AristeriDiexodos. Powered by Blogger.
 
Saturday, March 23, 2013

Για την Ελληνική Επανάσταση του 1821

0 comments

Συνεχίζουμε τη προσπάθεια για μια σταθερή στήλη Ιστορίας με ετικέτα "Ιστορία των Λαών". Σήμερα καταπιανόμαστε με την Επανάσταση του 1821, την ιστορία της και το χαρακτήρα της. Μαζεύουμε κείμενα, απόψεις και ντοκουμέντα και σας τα παρουσιάζουμε εδώ. Φυσικά το θέμα της Επανάστασης είναι τεράστιο και εδώ συλλέξαμε μόνο ένα μικρό μέρος στοιχείων, δεδομένων και απόψεων που αξίζουν μόνο ως προτροπή για περαιτέρω μελέτη!


Περιεχόμενα:
  1. Κ. Παλούκης: Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της επανάστασης του 1821
  2. Ριζοσπάστης: Η Επανάσταση του 1821
  3. Από την Οθωμανική στην οικονομική υποδούλωση
  4. Πολιτικό Καφενείο: Η Επανάσταση του 1821 και ο ρόλος της Εκκλησίας Παν. Βήχος 
  5. Γ. Μηλιός: Η εξέλιξη των αντιλήψεων της κομμουνιστικής αριστεράς για τον ελληνικό καπιταλισμό: η περίπτωση του Γ. Κορδάτου
  6. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα
  7. Λένιν: για το Ζήτημα της Αυτοδιάθεσης των Εθνών 
  8. ο Θούριος του Ρήγα
  9. Ρήγας Φεραίος: ο Βαλκάνιος Διεθνιστής Επαναστάτης
  10. Γ. Κορδάτος: Ο Ρήγας Φεραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία
  11. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
  12. Ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα

1. ο Δημοκρατικός Χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

του Κώστα Παλούκη, Νομική, 20/3/2012

Ο χαρακτηρισμός της φυσιογνωμίας μιας επανάστασης είναι βέβαια αναγκαίος και ως προς τα πολιτικά-ιδεολογικά, αλλά και ως προς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του 1821 είτε προκρίνουν τη λατρεία των στρατιωτικών αρχηγών είτε των πολιτικών και των κοτζαμπάσιδων συνήθως εμμένουν αποκλειστικά στην εθνική ή κοινωνική πλευρά της επανάστασης. Πολλές φορές η επανάσταση φαντάζει σαν μια διαδικασία σύγκρουσης πελατειακών και συγγενικών συσσωματώσεων χωρίς αρχές με σκοπό αποκλειστικά την εξουσία και το κέρδος, ή σαν ένα διπλωματικό παιχνίδι των ξένων δυνάμεων και των υποτελών τους ξενικών κομμάτων ή σε πιο πρόσαφατες αναγνώσεις σαν μια ατελείωτη εκατόμβη νεκρών. Αυτό συνήθως συμβαίνει διότι το 21 προσφέρεται κυρίως για ιδεολογικοποίηση των πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών όλων των ρευμάτων και των κομμάτων σε κάθε συγκυρία. Ωστόσο παρά τις πολλές διαφοροποιήσεις οι αναγνώσεις του 1821 διατηρούν έναν κοινό τόπο, δηλαδή την υποτίμηση του δημοκρατικού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα της επανάστασης.  

Ο μαρξιστικός λόγος στην Ελλάδα εμφανίστηκε επανερμηνεύοντας την ελληνική επανάσταση, όπως π.χ. Το Κοινωνικό Ζήτημα του Γ. Σκληρού, ή ακόμη περισσότερο Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821 του Γ. Κορδάτου. Και οι δύο, παρότι σχηματοποιούμε τις απόψεις τους, εστίαζαν στον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης με την έννοια ότι η επανάσταση πραγματοποιήθηκε από μια ελληνική αστική τάξη. Αν και θεωρούν πως οι αστοί τελικά ηττήθηκαν στην επανάσταση από τους κοντζαμπάσιδες, ωστόσο και οι δύο αναγνωρίζουν ότι μέχρι το 1880 επιτεύχθηκε σταδιακά η ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού του νέου ελληνικού κράτους. Μια τέτοια αναγνώριση έθετε ως επιταγή για την αριστερά το επόμενο βήμα, δηλαδή την μετάβαση στον σοσιαλισμό. Όταν όμως το κομμουνιστικό κίνημα άλλαξε στρατηγικό προσανατολισμό στα μέσα της δεκαετίας του 1930, άλλαξε και τον τρόπο πρόσληψης του 1821: δεν είναι οι αστοί πλέον, αλλά ο λαός με τους λαοπρόβλητους στρατιωτικούς ηγέτες που έκανε την επανάσταση όχι μόνο ενάντια στους οθωμανούς, αλλά και ενάντια στους αστούς και τους προδότες κοντζαμπάσιδες. Αυτή η ανάγνωση πιστεύει πως ο αστικός δημοκρατικός χαρακτήρας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στην Ελλάδα, συνεπώς θεωρήθηκε καθήκον του προλεταριάτου να οργανώσει μια αστικοδημοκρατική επανάσταση που θα μετατραπεί αμέσως σε σοσιαλιστική. Κύριος ιδεολογικός εκφραστής του σχήματος αυτού ήταν ο Γιάννης Ζεύγος.
Και τα δύο αυτά γενικά σχήματα ενέχουν σοβαρές αδυναμίες – κυρίως το δεύτερο – αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά χρήσιμα θετικά στοιχεία. Αυτό το οποίο απουσιάζει γενικά από τις περισσότερες επίσημες ή αριστερές αναγνώσεις του 1821 είναι η συστηματική παρακολούθηση του λόγου των ίδιων των υποκειμένων με βάση τις διατυπωμένες αρχές και θέσεις τους. Εδώ θα προσπαθήσω να παρουσιάσω πλευρές του πολιτικού, ριζοσπαστικού και δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης.

