα με την πληροφόρηση που έδωσε η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚ Βιετνάμ- στην αγορά του Βιετνάμ πρώτος επενδυτής είναι οι ΗΠΑ, δεύτερος η ΕΕ και τρίτος η Κίνα. Επίσης εισάγονται μηχανές και μηχανήματα από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Σήμερα το Βιετνάμ είναι ο δεύτερος εξαγωγέας ρυζιού παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ. Σε ερώτηση για τις σχέσεις ιδιοκτησίας στη βιομηχανία του Βιετνάμ σήμερα, απαντήθηκε ότι το μεγάλο μέρος παραμένει στο κράτος, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις έχει γίνει ιδιωτικοποίηση, που την αποκαλούν «μετοχοποίηση». Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές αγοράζουν φθηνές μετοχές. Υπάρχουν μεγάλες εγχώριες επιχειρήσεις που δεν ελέγχονται από το κράτος. Σε άλλες περιπτώσεις το κράτος έχει την πλειοψηφία, ενώ σε τομείς στρατηγικής σημασίας κατέχει το 100% (π.χ. πετρελαϊκές πηγές).

Στο Βιετνάμ υπάρχει ιδιωτική Παιδεία (σχολεία και πανεπιστήμια) και Υγεία. Η εξήγηση που δόθηκε γι’ αυτή την απόφαση ήταν πως υπάρχει αντίληψη «κοινωνικοποίησης» της Παιδείας και της Υγείας, με την έννοια ότι «ο κρατικός και ο ιδιωτικός τομέας δουλεύουν μαζί». Το κράτος, υποστήριξε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, δεν μπορεί να καλύψει όλες τις παροχές της Υγείας και της Παιδείας, ενώ οι ιδιώτες έχουν τέτοιες δυνατότητες. Στο δημόσιο πανεπιστήμιο υπάρχουν δίδακτρα ανάλογα με το εισόδημα, ενώ οι οικογένειες που δεν έχουν εισόδημα για να σπουδάσουν τα παιδιά τους βοηθούνται από το κράτος. Και οι ιδιώτες βοηθούν τα παιδιά φτωχών οικογενειών να σπουδάσουν, χορηγώντας υποτροφίες.

Οι τρεις άξονες της πολιτικής του ΚΚ Βιετνάμ είναι: ιδιωτικές επενδύσεις, σχέδιο για την οικονομία της αγοράς, άνοιγμα σε ξένες χώρες. Ενα κίνητρο για τους επενδυτές είναι η μειωμένη φορολογία. Οι επενδυτές έχουν το 40% της συνολικής κερδοφορίας.

Επίσης επισήμανε ότι έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες ζωής με την οικονομία της αγοράς. Για παράδειγμα, πριν 15-20 χρόνια οι Βιετναμέζοι εργαζόμενοι πήγαιναν στην Αλγερία για να βρουν δουλειά, στο Βιετνάμ οι γιατροί δεν ήθελαν να δουλέψουν κι οι δάσκαλοι να διδάξουν, ενώ τώρα εξαλείφθηκε αυτό το φαινόμενο.

Ερώτηση: Αναφερθήκατε στους αναπτυξιακούς στόχους του κόμματος και του κράτους. Ωστόσο δεν έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό πώς σχετίζονται με το σοσιαλιστικό παρελθόν και το σοσιαλιστικό μέλλον του Βιετνάμ.

Ελισαίος Βαγενάς: Είναι διαφωτιστικές οι πληροφορίες από τη συνάντηση με το μέλος της ΚΕ του ΚΚ Βιετνάμ και πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων. Σύμφωνα με την τοποθέτησή του, το Βιετνάμ εδώ και 24 χρόνια ακολουθεί την πολιτική της ανανέωσης και δεν έχει βγει έξω από το σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Θεωρεί ότι αυτή η επιτυχία οφείλεται σε δύο λόγους: Στην πολιτική γραμμή που έχει χαραχτεί και στο γεγονός ότι το ΚΚ έχει εμπειρία στη διοίκηση του κράτους, προωθεί την ανανέωση βήμα με βήμα, αποφεύγοντας οποιοδήποτε εκτροχιασμό. Εφαρμόζεται η οικονομία της αγοράς, γιατί είναι κατάκτηση της ανθρωπότητας και όχι του καπιταλισμού και γιατί είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Δε θεωρούν ότι η οικονομία της αγοράς ταυτίζεται με τον καπιταλισμό. Υποστηρίζουν ότι στην οικονομία της αγοράς υπάρχουν στοιχεία του καπιταλισμού, αλλά το θέμα είναι να μειωθεί η επιρροή τους. Αυτός ο περιορισμός των καπιταλιστικών στοιχείων είναι ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός.

Υποστηρίχθηκε ότι σοσιαλιστικός προσανατολισμός σημαίνει να ευημερεί ο λαός, να είναι κυρίαρχος και να υπάρχει ισοτιμία και δημοκρατία, η οικονομική ανάπτυξη να συμβαδίζει με την κοινωνική πρόοδο. Στηρίζεται στην πολυτομεακή οικονομία (δηλαδή με πολλά είδη ιδιοκτησίας) με βασικό ρόλο στο δημόσιο τομέα, με διατήρηση του κυρίαρχου ρόλου του κράτους. Το μεγάλο μέρος της παραγωγής ανήκει στο κράτος (γη, φυσικοί πόροι, ηλεκτρισμός, αερομεταφορές) και μέσω της πολιτικής διανομής εισοδήματος θα μειώνεται η απόσταση μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Αυτή την περίοδο γιορτάζουν τα 80 χρόνια του ΚΚ Βιετνάμ και προετοιμάζουν το συνέδριό του για τις αρχές του 2011, το οποίο θα τροποποιήσει την πολιτική γραμμή και θα χαράξει την πολιτική έως το 2020. Στόχος είναι το 2020 το Βιετνάμ να γίνει μια χώρα βιομηχανοποιημένη. Ο εκπρόσωπος του ΚΚ Βιετνάμ επισήμανε ότι δέχονται επίθεση από τους ιδεολογικούς εχθρούς του κόμματος, από δυνάμεις που αντιτίθενται στην πολιτική τους γραμμή, ενώ χώρες και δυνάμεις θέλουν την κατάργηση του επίμαχου άρθρου του συντάγματος για τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚ. Παρά τη σκληρότητα της ιδεολογικής πάλης θεωρούν ότι το κόμμα τους έχει μεγάλη εμπειρία και τη λαϊκή στήριξη.

Υποστήριξε ότι στο παρελθόν το ΚΚ Βιετνάμ είχε σκοπό να πάει στο σοσιαλισμό, χωρίς να περάσει από τον καπιταλισμό. Τώρα, θεωρούν ότι διανύουν μεταβατική περίοδο. Οταν αποφάσισαν την οικονομία της αγοράς υπήρχαν πολλές εσωκομματικές αντιρρήσεις. Η Ρωσία και η Κίνα έκαναν μεταρρυθμίσεις και το Βιετνάμ ακολούθησε. Στην αρχή μιλούσαν για «πολυτομεακή εμπορευματική οικονομία». Με τις εμπειρίες που αποκτήσανε υιοθέτησαν την «οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό». Δηλαδή δέχτηκαν την πολυτομεακή οικονομία, την οικονομία με πολλές μορφές ιδιοκτησίας, αλλά θέλουν να κρατήσουν σαν κόρη οφθαλμού τον κρατικό τομέα.