Με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ενσωματώνεται ως κατακτημένη και βρίσκεται πράγματι με όρους ομηρείας, αλλά εσωτερικά άθικτη η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μαλιστα, τα πολυδιασπασμένα τμήματα της Αυτοκρατορίας επανενοποιούνται και θα έλεγε κανείς πως η αυτοκρατορία επανασυστήνεται ως κατακτημένο μιλλέτ κάτω από την πατριαρχική πλέον και όχι αυτοκρατορική μήτρα. Μέχρι τον 17ο αιώνα η οποιαδήποτε ιδέα «απελευθέρωσης»  από τον Σουλτάνο αφορά την ανασύσταση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι μέσα από μια επανάσταση, αλλά μέσα από μια κατάκτηση από έναν άλλο ομόδοξο βασιλιά. Αυτή ήταν η πολιτική ουσία του μύθου για το ξανθό γένος. Ουσιαστικά δηλαδή ευαγγελίζεται την ίδρυση ενός βασιλείου τύπου Παλαιού Καθεστώτος. Συνεπώς, η διατήρηση και η αναθέρμανση του μύθου βρίσκεται σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από εκείνη της εθνικής και αστικής-δημοκρατικής επανάστασης που θα καταλήξει σε ένα κοσμικό εθνικό και αστικο δημοκρατικό κράτος. Ωστόσο είναι μια υπαρκτή ιδεολογία η οποία πράγματι διατηρεί με λανθάνοντα τρόπο στους ορθόδοξους την ελπίδα ενός είδους «απελευθέρωσης».

Ωστόσο μέσα στα πλαίσια της φαντασιακής ρωμαιόρθοδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίζονται νέες ιδεολογικές τάσεις οι οποίες σταδιακά δημιουργούν έναν κοσμικό πόλο στο εσωτερικό της και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εκκοσμίκευση και εθνικοποίηση του αμιγώς θρησκευτικού χαρακτήρα της. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται από τα τέλη του 17ου αιώνα και σε όλο τον 18ο αιώνα στα πλαίσια ανάπτυξης ενός ισχνού καπιταλισμού μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μια ρωμαιορθόδοξη κοσμική εμπορική αστική τάξη, αλλά και μια ρωμαιορθόδοξη βιοτεχνική αστική τάξη. Ταυτόχρονα, στα ηγετικά κλιμάκια διαμορφώνεται μια τάξη ρωμαιορθόδοξων διανοουμένων Φαναριωτών κρατικών αξιωματούχων η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με την ιερατική ελίτ και ως εκ τούτου με το αμιγώς θρησκευτικό πρόσημο στην ρωμαίικη ταυτότητα. Σε αυτούς τους νέους φορείς η συνείδηση του Ρωμιού αποκτά έναν νέο κοσμικό χαρακτήρα, ενώ συγκροτείται και προοωθείται ένα πολιτικό σχέδιο ανασύστασης του ρωμαϊκού βασιλείου με τα χαρακτηριστικά της «πεφωτισμένης δεσποτείας», αν και πάντα βέβαια με την υποστήριξη των Ρώσων.

Η πιο σημαντική τομή όμως έρχεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Τότε μια νέα ριζοσπαστική μεσαία ελίτ διανοουμένων εμπνευσμένων από τον γαλλικό διαφωτισμό, την γαλλική επανάσταση και το διαφωτιστικό αρχαιοελληνικό ιδεώδες υιοθετεί ένα επαναστατικό αστικό δημοκρατικό σχέδιο για όλη την ρωμαίικη χριστιανική κοινότητα. Συνδέει όμως την τελευταία με την Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα με την αμεσοδημοκρατική κλασσική Αθήνα. Έτσι όχι μόνο την εκκοσμικεύει, αλλά και την ελληνοποιεί. Το σχέδιο αυτό αποτυπώνεται στα κείμενα του ελληνικού διαφωτισμού και συγκεκριμένα στο σχέδιο του Ρήγα για μια ελληνική δημοκρατία στην οποία όμως θα μετέχουν «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί». Ο διανοούμενος όμως ο οποίος θα καθορίσει κομβικά αυτό το σχέδιο θα είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.

Τα νέα αυτά ριζοσπαστικά στρώματα έρχονται σε ιδεολογική αντίθεση με την προηγούμενη φαναριώτικη ελίτ η οποία συντηρητικοποιείται και συμμαχεί ανοιχτά με το εκκλησιαστικό και οθωμανικό εξουσιαστικό σύστημα. Η διαμάχη ανάμεσα στους διαφωτιστές και τους πατριαρχικούς είναι βαθειά πολιτική και ιδεολογική, αλλά και συνειδησιακή, καθώς ένας νέος κοσμικός πόλος με αστικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά πιέζει για μια συνολική επανανοηματοδότηση της ρωμαιο-ορθόδοξης φαντασιακής κοινότητας. Η τοποθέτηση των αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων απέναντι σε αυτήν την διαμάχη είναι αντιφατική. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Σμύρνης μάλλον τα συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα τοποθετούνται εχθρικά στην ιδέα του δημοκρατικού διαφωτισμού, καθώς ταυτίζεται με τα σχέδια της σμυρναίικης ελληνικής αστικής τάξης για την αποδιάρθρωση του βιοτεχνικού συντεχνιακού συστήματος. Γι΄αυτό η εξέγερση των κατώτερων εργατικών στρωμάτων στα 1819 είναι αντιδιαφωτιστική, φιλορθόδοξη και αντι-αστική. Υπερασπίζεται τις αξίες και ως εκ τούτου το μοντέλο του Παλαιού Καθεστώτος.

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας από μεσαία αστικά στρώματα στην Οδησσό σηματοδοτεί μια νέα προσπάθεια μπολιάσματος των ελληνικών εθνικών αστικών δημοκρατικών ιδεωδών σε ηγετικές, αλλά και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες της ρωμαιορθόδοξης κοινότητας. Μέχρι το 1820 η Εταιρεία αποκτά μια θεαματική μαζικοποίηση διαδίδοντας το επαναστατικό μήνυμα και διαμορφώνοντας ελληνικές επαναστατικές συνειδήσεις σε εμπόρους, προεστούς, αρματολούς, άνεργους από τους ναπολεόντιους πολέμους στρατιωτικούς, σε κατώτερα εκκλησιαστικά στρώματα και σε λίγους επισκόπους. Δημιουργείται μια κοινωνική συμμαχία που μιλά για επανάσταση και οραματίζεται ένα φιλελεύθερο ελληνικό εθνικό κράτος. Σε αυτήν την προσπάθεια σημειώνεται ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε ένα επαναστατικό μοντέλο τύπου γαλλικής επανάστασης και ένα παραδοσιακό μοντέλο «απελευθέρωσης» από τον ρώσο ορθόδοξο μονάρχη, καθώς η δεύτερη εκδοχή προσαρμόζεται σε ένα σενάριο όπου ξεσπά πρώτα η επανάσταση και στη συνέχεια επεμβαίνει η Ρωσία. Το μήνυμα της επανάστασης αρχικά γίνεται ενθουσιωδώς δεκτό από το περισσότερο θιγόμενο οικονομικά τμήμα, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους της νότιας Βαλκανικής. Τελικά, πείθονται και οι προεστοί και η επανάσταση, ενώ ξεκινά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τελικά επικρατεί στα 1821-4 στην Στερεά Ελλάδα, νησιά και Πελοπόννησο. Σε αυτό βέβαια κατραλυτικό ρόλο έπαιξε ο πόλεμος των Οθωμανών με τον Αλή Πασά.    

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, την απελευθέρωση πολλών περιοχών και πόλεων, τις μαζικές σφαγές χιλιάδων τούρκων και τον εγκλεισμό της τουρκικής ηγεσίας στην Τριπολιτσά τίθεται επειγόντως το ζήτημα της διακυβέρνησης. Όσα σχέδια πολιτικής οργάνωσης των επαναστατημένων κατατίθενται, έχουν έναν κοινό παρανομαστή, την συγκρότηση αντιπροσωπευτικών δομών. Ταυτόχρονα, η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας εκφράζοντας τα αστικά κοινοβουλευτικά ιδεώση εισέρχονται και υποκαθιστούν ή πλευρίζουν και συνυπάρχουν με την έννοια ενός θρησκευτικού πολέμου που εκφράζει το ιδεώδες ενός ορθόδοξου μονάρχη.

Στην Πελοπόννησο δημιουργείται εξαρχής ένα τεταμένο κλίμα ανάμεσα σε προεστούς και στρατιωτικούς της Φιλικής Εταιρείας. Ήδη πριν την άφιξη του Υψηλάντη οι πελοποννήσιοι είχα φτιάξει δικά τους κυβερνητικά όργανα. Στις 26 Μαΐου 1821 34 πελοποννήσιοι αντιπρόσωποι στην πλειονότητα δεύτερης τάξης άρχοντες, αλλά και ιερωμενοι και στρατιωτικοί σχήματισαν την Πελοποννησιακή Γερουσία. Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο οποίος μαζί με τα μέλη της θα διοικούσε σύμφωνα με τις αρχές της αρμονίας και της ευταξίας. Πρόκειται για ένα ολογαρχικό πολιτικό σύστημα το οποίο επιβεβαιώνει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των μωραιτών αρχόντων. Απέναντι σε αυτό ο υψηλάντης συγκρότησε μια δική του καγκελαρία συσπειρώνοντας τους στρατιωτικούς με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη. Η διάσταση μεταξύ τους έλαβε τον χαρακτήρα έντασης όταν ο Υψηλάντης διεκδίκησε να έχει αυτός την ηγεσία αντί της γερουσίας.

Ήδη από την αρχή της επανάστασης φάνηκε ότι οι παραδοσιακές πελατειακές δομές στην Πελοπόννησο διαταράχτηκαν και ότι οι αντάρτες αντιπαρατέθηκαν σαν αυτόνομη δύναμη απέναντι στους κοντζαμπάσιδες, δηλαδή τους επικεφαλής των πελατειακών ενώσεων. Ο Κολοκοτρώνης διαμαρτύρεται ότι οι άρχοντες της Πελοποννήσου ήθελαν να ελέγξουν το στράτευμα «όχι δια να πολεμήσουν, αλλά δια να υπερασπισθούν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της πατρίδος τα δικαιώματα». Μάλιστα κυκλοφορούσαν εκατέροθεν φήμες για εκτελέσεις των αντιπάλων. Από την άλλη ο Κανέλλος Δεληγιάννης χαρακτήριζε τους οπαδούς της Φιλικής που περιέβαλλαν τον κούφιο και ανόητο Υψηλάντη σαν «τυχοδιώκτες, φυγάδες, εξόριστους, απάτριδες, αναρχικούς καταστροφείς της πατρίδας. Πολλοί διέδιδαν ότι ο Υψηλάντης είχε έρθει για να απελεθερώσει τον λαό όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους χειρότερους συνεργάτες τους, δηλαδή τους κοντζαμπάσιδες. Πράγματι η αντίθεση μεταξύ αρχόντων και στρατιωτικών αποκτούσε μια κοινωνική διάσταση, καθώς οι εκδηλώσεις υπέρ του Υψηλάντη προέρχονταν από ένοπλους από αγροτικό περιβάλλον όπου βάραινε η ακτημοσύνη. Η ελπίδα ότι η εξέγερση θα οδηγούσε σε διανομή της γης των μουσουλμάνων και ο φόβος ότι οι γιαοκτήμονες θα την αγόραζαν δυναμίτιζαν αυτήν την ένταση. Υπάρχουν πολλές δηλώσεις αρχόντων μέσα από τις οποίες ηχεί ο δικός τους φόβος απέναντι στα κατώτερα στρώματα.