Μάκης Χολέβας: Χαρακτηριστικές για το χαρακτήρα της στρατηγικής του ΚΚ Βιετνάμ είναι και οι θέσεις που ανέπτυξαν μέλη του Συμβουλίου Θεωρητικών Μελετών της ΚΕ του ΚΚ Βιετνάμ, με τα οποία είχαμε συνάντηση.

Πριν όμως τις παραθέσουμε, να ενημερώσουμε ότι το Συμβούλιο είναι συμβουλευτικό όργανο της ΚΕ και του ΠΓ, αποτελείται από 39 μέλη, επιστήμονες και ερευνητές σε διάφορους τομείς. Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι μέλος του ΠΓ και στη σύνθεσή του υπάρχει και άλλο μέλος της ΚΕ, με το οποίο έγινε και η συζήτηση.

Υποστήριξε ότι η οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό είναι μια «νέα σύλληψη» του ΚΚ Βιετνάμ. Θεωρούν ότι η οικονομία της αγοράς είναι κατάκτηση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας που εμφανίστηκε πριν τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός έδωσε ανάπτυξη και δύναμη στην οικονομία της αγοράς. Επομένως, η οικονομία της αγοράς δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού, αλλά είναι σημαντική για την ανάπτυξη των οικονομιών όλων των χωρών. Το ΚΚ θέλει να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της οικονομίας της αγοράς για την ανάπτυξη.

Η οικονομία ρυθμίζεται από το κράτος, το οποίο αξιολογεί την οικονομία. Το κράτος έχει την πολιτική κατεύθυνση και ο δημόσιος τομέας παίζει βασικό ρόλο. Είναι εργαλείο για τη ρύθμιση της αγοράς και βοηθάει στην καταπολέμηση της φτώχειας και την προστασία του περιβάλλοντος. Κάθε επίπεδο της οικονομίας της αγοράς πρέπει να αντιστοιχείται με το επίπεδο ζωής. Υποστήριξε ότι χρειάζεται κοινωνική ειρήνη, προστασία του περιβάλλοντος, ότι δεν πρέπει να επιτρέπουν μεγάλες αποκλίσεις στην αύξηση των εισοδημάτων, αλλά να επιδιώκουν τη σταθερή βελτίωση των εισοδημάτων, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη με αρμονία, απαραίτητη για τη σταθερότητα.

Στο ερώτημα αν τα μέλη του ΚΚ μπορούν να είναι επιχειρηματίες, η απάντηση που έχει δώσει το ΚΚ Βιετνάμ είναι θετική, εφόσον το μέλος τηρεί το καταστατικό του κόμματος. Το μέλος της ΚΕ υποστήριξε ότι δεν ήταν μια εύκολη απάντηση, αφού χρειάστηκαν δυο συνέδρια για να αποφασιστεί και υπάρχουν ακόμα αρκετές αντιδράσεις. Ομως θεωρούν ότι τα μέλη του κόμματος συμμετέχοντας στην ιδιωτική οικονομία συμβάλλουν στην πρόοδο, χρησιμοποιώντας τις πνευματικές τους ικανότητες για την ανάπτυξη της χώρας. Δεν επιτρέπεται να γίνονται επιχειρηματίες τα μέλη του ΚΚ που δουλεύουν στο δημόσιο τομέα.

Παράλληλα, υπάρχει δέσμευση για τα μέλη του ΚΚ που είναι επιχειρηματίες, να είναι παράδειγμα στην πληρωμή των μισθών, των φόρων απέναντι στο κράτος κτλ. Στα πέντε χρόνια που υπάρχει η δυνατότητα επιχειρηματικής δράσης για τα μέλη του ΚΚ, παρατήρησαν ότι ο αριθμός που την αξιοποίησε είναι μικρός, αφορά μέτριου μεγέθους επιχειρήσεις, ενώ το πιο συνηθισμένο είναι να έχουν οικογενειακές επιχειρήσεις. Σε έρευνα που έγινε, φάνηκε ότι τα μέλη του ΚΚ είναι υποδειγματικά στις υποχρεώσεις τους. Θεωρούν ως θετικό στοιχείο της επιχειρηματικής δράσης μελών του ΚΚ την ενθάρρυνση που προκαλεί στους ενδεχόμενους επενδυτές του Βιετνάμ, την αποτροπή του φόβου για πιθανή εθνικοποίηση.

Λίνα Κροκίδη: Στην «πολιτική της ανανέωσης», δηλαδή «στην οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό», αναφέρθηκε στη διάρκεια της συνάντησής μας η Νγκουγιέν Τι Μπινχ, γνωστή ως «Μαντάμ Μπιν», ιστορικό στέλεχος του ΚΚ Βιετνάμ από την περίοδο του Χο Τσι Μινχ, στέλεχος της κυβέρνησης μέχρι το 2000 και τώρα πρόεδρος ενός «Ταμείου για την Ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας». Η «Μαντάμ Μπιν» σημείωσε ότι η οικονομία του Βιετνάμ είναι ακόμα περιορισμένη, δεν έχει επιτευχθεί ικανοποιητικός βαθμός ένταξής της στη διεθνή οικονομία. Μετά από 30 χρόνια πολέμου το Βιετνάμ παραμένει μια φτωχή χώρα και αδύναμη. Παρόλο που με την πολιτική της «ανανέωσης» κατακτήθηκαν πολλά, πιστεύει ότι βρίσκονται σε ένα νέο πόλεμο, αυτή τη φορά για την ανάπτυξη.

Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι έγιναν μεγάλες θυσίες για την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά δεν έχει επιτευχθεί η ευημερία και η ανάπτυξη. Και αυτή υποστήριξε ότι η πολιτική της «οικονομίας της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό» υιοθετήθηκε με στόχο την ανάπτυξη της χώρας, αξιοποιώντας όλες τις υλικές δυνάμεις της. Χαρακτήρισε ως δύσκολο θεωρητικό ζήτημα το σοσιαλιστικό προσανατολισμό τους. Υποστήριξε ότι πρέπει να συνεργαστούν με όλες τις χώρες στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, όπου κυριαρχεί ο καπιταλισμός, αφού ο «μεγάλος σοσιαλισμός» δεν υπάρχει πια. Το θέμα είναι το αμοιβαίο όφελος, αλλά δεν είναι κάτι εύκολο. Πρόκειται για πόλεμο, αφού πρέπει να ασχολούνται με τους ανθρώπους που είναι δυσαρεστημένοι, που είναι φτωχοί, αλλά ευτυχώς έχουν καλά αποτελέσματα. Το ΚΚ ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους με μεγαλύτερες δυσκολίες, τους αγρότες στα βουνά, τις μειονότητες, τους αναπήρους πολέμου, γι’ αυτό και η καμπάνια για τη φτώχεια έχει επιτυχία. Χαρακτήρισε τη μάχη για την οικονομία σαν μια καινούρια μάχη χωρίς βόμβες.