Η αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκε με δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Το σχέδιο των προεστών προέβλεπε ότι ο λαός των πόλεων και των χωριών κάθε επαρχίας θα εξέλεγε τα αξιώτερα μέλη που με τη σειρά  τους θα όριζαν τους εφόρους των περιφερειών . Από αυτούς ο αξιώτερος θα εκπροσωπούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του στην Πελοποννησιακή Γερουσία. Με λίγα λόγια θα σε κάθε επίπεδο θα εκλεγόταν ένας άρχοντας ως αξιώτερος και έτσι θα σταθεροποιούταν το υπάρχον σύστημα. Η Πελοποννησιακή Γερουσία μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και με πρόεδρο τον Υψηλάντη θα συγκυβερνούσαν. Κατά το σχέδιο του Υψηλάντη για ένα Γενικό Καταστατικό Χάρτη θα εκλέγονταν εκλέκτορες μόνο από τους προεστώτες των πόλεων και αυτοί θα εξέλεγαν πέντε εφόρους σε κάθε περιφέρεια. Οι τέσσερις θα διοικούσαν την περιφέρεια και ο πέμπτος θα αντιπροσώπευε την περιφέρεια σε ένα εθνικό κοινοβούλιο το οποίο θα ήταν ταυτόχρονα εκτελεστικό, βουλευτικό και δικαστικό σώμα. Η επιμονή του να στηρίζεται το νέο σύστημα στην εκλογική βάση των πόλεων και όχι της υπαίθρου εκτόπιζε εκ των πραγμάτων τους γαιοκτήμονες, ενώ το όραμά του ήταν πανεθνικό. Γενικά ο Υψηλάντης απαιτούσε να συγκεντρώσει στα χέρια του την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και να στηριχτεί γενικά στο αστεακό στοιχείο. Οι γαιοκτήμονες απέναντι σε αυτές τις βοναπαρτιστικές τάσεις προέβαλαν αντίσταση απαιτώντας ένα συλλογικό αυτοδιοικούμενο όργανο υιοθετώντας τα αστικοδημοκρατικά ιδεώδη. Η διάσταση βοναπαρτισμός έναντι αστικοδημοκρατικών δομών αποτελούσε το κύριο πολιτικό διακύβευμα σε όλη την πορεία της επανάστασης.

Η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας που συνήλθε από τις 4 έως τις 9 Νοέμβρη 1821 στο Μεσολόγγι ενέκρινε σύνταγμα που προέβλεπε ως κυβερνητικό όργανο γερουσία με μονοετή θητεία, την οποία θα εξέλεγαν οι έφοροι των πόλεων και των περιφερειών καθώς και οι στρατιωτικοί. Οι έφοροι θα εκλέγονταν από τους προεστώτες και αυτοί με τη σειρά τους  στα χωριά από τους γηραιότερους και τους επιφανείς πολίτες. Ωστόσο την πρώτη γερουσία διόρισε η ίδια η περιφερειακή συνέλευση. Η συνέλευση της Ανατολικής Στερεάς που συνήλθε στα Σάλωνα (Άμφισσα) από τις 15 έως τις 20 Νοεμβρίου 1821 ενέκρινε ένα πολύ λεπτομερές σύνταγμα που είχε συντάξει ο Θεόδωρος Νέγρης, σύμφωνα με το οποίο η ίδια η συνέλευση θα εξέλεγε την περιφερειακή διοίκηση της Ανατολικής Στεράς, τον Άρειο Πάγο, με επίσης μονετή θητεία. Και τα δύο συντάγματα έκαναν λόγο για μελλοντικό Εθνικό κοινοβούλιο και δεν άφηναν αμφιβολία για την υποταγή των στρατιωτικών στα εκλεγμένα πολιτικά όργανα. Οι διενέξεις μεταξύ στρατιωτικών και των τοπικών κυβερνήσεων δεν απέκτησαν στην κεντρική Ελλάδα ποτέ ούτε την έκταση ούτε την ένταση που έλαβαν στην Πελοπόννησο.

Στην Ύδρα έλαβε χώρα μια μοναδική περίπτωση έντονης κοινωνικής πόλωσης ανάμεσα από τη μία στους εφοπλιστές και εμπόρους και από την άλλη τους ανέργους κατά πλειονότητα ναύτες. Οι τελευταίοι πίεζαν για γρήγορη και ενεργητική παρέμβαση στον πόλεμο τηςε ανεξαρτησίας. Ο πλοίαρχος Αντώνιος Οικονόμος βασισμένος στους ναύτες ανέτρεψε προσωρινά το παραδοσιακό σύστημα της τοπικής αυτοδιοικητικής αντιπροσώπευσης και κατέκτησε την εξουσία. Ωστόσο οι προεστώτες του νησιού κατάφεραν με μια αντεπίθεση να παλινορθώσουν το παλαιό σύστημα. Και σε άλλα νησιά προέκυψαν παρόμοια γεγονότα τα οποία όμως δεν πήραν ανάλογη έκταση.

Η Α΄ Εθνοσυνέλευση συγκροτήθηκε στην Πιάδα της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου έως 15 Ιανουαρίου) και αποτελούταν από 59 βουλευτές οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν ήταν εκλεγμένοι, αλλά είχαν αποσταλεί από τις περιφερειακές κυβερνήσεις. Η Εθνοσυνέλευση βρισκόταν υπό την κυρίαρχη επιρροή των αρχόντων. Στον Υψηλάντη δεν δόθηκε κανένα αξίωμα και έτσι στη θέση του αναδείχθηκε ο πιο μετριοπαθής Κολοκοτρώνης ο οποίος κατόρθωσε να ενώσει το κόμμα των στρατιωτικών υπό την ηγεσία του, αλλά και να γίνει αποδεκτός από τους Πελοποννήσιους ως αρχιστράτηγος.

Η ψήφιση του εκλογικού νόμου εν όψει της Β΄ Εθνοσυνέλευσης θα κάνει ένα ακόμη μεγαλύτερο βήμα προς τον εκδημοκρατισμό. Οι εκλογές για τους αντιπροσώπους έγιναν με το πρωτόγνωρο διεθνώς σύστημα του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας, παρότι οι αντιπρόσωποι εκλέγονταν σε δύο στάδια. Οι κάτοικοι των εκλογικών περιφερειών (χωριά) εξέλεγαν έναν αριθμό εκλεκτόρων ανάλογα με τον αριθμό οικογενειών. Αυτοί οι εκλέκτορες εξέλεγαν τους αντιπροσώπους και συγκεκριμέναν έναν για κάθε επαρχία. Είναι βέβαιο ότι το σύστημα λειτούργησε υπέρ των αρχόντων, αλλά το γεγονός ότι αναγνωριζόταν η μειοψηφία και μάλιστα αποτελούσε προϋπόθεση η συνυπογραφή της για την αναγνώριση του αποτελέσματος έδινε τεράστια σημασία στην διατήρηση της νομιμότητας της διαδικασίας. Σε πολλές περιπτώσεις ενδεχομένως να υπήρχαν πολώσεις ανάμεσα σε διαφορετικά πρόσωπα. Όχι τυχαία λοιπόν στην Β΄ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στις από τις 29 Μαΐου έως τις 18 Απριλίου η αντιπροσώπευση των στρατιωτικών ήταν πιο πολυάριθμη. Στο νέο σύνταγμα πάντως οι φιλελεύθερες απόψεις επικράτησαν. Το Βουλευτικό ενισχύθηκε έναντι του Εκτελεστικού ενώ διευρύνθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι αντιπρόσωποι χωρίστηκαν αμέσως σε δύο στρατόπεδα οδηγώντας στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Οι διενέξεις αφορούσαν το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίαςε των αρχόντων και κυρίως της απαίτησης της κεντρικής κυβέρνησης να στρατολογεί με δική της απόφαση και να διευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η άλλη διάσταση της αντιπαράθεσης αφορούσε την πώληση της έγγειας ιδιοκτησίας των εκδιωχθέντων ή φονευθέντων Τούρκων. Το ζήτημα αυτό παρακάμφθηκε με πρωτοβουλία των στρατιωτικών. Και τα δύο στρατόπεδα συμφώνησαν στην διάλυση των περιφερειακών κυβερνήσεων. Το σημαντικότερο ωστόσο πολιτικό πρόβλημα ήταν η πραγματική ενοποίηση των περιφερειών σε ένα ενιαίο πολιτικό κράτος. Η διάσταση ανάμεσα σε ένα υπερτοπικό κράτος και σε ένα περιφερειακό σύστημα ήταν η κύρια πραγματική αντιπαράθεση. Από τη μία υπέρ ενός υπερτοπικού κράτους τοποθετούνταν οι έλληνες της διασποράς και εναντίον του οι ντόπιοι. Σημαντική πλευρά σε αυτήν την αντιπαράθεση ήταν η ισοδύναμη κατανομή των βαρών, αλλά και των κερδών από τις λείες σε όλες τις περιοχές. Η νέα οξυμμένη σύγκρουση με τη δημιουργία δύο βουλευτικών και δύο εκτελεστικών οργάνων θα πρέπει να ειδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα, παρότι στον έναν πόλο κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί και στον άλλο οι πολιτικοί, γιατί οι διαφορετικές πολιτικές στάσεις διέλυσαν παραδοσιακούς δεσμούς και παλαιές πελατειακές ενώσεις.

Μια ενδιαφέρουσα ταξική πλευρά στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο ήταν η δράση της Μυστικής Αδελφότητας. Ήταν έναν μυστικός σύνδεσμος που είχε δημιουργηθεί στην Τριπολιτσά και σε αυτόν ανήκαν τεχνίτες και πιθανόν επαγγελματίες των πόλεων. Εξεγέρθηκαν εναντίον του Εκτελεστικού των Στρατιωτικών πιέζοντας για περιορισμό της φορολογίας. Τελικά οι στρατιωτικοί κατέστειλαν την εξέγερση μεταφέροντας αγροτικούς πληθυσμούς στις πόλεις. Ωστόσο φαίνεται πως οι στρατιωτικοί είχαν απωλέσει την κοινωνική τους γείωση, ενώ ταυτόχρονα το Εκτελεστικό των πολιτικών πέτυχε την επίσημη αναγνώρισή του στο εξωτερικό με την σύναψη των δανείων.

Στον δεύτερο εμφύλιο που ακολούθησε η ιδέα του συγκεντρωτικού κράτους επικράτησε της αρχικά διακρινόμενης ομοσπονδιακής δομής του υπό διαμόρφωση κοινού των ελλήνων. Οι εντάσεις ωστόσο μεταξύ των περιοχών, δηλαδή οι τοπικότητες, παρέμειναν και επιδρούσαν ανασχετικά στη διαδικασία της ολοκλήρωσης και στη διαμόρφωση εθνικών κομμάτων. Τελικά, όμως επιτυγχάνονται κομματικές αποκρυσταλλώσεις γύρω από τα τρία κόμματα: το Αγγλικό, το Ρωσικό και το Γαλλικό.

Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει τα τρία κόμματα να είναι αποτέλεσμα της παρέμβασης των ξένων πρεσβειών και των διπλωματικών παιχνιδιών και ως εκ τούτου οι ηγέτες τους προσδοκώντας την βοήθεια  από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις παρέμεναν πιστά προσκολλημμένοι σε αυτές. Ο Gunnar Hering δίνει μια εντελώς διαφορετική διάσταση σε αυτούς τους μύθους ανανεώνοντας ουσιαστικά την ιστοριογραφία. Ο γερμανός ιστορικός τονίζει και αποδεικνύει με όλο του το έργο πως στην συγκρότηση των τριών κομμάτων οι παραδεδομένες ή νέες πελατειακές δομές που αναπτύχθηκαν αρχικά είτε διαλύθηκαν ή μειώθηκε η σημασία τους για τις πολιτικές αποφάσεις. Αλλά ακόμη και εάν τα τρία κόμματα είχαν αναπτυχθεί έως έναν βαθμό πάνω στις δομές των φατριών και των πελατειακών ενώσεων, διατύπωσαν συμφέροντα και πολιτικές απόψεις που θα είχαν αναπτυχθεί και δίχως αυτήν την βάση. Συνεπώς, οι τρεις παρατάξεις ήταν κατά βάση κόμματα αρχών. Το Ρωσικό Κόμμα επεδίωκε ένα ορθόδοξο μοναρχικό κράτος, το Γαλλικό Κόμμα εκφράζοντας τους στρατιωτικούς ένα λαϊκό συνταγματικό πολίτευμα, ενώ το Αγγλικό ένα συγκεντρωτικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Η Γ' Εθνική Συνέλευση συνήλθε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου αρχικά το 1825 και συνεχίστηκε το 1827 αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως "Κυβερνήτη της Ελλάδας" για επταετή θητεία, ψήφισε και το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος". Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και αστικές φιλελεύθερες ιδέες. Διατύπωνε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχύρωνε την προστασία της ιδιοκτησίας εμπεριέχει την αρτιότερη- πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών κλπ Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα και θεωρείται από τα πιο φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά της εποχής. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη αστικών δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828. 

Aν ανατρέξουμε στα τρία επαναστατικά Συντάγματα, αλλά και στα προηγούμενα τοπικά συντάγματα, διαπιστώνουμε ότι κατοχυρώνουν σε διαφορετικό βαθμό το καθένα και με πορεία ριζοσπαστικοποίησης τις βασικές ατομικές ελευθερίες. Η ελευθερία του προσώπου και η απαγόρευση της δουλείας, η θρησκευτική ελευθερία παρά την θεσμοθέτηση της ορθοδοξίας ως επίσημου δόγματος, της ελευθερίας του τύπου κατοχυρώνονται μαζί με τις έννοιες της κυριαρχίας του λαού, του ελληνικού έθνους, του πολίτη, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. 

Ο δημοκρατικός και απελευθερωτικός χαρακτήρας της επανάστασης δεν είναι όμως απλά μια μεταγραφή των πολιτειακών δομών σε μια καθυστερημένη πολιτικά και ανώριμη κοινωνία που επιβάλλεται από τους μορφωμένους αστούς διανοούμενους στους αγροίκους αγρότες και βοσκούς ραγιάδες, όπως για παράδειγμα υποστηρίζουν οι σημερινοί εκσυγχρονιστές τύπου Βερέμη. Αντίθετα, είναι μια συνειδητή ριζοσπαστική ιδεολογία διάχυτη σε όλους τους επαναστατημένους, ακόμα και στους κλεφταρματωλούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τον Αδαμάντιο Κοραή λέει : «ο αγών μας είναι υπέρ της Χριστιανικής πίστεως και υπέρ των ανθρωπίνων δικαίων».

Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της πρωτοπορίας των επαναστατικών Συνταγμάτων διεθνώς είναι η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, η οποία αποτέλεσε σταθερή πολιτική επιλογή καθ’ όλη της διάρκεια της επαναστατικής περιόδου και έως την έλευση των Βαυαρών. Οι ιδεολογικές και θεσμικές της ρίζες θα πρέπει να αναζητηθούν στο δημοκρατικό σύστημα οργάνωσης των κοινοτήτων το οποίο προϋπήρχε και λειτουργούσε, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη δημοκρατία. Η «πάνδημος» εκλογή επικρατούσε κυρίως σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, αν και σε ορισμένες πόλεις το εκλογικό σώμα ήταν πολύ στενό και αποτελούταν από τους ισχυρούς οικογενειάρχες. Ολιγαρχικό ήταν συνήθως ήταν το σύστημα αντιπροσώπευσης σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή σε επαρχιακό επίπεδο. Βέβαια πέρα από την τυπική διάσταση ενός συστήματος εκλογής, ελέγχεται κατά πόσο και πάντοτε η «πάνδημος» εκλογή ήταν πάντοτε ελεύθερη.

Η πάνδημη λαϊκή στράτευση εναντίον του εχθρού, δηλαδή η μαζική συμμετοχή του λαού στον αγώνα, η ριζοσπαστικοπίηση και η πολιτικοποίησή του ενεργοποίησε αυτήν την παράδοση της καθολικής συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες, ώστε να είναι αδύνατον η εξαίρεση του λαϊκού παράγοντα από τα επαναστατικά συντάγματα και το νέο πολιτειακό μοντέλο. Επιλπέον αυτή η παράδοση ενσωματώθηκε στις ριζοσπαστικές ιδέες που κυριάρχησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα με την επίδραση του ελληνικού διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης. Με άλλα λόγια η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας για άντρες θεωρήθηκε περίπου ως αυτονόητη συνέπεια και φυσιολογικό επακόλουθο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.  Οι ιδέες του φυσικού δικαίου, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της ελευθερίας δεν αντιγράφτηκαν λοιπόν από χάρτινα πρότυπα. Είχαν γίνει αποδεκτές πολύ πιο πριν, είχαν αναπτυχθεί από επαναστάτες και διαφωτιστές και είχαν συνδεθεί με ντόπιες παραδόσεις. 

Συγκεκριμένα τα Συντάγματα εξέφρασαν την εξισορρόπηση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, μεταξύ των ατάκτων και της κυβέρνησης των πολιτικών. Αποκρυσταλλώθηκαν κάτω από τον φόβο των αρχόντων για την αυτονομία των εξεγερμένων λαϊκών στρωμάτων, αλλά και την πίεση των λαϊκών στρωμάτων για ενεργό ρόλο και εκπροσώπηση των συμφερόντων τους. Οι έλληνες πειραματίζονταν σε μεγάλο βαθμό, έκαναν συμβιβασμούς και γνώριζαν ότι δεν είχαν βρει την οριστική λύση.  Η εκσυγχρονιστική και βαθειά απαξιωτική υπόθεση ότι οι ρυθμίσεις που προέβλεπαν τα συντάγματα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν επειδή ενείχαν ξένα στοιχεία είναι αστήριχτη και σαθρό ιδεολόγημα.

Ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης αρνείται με επιμονή ότι οι προεστώτες ήθελαν να εφαρμόσουν ένα ολιγαρχικό σύστημα. Η επικράτηση των πολιτικών έναντι των στρατιωτικών έγινε με όπλο τις δημοκρατικές αρχές. Μπορεί από τη μία στις συγκρούσεις του Υψηλάντη με τους προεστώτες να διαμορφωνόταν ένας βοναπαρτιστικός πόλος βασισμένος στην λαϊκή υποστήριξη με κατεύθυνση τη διαμόρφωση αυταρχικών μορφών εξουσίας, αλλά από την άλλη οι προεστώτες όχι μόνο είχαν συμφέρον, αλλά μπορούσαν να αντιληφθούν ως αναγκαία μια αποτελεσματική και ταυτόχρονα συλλογική κεντρική διοίκηση που θα ενσωμάτωνε μέσω των αντιπροσωπευτικών δομών και των πελατειακών δικτύων τις λαϊκές διεκδικήσεις κυρίως βέβαια των αγροτικών στρωμάτων που κυριαρχούσαν παραγωγικά και αριθμητικά. Έτσι, αναπτύχθηκε η κοινωνική και υλική βάση για μια κοινοβουλευτική αγροτική δημοκρατία με βάση την καθολική ψηφοφορία. Πρόκειται μάλλον για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο αστικό δημοκρατικό μοντέλο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που δε συναντάται στην Ευρώπη ούτε στην Ανατολή.

Η ελληνική επανάσταση ήταν εθνική με την έννοια της συμμαχίας διαφορετικών κατεκτημένων κοινωνικών τάξεων εναντίον των οθωμανών. Είχε αστικά κοινωνικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της συμμετοχής των αστικών, στρατιωτικών και γαιοκτημονικών στρωμάτων, αλλά ενείχε και αγροτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της συμμετοχής των αγροτικών στρωμάτων. Η ελληνική επανάσταση δεν είχε πληβειακό «εργατικό» χαρακτήρα, αφού δεν υπήρχαν μεγάλα αστικά και βιοτεχνικά κέντρα στην περιοχή, και ως εκ τούτου δεν εμφανίστηκε μια πιο ριζοσπαστική και πληβειακή πτέρυγα που θα έθετε πειροσσότερα λαϊκοδημοκρατικά αιτήματα, όπως ήταν το κίνημα των ξεβράκωτων στο Παρίσι. Εκτός όμως από εθνική είναι αστική δημοκρατική με όχι με την έννοια ότι πραγματοποιήθηκε από μία αστική τάξη, αλλά με την έννοια ότι αντιπαρατίθεται στην οθωμανική απολυταρχία και εγκαθιδρύει ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε έναν πολιτικό σεισμό μέσα σε μια Ευρώπη βαθειά συντηρητική και αντιδραστική. Το κίνημα του φιλελληνισμού δεν ήταν παρά η ανάταση των φιλελεύθερων ιδεών και η διεθνιστική αλληλεγγύη όλων των ριζοσπαστών και επαναστατών της Ευρώπης. Πιάνοντας το νήμα από την γαλλική επανάσταση το επέστρεψε στην Ευρώπη, καθώς ακολουθεί στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο μια νέα σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Όλο τον 19ο αιώνα τα εθνικά, επαναστατικά, διεθνιστικά και ριζοσπάστικά κινήματα προσέβλεπαν στην Ελλάδα. Οι ιταλοί επαναστάτες ενσωμάτωναν στα δικά τους σχέδια μια νέα ελληνική ή βαλκανική επανάσταση που θα αποτελείωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για παράδειγμα στις κρητικές εξεγέρσεις πάντα προσέτρεχαν ξένοι αλληλέγγυοι επαναστάτες. Στο σημείο αυτό λοιπόν θα πρέπει να αναφερθούμε στην Μεγάλη Ιδέα η οποία κυριαρχούσε σε όλο το πολιτικό σύμπαν της Ελλάδας. Ακόμη και εάν υπήρχε ένας κοινός παρανομαστής, δηλαδή η απελευθέρωση των ελλήνων, η διαδικασία, δηλαδή το μέσο, ήταν μια ουσιώδης διαφορά που διέκρινε τα επαναστατικά και ριζοσπαστικά ρεύματα από τα αντιδραστικά. Οι μεν φαντασιώνονταν μια φιλελεύθερη διεθνιστική παμβαλκανική επανάσταση, οι δε έναν ιμπεριαλιστικό επεκτατικό πόλεμο ή ακόμη χειρότερα μια εσωτερική κατάκτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όλο τον 19ο αιώνα το βασικό διακύβευμα μέσα στην ελληνική κοινωνία ήταν η ολοκλήρωση των αιτημάτων της επανάστασης. Η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν αποτέλεσμα ενός αγώνα ενάντια σε έναν τύραννο που κατήργησε την κατεκτημένη δημοκρατία. Η αντεπανάσταση που επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μέσω της Βαυαροκρατίας ανατράπηκε το 1843, αν και μόνο εν μέρει, με κεντρικό σύνθημα «Σύνταγμα». Από το 1844 η Ελλάδα έχει ωστόσο κοινοβούλιο με δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας για τους άντρες. Η έξωση του Όθωνα και η Οκτωβριανή επανάσταση του 1862 είναι η τομή εκείνη που πιάνει ξανά το νήμα του 21. Ολοκληρώνει σε μεγάλο βαθμό τα δημοκρατικά αιτήματα και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επίλυση των κοινωνικών αιτημάτων του 1821, δηλαδή την διανομή της γης στους αγρότες που πραγματοποιείται το 1870.