Η Μαντάμ Μπιν ανέφερε ότι στο Βιετνάμ πιστεύουν ότι υπήρξαν λάθη στον τρόπο που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός στο παρελθόν, αλλά ο στόχος παραμένει. Βασικό είναι να αποκτηθούν δυνάμεις, γιατί οι υλικές συνθήκες είναι προαπαιτούμενο. Υποστήριξε ότι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν ότι ο σοσιαλισμός οδηγεί στην επιτυχία, αλλά πρώτα χρειάζεται να αναπτυχθούν πολιτικά και κυρίως οικονομικά.

Σε ερώτηση για τις δυνάμεις που δε θέλουν το σοσιαλισμό και θέλουν να οδηγήσουν το Βιετνάμ σε άλλο δρόμο, η Μαντάμ Μπιν επισήμανε ότι υπάρχει το ΚΚ και πρέπει να πάρει τις ευθύνες του. Σε άλλη ερώτηση για τον κίνδυνο παραπέρα ενίσχυσης των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων, με στόχο να εκφραστούν πολιτικά, απάντησε ότι υπάρχουν κίνδυνοι και πως ο αγώνας θα είναι δύσκολος.


Ερώτηση: Μπορείτε να μας δώσετε πληροφόρηση για τη δράση του ΚΚ Βιετνάμ μέσα στο πολιτικό σύστημα της χώρας;

Λίνα Κροκίδη: Οπως μας ενημέρωσαν, το ΚΚ είναι το μοναδικό κόμμα που εξασφαλίζει τη δημοκρατία, αλλά πρέπει να υπάρχουν δομές που να την πραγματώνει. Επίσης, για να εξασφαλιστεί η δημοκρατία στην κοινωνία, πρέπει να εξασφαλίζεται η δημοκρατία στο ΚΚ. Το ΚΚ ανοίγει όλα τα θέματα στην κοινωνία με δημόσιο διάλογο και διαβούλευση με τις μαζικές οργανώσεις. Επιπλέον, θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο παίζει η λειτουργία της Εθνοσυνέλευσης. Πριν από κάθε κοινοβουλευτική σύνοδο οι βουλευτές συζητούν με τους ψηφοφόρους τους. Παράλληλα, οι βουλευτές με συνεχείς ερωτήσεις προς την κυβέρνηση μεταφέρουν τα προβλήματα που υπάρχουν. Εκτιμούν ότι αυτός ο μηχανισμός εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου απέναντι στο κράτος.

Επίσης, ο τοπικός εκπρόσωπος του ΚΚ Βιετνάμ στην πόλη Χάι Λονγκ ανέφερε ότι τα δημοκρατικά δικαιώματα στο Βιετνάμ γίνονται σεβαστά, γίνεται ενημέρωση σε όλους τους κατοίκους, ενώ το επίπεδο ζωής έχει ανέβει. Είναι ευθύνη του ΚΚ να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που υπάρχουν στο εργατικό δυναμικό, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ανανέωσης.

Υποστήριξε ότι στον πόλεμο το ΚΚ έδινε κουράγιο στις μάχες, τώρα δίνει κουράγιο για να αναπτυχθεί η χώρα, ότι στο παρελθόν το Βιετνάμ νίκησε τους Γάλλους και τους Αμερικάνους με τη βοήθεια των διεθνών φίλων του, τώρα η χώρα ανανεώνεται με τις επενδύσεις των διεθνών φίλων.

Το ΚΚ Βιετνάμ διαθέτει τέσσερις περιοδικές εκδόσεις, υπό την καθοδήγηση του ΠΓ της ΚΕ: μηνιαία με 60.000 αντίτυπα, ειδική έκδοση με 26.000, εβδομαδιαία με 25.000 και ηλεκτρονική έκδοση στο διαδίκτυο. Προβάλλουν πολιτικά και κοινωνικά θέματα και ευαισθητοποιούν το λαό σε αυτά, ενώ δίνονται απαντήσεις σε ιδεολογικά ζητήματα. Επίσης, δημοσιεύονται έρευνες και αυτή την περίοδο γίνεται μια έρευνα για την ταξική διάρθρωση. Τα περιοδικά έχουν ειδικό ρόλο στην πολιτική της «ανανέωσης», συμβάλλουν στα ζητήματα κομματικής οικοδόμησης. Επιπλέον, γίνονται ιδιαίτερες αναφορές στη «σκέψη» του ιστορικού ηγέτη του ΚΚ Βιετνάμ, Χο Τσι Μινχ.

Το ΚΚ εκπαιδεύει τα στελέχη του για την προώθηση της πολιτικής του και μέσω των κρατικών οργάνων. Κεντρικός μηχανισμός τέτοιας εκπαίδευσης αποτελεί το Εθνικό Ινστιτούτο (Ακαδημία) Πολιτικής και Διοίκησης στο Ανόι, από τον αντιπρόεδρο του οποίου είχαμε την εξής ενημέρωση:

Η Ακαδημία δημιουργήθηκε το 1949 στο βόρειο Βιετνάμ και τώρα λειτουργεί μετά από συγχωνεύσεις με άλλες σχολές. Εχει εκπαιδεύσει δεκάδες ανώτερα στελέχη, μεταξύ αυτών ΓΓ του κόμματος και μέλη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Βιετνάμ. Βασική της αποστολή είναι η διαμόρφωση ανώτερων στελεχών του κράτους και στελεχών με ανώτερο θεωρητικό επίπεδο, σύμφωνα με το μαρξισμό-λενινισμό και τη «σκέψη» του Χο Τσι Μινχ. Παρέχει τις θεωρητικές βάσεις για την άσκηση της πολιτικής στο Βιετνάμ, σπουδές διοίκησης, τύπου και επικοινωνίας, φιλοσοφίας, ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.ά. Εχει 4 παραρτήματα στο Ανόι και την πόλη Χο Τσι Μινχ (Σαϊγκόν) και οι σπουδές είναι δωρεάν.

Πρόκειται για την Ανώτατη Σχολή του ΚΚ Βιετνάμ που λειτουργεί με την άμεση καθοδηγητική ευθύνη του ΠΓ της ΚΕ, το οποίο καθορίζει τον προσανατολισμό της Ακαδημίας και χρεώνει μέλη της ΚΕ για τη λειτουργία της. Το υπουργείο Παιδείας καθορίζει τον αριθμό των σπουδαστών που θα εισαχθούν στην Ακαδημία και η εισαγωγή γίνεται με εξετάσεις. Η Ακαδημία δίνει επίσης μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών. Οι προπτυχιακές σπουδές διαρκούν 4 χρόνια.

Σε ερώτησή μας για το περιεχόμενο των σπουδών για τα «ανθρώπινα δικαιώματα, δόθηκε η απάντηση ότι πρόκειται για σπουδές στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γίνονται μελέτες αντιμετώπισης της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, που κατηγορεί το Βιετνάμ για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κάθε χρόνο υπάρχει έκθεση των ΗΠΑ για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την οποία γίνεται επίθεση στο Βιετνάμ. Επίσης, οι υπεύθυνοι ανέφεραν πως οι εχθροί του Βιετνάμ υποκινούν εγχώριες οργανώσεις με αφορμή τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μπροστά στο συνέδριο του ΚΚ Βιετνάμ η Ακαδημία ετοιμάζει εκθέσεις και προγράμματα για πολλά θέματα και καταθέτει προτάσεις. Μετά από σχετική ερώτηση της αντιπροσωπείας μας συζητήθηκε και το ζήτημα του άρθρου 4 του Συντάγματος του Βιετνάμ, το οποίο είχε τεθεί σε συζήτηση. Πρόκειται για το άρθρο 4 που κατοχυρώνει τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚ στην πολιτική ζωή του Βιετνάμ. Απαντήθηκε ότι οι δυνάμεις που θέλουν την κατάργηση του άρθρου 4 τάσσονται υπέρ του πολυκομματισμού, αλλά είναι μειοψηφικές. Ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας υποστήριξε ότι το ΚΚ έχει κατακτήσει το ρόλο του στη συνείδηση του λαού του Βιετνάμ και η ηγεσία του έχει πάρει μαθήματα απ’ όσα συνέβησαν στη Σοβιετική Ενωση.

Στην αντιπροσωπεία μας ήταν γνωστό το γεγονός ότι το ΚΚ έχει ηρωικούς ιστορικούς δεσμούς με το λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που επισκεφθήκαμε το μαυσωλείο και το σπίτι όπου έζησε ο Χο Τσι Μινχ, είχε σχηματιστεί μια τεράστια ουρά ανθρώπων για να αποτίσουν φόρο τιμής στο μεγάλο κομμουνιστή ηγέτη που αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει, ως πρόεδρος της χώρας, ένα πολυτελές οίκημα, αλλά ζήτησε να μείνει σ’ ένα από τα σπίτια που έμεναν οι εργάτες της περιοχής, ενώ στη συνέχεια κατασκευάστηκε ένα ειδικά λιτό γι’ αυτόν. Το πολυτελές οίκημα χρησιμοποιήθηκε για κρατικές ανάγκες, υποδοχές και συναντήσεις με ξένες αντιπροσωπείες.

Από την άλλη, είναι εξίσου ευδιάκριτη η εξάπλωση ιδεαλιστικών - μεταφυσικών αντιλήψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλήθος μαθητών και μαθητριών επισκέπτονται το «Ναό της Λογοτεχνίας» (το επονομαζόμενο και «πρώτο πανεπιστήμιο» του Βιετνάμ), που ήταν ναός αφιερωμένος στη λατρεία του Κομφούκιου και σήμερα αποτελεί αρχαιολογικό χώρο.

Σε ερώτηση της αντιπροσωπείας μας αν παρατηρείται συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λίγα χέρια και παράλληλα διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, ο εκπρόσωπος της Ακαδημίας ανέφερε ότι υπάρχουν προγράμματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας, η οποία, ενώ κυμαινόταν στο 50% του πληθυσμού πριν αρκετά χρόνια, σήμερα περιορίζεται στο 10%. Υποστήριξε ότι από το 1986 (χρονιά έναρξης της πολιτικής της «ανανέωσης») έχει αντιμετωπιστεί η φτώχεια για 35 εκατ. Βιετναμέζους, ενώ ο ΟΗΕ έχει επιβραβεύσει το Βιετνάμ για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Επίσης ισχυρίστηκε ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς, αλλά σε αυτό έχουν συμβάλει και οι φυσικές καταστροφές και ότι το ΚΚ παίρνει ειδικά μέτρα για συγκεκριμένες περιοχές για την αντιμετώπιση της φτώχειας και τη δημιουργία υποδομών. Επίσης, οι βιετναμέζικες τράπεζες δίνουν χαμηλότοκα δάνεια για τη βοήθεια των πιο αδύναμων στρωμάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ακαδημίας, το 65% του πληθυσμού του Βιετνάμ είναι αγρότες, το 15% εργατική τάξη και υπάρχουν 1 εκατομμύριο επιστήμονες (δεν έγινε δυνατό να διευκρινιστούν περαιτέρω τα συγκεκριμένα στοιχεία). Στην αγροτική παραγωγή ενισχύεται η ανάπτυξη της τεχνολογίας. Τέλος, στο Βιετνάμ υπάρχουν 53 μειονότητες και η χώρα συμμετέχει σε διεθνή προγράμματα για το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Ερώτηση: Με βάση τα παραπάνω, σε τι συμπεράσματα καταλήγει η αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ;

Ελένη Μπέλλου: Μπορούμε να εκθέσουμε ορισμένες πρώτες παρατηρήσεις, προβληματισμούς, ανησυχίες που άλλωστε εκφράσαμε και στους συντρόφους από το ΚΚ Βιετνάμ, σε όλες μας τις συζητήσεις.

Νομίζουμε ότι η εργατική τάξη, αλλά και η φτωχή αγροτιά στο Βιετνάμ βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορικά ιδιαίτερη δυσκολία της ταξικής πάλης: Το ΚΚ Βιετνάμ έγινε κόμμα εξουσίας καθοδηγώντας στη νίκη τον ηρωικό αγώνα του λαού ενάντια στο γαλλικό και στη συνέχεια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αλλά και με την υλική και πολιτική στήριξη των δυνάμεων του σοσιαλισμού και κυρίως της ΕΣΣΔ. Ετσι ανοίχτηκε ένας δρόμος εκβιομηχάνισης της οικονομίας του στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και όχι με κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτός ο δρόμος είχε εγγενείς δυσκολίες που οφείλονταν στην καθυστέρηση των υλικών προϋποθέσεων. Χαρακτηριστικό αυτής της καθυστέρησης είναι το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1960 υπήρχε ακόμη εθνότητα (στο βορρά της χώρας) που ζούσε στις σπηλιές, χωρίς ένδυση-υπόδηση (πληροφορία καταγεγραμμένη στο Μουσείο Εθνογραφίας). Στις δυσκολίες αυτού του δρόμου κοινωνικής ανάπτυξης ενδεχομένως καταγράφονται και υποκειμενικές αδυναμίες στην κατανόηση του ρόλου της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού. Δηλαδή κάθε πρωτόγονη αγροτική κοινότητα (από την άποψη των παραγωγικών δυνάμεων) δεν μπορεί να θεωρηθεί μονάδα της κοινωνικής ιδιοκτησίας ικανή να ενταχθεί στον κεντρικό σχεδιασμό. Σήμερα «διορθώνονται» τέτοια λάθη, αλλά με λαθεμένες θεωρητικές γενικεύσεις και πρακτικές, που καταλογίζουν στον κεντρικό σχεδιασμό τη χαμηλή παραγωγικότητα αυτών των παραγωγικών δυνάμεων.

Παρατηρείται αδυναμία ή και λαθεμένη θεωρητική εξήγηση του κοινωνικο-οικονομικού άλματος που επιχειρήθηκε στο Βιετνάμ από την απελευθέρωσή του και όσο είχε την οικονομική και πολιτική στήριξη της ΕΣΣΔ.

Στον 20ό αιώνα είχαν συντελεστεί και άλλα τέτοια κοινωνικά άλματα, μέσα στην ΕΣΣΔ, στην Κούβα, με το πέρασμα από την αγροτική στη βιομηχανική παραγωγή χωρίς τη συγκρότηση καπιταλιστικής κοινωνίας. Η δυνατότητα τέτοιων αλμάτων οφειλόταν στη γενική ωρίμανση της δυνατότητας περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, δηλαδή στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός διέτρεχε την πλέον αντιδραστική εποχή του. Η πραγματοποίηση τέτοιων ιστορικών αλμάτων εξαρτιόταν από το διεθνή και περιφερειακό συσχετισμό, ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, από τη δυναμική της σοσιαλιστικής συσσώρευσης και βεβαίως από τη δυνατότητα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης - κομμουνιστικής εμβάθυνσης στην ΕΣΣΔ.

Αλλά και η ιστορία της ανάπτυξης και κυριαρχίας του καπιταλιστικού συστήματος έχει να επιδείξει την ενσωμάτωση στον καπιταλισμό πρωτόγονων κοινοτικών ή δουλοκτητικών κοινωνιών (στην Αμερική, στην Αυστραλία). Τόσο η ιστορία του καπιταλισμού όσο και η νηπιακή ιστορία του σοσιαλισμού έχουν περιπτώσεις ιστορικά προσωρινών πισωγυρισμάτων. Το ζήτημα είναι η αντικειμενική εξήγησή τους, αλλά και η θωράκιση του εργατικού κινήματος σε περιόδους ήττας. Αυτό που κρίνεται είναι αν το εργατικό κίνημα θα θωρακιστεί ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά με σκοπό την ανασύνταξη και το σταδιακό πέρασμα στην αντεπίθεση ή αν θα βρεθεί διαλυμένο, ιδεολογικά-πολιτικά χειραγωγημένο από τις καπιταλιστικές δυνάμεις που κέρδισαν.

Από αυτή τη σκοπιά κρίνουμε το θεωρητικό σχήμα και την πολιτική «της οικονομίας της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό» ως προς τα εξής:

Πρώτον, η αγορά -παραγωγή από εμπορευματοπαραγωγούς για την ανταλλαγή- προϋπήρχε της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά κυριάρχησε μόνο με την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων, δηλαδή με την εκτεταμένη απώλεια των μέσων παραγωγής που διέθεταν οι εμπορευματοπαραγωγοί και τη μετατροπή αυτών σε μισθωτούς από τους κατόχους τεχνικά πιο αναπτυγμένων και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Δηλαδή κυριάρχησε ως καπιταλιστική αγορά.

Στο Βιετνάμ, όπως άλλωστε πολύ νωρίτερα στην Κίνα, δεν μπορεί να υπάρξει μια κυρίαρχη «οικονομία της αγοράς» με προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Είναι καπιταλιστική η παραγωγή και η αγορά που οργανώνεται και διευρύνεται είτε με τη μερική ιδιωτικοποίηση προηγούμενα κρατικών παραγωγικών μονάδων είτε με τις άμεσες ξένες επενδύσεις είτε με επαναπατρισμό κεφαλαίων βιετναμέζων εμιγκρέδων.

Αλλωστε, το κίνητρο της καπιταλιστικής επένδυσης είναι παντού και πάντα το κέρδος και μάλιστα το κέρδος χωρίς όρια, βγαλμένο από τον όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης.

Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη αυτοτελώς οργανώνεται, αμύνεται, παλεύει για τους όρους μίσθωσής της από το κεφάλαιο. Δε μπορεί και δεν πρέπει να απεμπολήσει τα δικαιώματά της στο όνομα μιας καπιταλιστικής «εθνικής ανάπτυξης».

Δεύτερον, ο ρόλος του ΚΚ Βιετνάμ παρουσιάζει την εξής ιστορική ιδιαιτερότητα: αφενός είναι το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, αφετέρου το κόμμα που κυβερνά με μια πολιτική που αντικειμενικά ενισχύει τις καπιταλιστικές σχέσεις. Αυτή η αντίφαση δεν μπορεί να παραμένει για πολύ σε μια σχετικά ήρεμη κατάσταση. Αργά ή γρήγορα θα οξυνθεί, είτε με όξυνση της διαπάλης και εκδήλωση κρίσης μέσα στο κόμμα είτε με σταδιακή απώλεια του εργατικού χαρακτήρα του κόμματος. Είναι χαρακτηριστική η απόφαση να γίνονται μέλη του ΚΚ επιχειρηματίες, η διαπάλη για το άρθρο του Συντάγματος σχετικά με τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚ στην κοινωνία, η ενίσχυση δυνάμεων που διεκδικούν αναγνώριση της δυνατότητας να δημιουργηθούν και άλλα κόμματα. Αντανάκλαση όλων αυτών στην κυβερνητική πολιτική του κόμματος είναι π.χ. η ύπαρξη του ιδιωτικού κεφαλαίου στους κοινωνικούς τομείς της υγείας, της παιδείας, τα δίδακτρα σε όλες τις βαθμίδες των κρατικών φορέων εκπαίδευσης.

Από την άλλη μεριά υπάρχουν ακόμα περιθώρια ένα ΚΚ σε συνθήκες όπως του Βιετνάμ να υπερασπίζεται τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης στο κεφάλαιο, γιατί ξεκινά από πολύ χαμηλά η αξία της, σε σύγκριση με εκείνη στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Δηλαδή μια ξένη επένδυση στο Βιετνάμ έχει δυνατότητα υπερκέρδους με μισθούς πολύ χαμηλούς σε σύγκριση με εκείνους στη χώρα συσσώρευσής του, που ανεβάζουν όμως το επίπεδο διαβίωσης της καθυστερημένης χώρας. Ετσι το ΚΚ Βιετνάμ μπορεί να έχει ως κυβερνητικό κόμμα ορισμένη παρέμβαση στις συμφωνίες με το ξένο κεφάλαιο ως προς τους μισθούς και άλλους όρους της αγοράς εργατικής δύναμης. Αλλά αυτού του είδους η κρατική παρέμβαση δε συνιστά «πορεία προς το σοσιαλισμό» ή «σοσιαλιστικό προσανατολισμό». Δεν αποτέλεσε ούτε στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, π.χ. στη Σουηδία, με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη διακυβέρνηση επί δεκαετίες που εφάρμοσαν γενικευμένη πολιτική κοινωνικών παροχών.

Ούτε κυβερνητικά προγράμματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας συνιστούν «σοσιαλιστική κατεύθυνση». Τέτοια, καθώς και αντίστοιχα εκπορευόμενα από τους καπιταλιστές, την εκκλησία κλπ., υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει καπιταλισμός.

Επίσης, η ύπαρξη ενός «κομμουνιστικού» ή «σοσιαλιστικού» ή «σοσιαλδημοκρατικού» κόμματος στη διακυβέρνηση, δηλαδή με πολιτική εξασφάλισης και κάποιων κρατικών επιχειρήσεων σε συνθήκες κυριαρχίας της κεφαλαιακής σχέσης, δεν ανέτρεψε την πηγή της ανισομετρίας και της αναρχίας στην παραγωγή και στην κατανομή του προϊόντος της, την πόλωση μεταξύ πλούτου και φτώχειας, την εκδήλωση κρίσεων υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Ιστορικά έχει κριθεί η λεγόμενη «μικτή οικονομία», που σε καμία περίπτωση δεν οδήγησε σε σοσιαλισμό.

Επομένως η οικονομία του Βιετνάμ είναι εκτεθειμένη σε μια τέτοια προοπτική, η εργατική τάξη και ο φτωχός αγροτικός πληθυσμός είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο μιας τρομακτικής επιδείνωσης της θέσης τους σε συνθήκες εκδήλωσης οικονομικής κρίσης.

Το ΚΚ θα δικαιώσει τον τίτλο του στο βαθμό που θα έχει προετοιμάσει την εργατική τάξη σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά για νέα φάση της ταξικής πάλης, ζήτημα που θα κριθεί ιστορικά.

Ερώτηση: Στην Ελλάδα, αλλά και σε όλον τον κόσμο, ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν με οράματα που συμβολίζονταν από τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του λαού του Βιετνάμ, των μικρόσωμων με το μεγάλο σθένος, που νίκησαν τους μεγαλόσωμους και τεχνικά υπέροπλους Αμερικανούς. Ηταν ιστορική η ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ, αποτυπώθηκε σε βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες, αφίσες, προσωποποιήθηκε στη μορφή του Χο Τσι Μινχ, ηγέτη του Βιετνάμ. Ακόμα και σήμερα, νεότερες γενιές τουλάχιστον κομμουνιστών και κομμουνιστριών έχουν συνδέσει το σοσιαλιστικό όραμα με τον ηρωικό αγώνα λαών, όπως του Βιετνάμ. Ποιο είναι το μήνυμά σας σε αυτούς τους νέους και τις νέες, αλλά και στους μεγαλύτερης ηλικίας αγωνιστές;

Ελένη Μπέλλου: Ο 20ός αιώνας, με αφετηρία τη νικηφόρα Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία το 1917, έδωσε μια μεγάλη ώθηση στην κοινωνική πρόοδο. Διέτρεξε απόσταση κοινωνικής - πολιτιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία, στα βάθη της Ασίας, στην Κούβα, που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να τη διατρέξει, αν δεν είχε κινητοποιηθεί όλη αυτή η λαϊκή δύναμη στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες και με τις τουλάχιστον ελάχιστες υλικές προϋποθέσεις που είχαν διαμορφωθεί στη Ρωσία. Αυτή η ιστορική κίνηση δε διαγράφεται από το γεγονός ότι έχασε τη δυναμική της, δεν εξασφάλισε τις θεωρητικές και πολιτικές προϋποθέσεις για να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες της ταξικής πάλης, σε διεθνή συσχετισμό που βάραινε η μη πραγματοποίηση σοσιαλιστικής επανάστασης στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, που δεν αξιοποιήθηκε η μεγάλη οικονομική κρίση του μεσοπολέμου και η επαναστατική κατάσταση σε κάποιες χώρες προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση και αλλού η πορεία προς αυτήν κατά τον 20ό αιώνα αποτελεί τη μαγιά για να ανασυγκροτηθεί το επαναστατικό εργατικό, το κομμουνιστικό κίνημα στον 21ο αιώνα, για να πετύχει το γενικευμένο και οριστικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Επαναστατικό όραμα και επαναστατική δράση είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε ρεαλιστικά και ελπιδοφόρα μηνύματα για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες, νεότερης και μεγαλύτερης ηλικίας, αγωνιστές και αγωνίστριες που δε βολεύονται στη σαπίλα του καπιταλισμού, που δεν εγκλωβίζονται στην ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία, στην αντιδραστική χειραγώγηση. Η κοινωνική πρόοδος αναπτύσσεται όχι ευθύγραμμα αλλά σε σπειροειδή κίνηση. Εκεί που φαινομενικά τείνει να κλείσει ένας κύκλος, έχει ήδη περάσει σε ανώτερο επίπεδο. Ετσι η ολοκλήρωση του κύκλου της πρώτης ιστορικής πείρας σοσιαλιστικής εξουσίας και οικοδόμησης έχει μέσα της την αφετηρία ενός νέου κύκλου σε ανώτερο, πιο ώριμο επίπεδο, με τη συνειδητά πιο ώριμη δράση μας.


5. The Anti-War Movement in the United States

Mark Barringer


Along with the Civil Rights campaigns of the 1960s, one of the most divisive forces in twentieth-century U.S. history. The antiwar movement actually consisted of a number of independent interests, often only vaguely allied and contesting each other on many issues, united only in opposition to the Vietnam War. Attracting members from college campuses, middle-class suburbs, labor unions, and government institutions, the movement gained national prominence in 1965, peaked in 1968, and remained powerful throughout the duration of the conflict. Encompassing political, racial, and cultural spheres, the antiwar movement exposed a deep schism within 1960s American society.

A small, core peace movement had long existed in the United States, largely based in Quaker and Unitarian beliefs, but failed to gain popular currency until the Cold War era. The escalating nuclear arms race of the late 1950s led Norman Cousins, editor of the Saturday Review, along with Clarence Pickett of the American Society of Friends (Quakers), to found the National Committee for a Sane Nuclear Policy (SANE) in 1957. Their most visible member was Dr. Benjamin Spock, who joined in 1962 after becoming disillusioned with President Kennedy's failure to halt nuclear proliferation. A decidedly middle-class organization, SANE represented the latest incarnation of traditional liberal peace activism. Their goal was a reduction in nuclear weapons. Another group, the Student Peace Union (SPU), emerged in 1959 on college campuses across the country. Like SANE, the SPU was more liberal than radical. After the Joseph McCarthy­inspired dissolution of Communist and Socialist organizations on campuses in the 1950s, the SPU became the only option remaining for nascent activists. The goal of the SPU went beyond that of SANE. Unwilling to settle for fewer nuclear weapons, the students desired a wholesale restructuring of American society. The SPU, never an effective interest group, faded away in 1964, its banner taken up by a more active assemblage, Students for a Democratic Society (SDS).

SDS formed in 1960 as the collegiate arm of an Old Left institution with an impressive heritage-the League for Industrial Democracy. Jack London had been a member, as had Upton Sinclair, but the organization had long lain dormant until Michael Harrington, a New York socialist, revived it late in the 1950s as a forum for laborers, African Americans, and intellectuals. Within a single year, however, SDS was taken over by student radicals Al Haber and Tom Hayden, both of the University of Michigan. In June 1962, fifty-nine SDS members met with Harrington at Port Huron, Michigan, in a conference sponsored by the United Auto Workers. From this meeting materialized what has been called the manifesto of the New Left-the Port Huron Statement. Written by Hayden, the editor of the University of Michigan student newspaper, the 64-page document expressed disillusionment with the military-industrial-academic establishment. Hayden cited the uncertainty of life in Cold War America and the degradation of African Americans in the South as examples of the failure of liberal ideology and called for a reevaluation of academic acquiescence in what he claimed was a dangerous conspiracy to maintain a sense of apathy among American youth.

Throughout the first years of its existence, SDS focused on domestic concerns. The students, as with other groups of the Old and New Left, actively supported Lyndon Johnson in his 1964 campaign against Barry Goldwater. Following Johnson's victory, they refrained from antiwar rhetoric to avoid alienating the president and possibly endangering the social programs of the Great Society. Although not yet an antiwar organization, SDS actively participated in the Civil Rights struggle and proved an important link between the two defining causes of the decade.

Another bridge between Civil Rights and the antiwar crusade was the Free Speech Movement (FSM) at the University of California at Berkeley. Begun in December 1964 by students who had participated in Mississippi's "Freedom Summer," the FSM provided an example of how students could bring about change through organization. In several skirmishes with University President Clark Kerr, the FSM and its dynamic leader Mario Savio publicized the close ties between academic and military establishments. With the rise of SDS and the FSM, the Old Left peace advocates had discovered a large and vocal body of sympathizers, many of whom had gained experience in dissent through the Civil Rights battles in the South. By the beginning of 1965, the antiwar movement base had coalesced on campuses and lacked only a catalyst to bring wider public acceptance to its position.

That catalyst appeared early in February, when the U.S. began bombing North Vietnam. The pace of protest immediately quickened; its scope broadened. In February and again in March of 1965, SDS organized marches on the Oakland Army Terminal, the departure point for many troops bound for Southeast Asia. On 24 March, faculty members at the University of Michigan held a series of "teach-ins," modeled after earlier Civil Rights seminars, that sought to educate large segments of the student population about both the moral and political foundations of U.S. involvement. The teach-in format spread to campuses around the country and brought faculty members into active antiwar participation. In March, SDS escalated the scale of dissent to a truly national level, calling for a march on Washington to protest the bombing. On 17 April 1965, between 15,000 and 25,000 people gathered at the capital, a turnout that surprised even the organizers.

Buoyed by the attendance at the Washington march, movement leaders, still mainly students, expanded their methods and gained new allies over the next two years. "Vietnam Day," a symposium held at Berkeley in October 1965, drew thousands to debate the moral basis of the war. Campus editors formed networks to share information on effective protest methods; two of these, the Underground Press Syndicate (1966) and the Liberation News Service (1967), became productive means of disseminating intelligence. In spring 1967, over 1,000 seminarians from across the country wrote to Secretary of Defense Robert McNamara advocating recognition of conscientious objection on secular, moral grounds. In June, 10,000 students wrote, suggesting the secretary develop a program of alternative service for those who opposed violence. A two-day march on the Pentagon in October 1967 attracted nationwide media attention, while leaders of the war resistance called for young men to turn in their draft cards. The movement spread to the military itself; in 1966, the "Fort Hood 3" gained acclaim among dissenters for their refusal to serve in Vietnam. Underground railroads funneled draft evaders to Canada or to Sweden; churches provided sanctuary for those attempting to avoid conscription.

Perhaps the most significant development of the period between 1965 and 1968 was the emergence of Civil Rights leaders as active proponents of peace in Vietnam. In a January 1967 article written for the Chicago Defender, Martin Luther King, Jr. openly expressed support for the antiwar movement on moral grounds. Reverend King expanded on his views in April at the Riverside Church in New York, asserting that the war was draining much-needed resources from domestic programs. He also voiced concern about the percentage of African American casualties in relation to the total population. King's statements rallied African American activists to the antiwar cause and established a new dimension to the moral objections of the movement. The peaceful phase of the antiwar movement had reached maturity as the entire nation was now aware that the foundations of administration foreign policy were being widely questioned.

As the movement's ideals spread beyond college campuses, doubts about the wisdom of escalation also began to appear within the administration itself. As early as the summer of 1965, Undersecretary of State George Ball counseled President Johnson against further military involvement in Vietnam. In 1967 Johnson fired Defense Secretary McNamara after the secretary expressed concern about the moral justifications for war. Most internal dissent, however, focused not on ethical but on pragmatic criteria, many believing that the cost of winning was simply too high. But widespread opposition within the government did not appear until 1968. Exacerbating the situation was the presidential election of that year, in which Johnson faced a strong challenge from peace candidates Eugene McCarthy, Robert Kennedy, and George McGovern, all Democrats, as well as his eventual successor, Richard M. Nixon. On 25 March Johnson learned that his closest advisors now opposed the war; six days later, he withdrew from the race.

As with the bombing of North Vietnam in 1965, which had touched off an explosion of interest in peace activities, another Southeast Asian catalyst instigated the most intense period of antiwar protest early in 1968. The Tet Offensive of late January led many Americans to question the administration's veracity in reporting war progress and contributed to Johnson's decision to retire. After Tet American public opinion shifted dramatically, with fully half of the population opposed to escalation. Dissent escalated to violence. In April protesters occupied the administration building at Columbia University; police used force to evict them. Raids on draft boards in Baltimore, Milwaukee, and Chicago soon followed, as activists smeared blood on records and shredded files. Offices and production facilities of Dow Chemical, manufacturers of napalm, were targeted for sabotage. The brutal clashes between police and peace activists at the August Democratic National Convention in Chicago typified the divided nature of American society and foreshadowed a continuing rise in domestic conflict.

The antiwar movement became both more powerful and, at the same time, less cohesive between 1969 and 1973. Most Americans pragmatically opposed escalating the U.S. role in Vietnam, believing the economic cost too high; in November of 1969 a second march on Washington drew an estimated 500,000 participants. At the same time, most disapproved of the counterculture that had arisen alongside the antiwar movement. The clean-cut, well-dressed SDS members, who had tied their hopes to McCarthy in 1968, were being subordinated as movement leaders. Their replacements deservedly gained less public respect, were tagged with the label "hippie," and faced much mainstream opposition from middle-class Americans uncomfortable with the youth culture of the period-long hair, casual drug use, promiscuity. Protest music, typified by Joan Baez and Bob Dylan, contributed to the gulf between young and old. Cultural and political protest had become inextricably intertwined within the movement's vanguard. The new leaders became increasingly strident, greeting returning soldiers with jeers and taunts, spitting on troops in airports and on public streets. A unique situation arose in which most Americans supported the cause but opposed the leaders, methods, and culture of protest.

The movement regained solidarity following several disturbing incidents. In February 1970 news of the My Lai massacre became public and ignited widespread outrage. In April President Nixon, who had previously committed to a planned withdrawal, announced that U.S. forces had entered Cambodia. Within minutes of the televised statement, protesters took to the streets with renewed focus. Then, on 4 May, Ohio National Guardsmen fired on a group of student protesters at Kent State University, killing four and wounding sixteen. Death, previously distant, was now close at hand. New groups-Nobel science laureates, State Department officers, the American Civil Liberties Union-all openly called for withdrawal. Congress began threatening the Nixon administration with challenges to presidential authority. When the New York Times published the first installment of the Pentagon Papers on 13 June 1971, Americans became aware of the true nature of the war. Stories of drug trafficking, political assassinations, and indiscriminate bombings led many to believe that military and intelligence services had lost all accountability. Antiwar sentiment, previously tainted with an air of anti-Americanism, became instead a normal reaction against zealous excess. Dissent dominated America; the antiwar cause had become institutionalized. By January 1973, when Nixon announced the effective end of U.S. involvement, he did so in response to a mandate unequaled in modern times.

References

DeBenedetti, Charles. An American Ordeal: The Antiwar Movement of the Vietnam Era. Syracuse, NY: Syracuse University Press, 1990.
Garfinkle, Adam. Telltale Hearts: The Origins and Impact of the Vietnam Antiwar Movement. New York: St. Martin's Press, 1995.
Halstead, Fred. Out Now! A Participant's Account of the American Movement Against the Vietnam War. New York: Monad Press, 1978.
from Encyclopedia of the Vietnam War: A Political, Social, and Military History. Ed. Spencer C. Tucker. Oxford, UK: ABC-CLIO, 1998. Copyright © 1998 by Spencer C. Tucker. [NOTE: This three-volume set is the most comprehensive reference work on the Vietnam War. A concise one-volume edition is now available for the general reader.]


6. The Postwar Impact of Vietnam

Harvard Sitikoff

Following the end of America’s combat role in Vietnam in 1973, and the subsequent fall of Saigon to the North Vietnamese Army (NVA) in 1975, the often prophesied and much feared resurgence of McCarthyite Red-baiting, the bitter accusations of "who lost Vietnam?" barely transpired. Rather than massive recriminations, a collective amnesia took hold. The majority of Americans, it appeared, neither wanted to talk or think about their nation's longest and most debilitating war--the only war the United States ever lost. That forgetfulness gave way in the early 1980s to a renewed interest in the war: Hollywood, network television, and the music industry made Vietnam a staple of popular culture; and scholars, journalists, and Vietnam veterans produced a flood of literature on the conflict, especially concerning its lessons and legacies. Much of it, emphasizing the enormity of the damage done to American attitudes, institutions, and foreign policy by the Vietnam ordeal, echoed George R. Kennan's depiction of the Vietnam War as "the most disastrous of all America's undertakings over the whole two hundred years of its history."

Initially, the humiliating defeat imposed by a nation Secretary of State Henry Kissinger had described as "a fourth-rate power" caused a loss of pride and self-confidence in a people that liked to think of the United States as invincible. An agonizing reappraisal of American power and glory dampened the celebration of the Bicentennial birthday in 1976. So did the economic woes then afflicting the United States, which many blamed on the estimated $167 billion spent on the war. President Lyndon B. Johnson's decision to finance a major war and the Great Society simultaneously, without a significant increase in taxation, launched a runaway double-digit inflation and mounting federal debt that ravaged the American economy and eroded living standards from the late 1960s into the 1990s.

The United States also paid a high political cost for the Vietnam War. It weakened public faith in government, and in the honesty and competence of its leaders. Indeed, skepticism, if not cynicism, and a high degree of suspicion of and distrust toward authority of all kind characterized the views of an increasing number of Americans in the wake of the war. The military, especially, was discredited for years. It would gradually rebound to become once again one of the most highly esteemed organizations in the United States. In the main, however, as never before, Americans after the Vietnam War neither respected nor trusted public institutions.

They were wary of official calls to intervene abroad in the cause of democracy and freedom, and the bipartisan consensus that had supported American foreign policy since the 1940s dissolved. Democrats, in particular, questioned the need to contain communism everywhere around the globe and to play the role of the planet's policeman. The Democratic majority in Congress would enact the 1973 War Powers Resolution, ostensibly forbidding the president from sending U.S. troops into combat for more than ninety days without congressional consent. Exercising a greater assertiveness in matters of foreign policy, Congress increasingly emphasized the limits of American power, and the ceiling on the cost Americans would pay in pursuit of specific foreign policy objectives. The fear of getting bogged down in another quagmire made a majority of Americans reluctant to intervene militarily in Third World countries. The neo-isolationist tendency that former President Richard M. Nixon called "the Vietnam syndrome" would be most manifest in the public debates over President Ronald Reagan's interventionist policies in Nicaragua and President George Bush's decision to drive Iraqi forces out of Kuwait. Despite the victorious outcome of the Persian Gulf War for the United States and its allies, and President Bush's declaration in March 1991--"By God, we've kicked the Vietnam syndrome once and for all!"--the fear of intervention would reappear in the public debate over President Bill Clinton's commitment of U.S. peacekeeping forces in Somalia and Bosnia. Quite clearly, for at least a quarter of a century after the Vietnam War ended, that conflict continued to loom large in the minds of Americans. Accordingly, a new consensus among foreign policy makers, reflecting the lessons learned from the Vietnam War, became manifest: the United States should use military force only as a last resort; only where the national interest is clearly involved; only when there is strong public support; and only in the likelihood of a relatively quick, inexpensive victory.

Another consensus also gradually emerged. At first, rather than giving returning veterans of the war welcoming parades, Americans seemed to shun, if not denigrate, the 2 million-plus Americans who went to Vietnam, the 1.6 million who served in combat, the 300,000 physically wounded, the many more who bore psychological scars, the 2,387 listed as "missing in action," and the more than 58,000 who died. Virtually nothing was done to aid veterans and their loved ones who needed assistance in adjusting. Then a torrent of fiction, films, and television programs depicted Vietnam vets as drug-crazed psychotic killers, as vicious executioners in Vietnam and equally vicious menaces at home. Not until after the 1982 dedication of the Vietnam Veterans Memorial in Washington, D.C., did American culture acknowledge their sacrifice and suffering, and concede that most had been good soldiers in a bad war.

Yet this altered view of the Vietnam veterans as victims as much as victimizers, if not as brave heroes, was not accompanied by new public policies. Although most veterans did succeed in making the transition to ordinary civilian life, many did not. More Vietnam veterans committed suicide after the war than had died in it. Even more--perhaps three-quarters of a million--became part of the lost army of the homeless. And the nearly 700,000 draftees, many of them poor, badly educated, and nonwhite, who had received less than honorable discharges, depriving them of educational and medical benefits, found it especially difficult to get and keep jobs, to maintain family relationships, and to stay out of jail. Although a majority of Americans came to view dysfunctional veterans as needing support and medical attention rather than moral condemnation, the Veterans Administration, reluctant to admit the special difficulties faced by these veterans and their need for additional benefits, first denied the harm done by chemicals like Agent Orange and by the posttraumatic stress disorder (PTSD) afflicting as many as 700,000, and then stalled on providing treatment.

Although diminishing, the troublesome specter of the Vietnam War continued to divide Americans and haunt the national psyche. It surfaced again in 1988 when Bush's running mate, Dan Quayle, had to defend his reputation against revelations that he had used family political connections to be admitted into the Indiana National Guard in 1969 to avoid the draft and a possible tour of duty in Vietnam. It emerged four years later when Bill Clinton, the Democratic candidate for president, faced accusations that he had evaded the draft and then organized antiwar demonstrations in 1969 while he was a Rhodes scholar in England. In each instance, such charges reminded Americans of the difficult choices young Americans had to make in what many saw as at best a morally ambiguous war.

Mostly, remembrances continue to be stirred by the Vietnam Veterans Memorial, the most visited site in the nation's capital. Its stark black granite reflecting panels, covered with the names of the more than 58,000 American men and women who died in Vietnam, is a shrine to the dead, a tombstone in a sloping valley of death. Lacking all the symbols of heroism, glory, patriotism, and moral certainty that more conventional war memorials possess, the Vietnam Veterans Memorial is a somber reminder of the loss of too many young Americans, and of what the war did to the United States and its messianic belief in its own overweening virtue.

From The Oxford Companion to American Military History. Ed. John Whiteclay Chambers II. New York: Oxford UP, 1999. Copyright © 1999 by Oxford UP.


7. Αντιπολεμικά Τραγούδια για το Βιετνάμ






















8. Platoon (η ταινία)

παραθέτουμε εδώ το trailer της πασίγνωστης ταινίας του Όλιβερ Στόουν "Platoon"



9. Η Ατίθαση Γενιά του '60 (Video)

Leave a Reply

 
Αριστερή Διέξοδος © 2011 DheTemplate.com & Main Blogger. Supported by Makeityourring Diamond Engagement Rings

You can add link or short description here

Google+