Το σύνταγμα του 1864 είναι το πραγματικό παιδί του 1821 και αποτελούσε την μεγαλύτερη πολιτειακή πρωτοπορεία κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα σε μια εποχή που η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είχε τόση δημοκρατία. Την δεκαετία 1864-1874 ο βασιλιάς Γεώργιος σχεδιάζει στηριγμένος σε μια χρηματιστική αστική τάξη την εγκατάσταση δικτατορίας, ενώ καταφέρνει βασιλιάς διαρκώς την υπέρβασή του με συνταγματικές εκτροπές. Ο Τρικούπης επιχειρεί να υπερβεί το Σύνταγμα μέσω του δικομματισμού και να περιορίσει πολλά από τα δημοκρατικά στοιχεία του. Ο αστικός εκσυγχρονισμός στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός της συνταγματικής δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας, καθώς τον εμπόδιζε να εμβαθύνει τις καπιταλιστικές σχέσεις. Οι πελατειακές σχέσεις δε που κατηγορούνται από σύμπασα την φιλελεύθερη κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, ας τις πούμε καλύτερα πολιτικές συναλλαγές, ήταν, απόντων σωματείων και συνδικάτων, τότε περισσότερο ένας δημοκρατικός κοινοβουλευτικός μηχανισμός αντιπροσώπευσης και έκφρασης των κατώτερων αγροτικών στρωμάτων. Εναντίον στο πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο του Τρικούπη των ισχυρών κυβερνήσεων και πειθαρχημένων κομματικών ομάδων στάθηκε ο Θεόδωρος Δεληγιάννης και πολλοί ριζοσπάστες και φιλελεύθεροι πολιτικοί.

Ολοκληρώνοντας σημειώνουμε πως η επανάσταση του 1821 έθεσε την Ελλάδα στο κέντρο της Ευρώπης. Το Ανατολικό Ζήτημα ήταν το μεγαλύτερο ζήτημα του 19ου αιώνα και η επίλυσή τους, δηλαδή οι Βαλκανικοί πόλεμοι προετοίμασαν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και αργότερα μια νίκη του εαμικού κινήματος ενδεχομένως να άνοιγε διαφορετικούς δρόμους στην επανάσταση στην Ευρώπη μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε τον ψυχρό πόλεμο. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο διεθνές επίκεντρο. Αυτή τη φορά μέσω ενός πρωτόγνωρου αντιδραστικού πειράματος σε βάρος του εργαζόμενου λαού. Τα μνημόνια της ΕΕ, του ΔΝΤ και της εγχώριας αστικής τάξης απειλούν ή καταργούν όλες εκείνες τις αστικές δημοκρατικές και λαϊκές κατακτήσεις για τις οποίες πάλεψαν και ως ένα μικρό βαθμό πέτυχαν οι πρόγονοί μας σε όλη την ελληνική ιστορία από 1821, από το 1843, από το 1862, από το 1909, τον μεσοπόλεμο, από το ΕΑΜ, τον εμφύλιο μέχρι το 114, το Πολυτεχνείο και τη μεταπολίτευση.  Όλοι οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές καταλαβαίνουν πολύ καλά πως η στάση του ελληνικού λαού καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιτυχία ή όχι αυτού του βάρβαρου σχεδίου για να το εφαρμόσουν σε όλη την Ήπειρο. Η αναπτυσσόμενη ελληνική αντίσταση που ήδη εμπνέει και αφυπνίζει τους ευρωπαϊκούς λαούς, πιάνει με τη σειρά της το νήμα των ελληνικών εξεγερτικών παραδόσεων. Μια νέα ελληνική επανάσταση, μια αντικαπιταλιστική επανάσταση μπορεί να είναι η ταφόπλακα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η ευθύνη μας ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μεγάλη… Ενδεχομένως η μεθαυριανή εορτή της 25ης Μαρτίου να είναι, κάτω από τη σκιά της επανάστασης του 1821, ένας νέος μεγάλος σταθμός αυτής της μακράς αντίστασης.

2. Ριζοσπάστης: Η Επανάσταση του 1821, το νόημα και η σημασία της στο σήμερα 

 «Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή - πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι' αυτό έκφραση - με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Οταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή, στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της» (Καρλ Μαρξ, «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», πρόλογος).

Η 25η Μάρτη θεωρείται ως ημερομηνία έναρξης της ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης των Ελλήνων στα 1821, αν και στις 23 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωνε την Καλαμάτα. Βεβαίως, τα χρονικά όρια έναρξης κοινωνικοϊστορικών γεγονότων είναι συμβατικά πολύ περισσότερο γεγονότων που πιστοποιούν τις κοινωνικές επαναστάσεις. Αλλά η συγκεκριμένη ημερομηνία, δοσμένη από την αστική ιστοριογραφία, δεν έχει σχέση τόσο με αυτό που η ιστοριογραφία γενικά καταγράφει ως επέτειο των ιστορικών γεγονότων. Θα μπορούσε π.χ. να είναι ένα άλλο γεγονός που προηγήθηκε ή διαδραματίστηκε αργότερα από την 25η Μάρτη, στα πολλά γεγονότα κρίκους της ελληνικής Επανάστασης. Η συγκεκριμένη ημερομηνία σηματοδοτεί αυτό που η άποψη της «επίσημης» από το κράτος ιστορίας θεμελιώνει ως γεγονός έναρξής της. Δηλαδή, την ημερομηνία που, σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία, η «σημαία της Επανάστασης υψώθηκε από το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό». Και φαίνεται να επιλέχτηκε, από την κυρίαρχη, μετά τη νίκη της Επανάστασης, τάξη, για το συμβολισμό της εθνικοαπελευθερωτικής εξέγερσης και της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, θέλοντας να επιβάλει σ' αυτό το συμβολισμό και τη συμμετοχή της επίσημης εκκλησίας στην Επανάσταση. Χρειαζόταν και την ορθόδοξη εκκλησία ως ένα στοιχείο του δικού της εποικοδομήματος που θα επιδρούσε στη δημιουργία υποταγμένης σ' αυτήν συνείδησης στις λαϊκές μάζες. Γιατί το γεγονός της «σημαίας στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό» είναι ανύπαρκτο.

Η ηγεσία της επίσημης εκκλησίας και στον ελλαδικό χώρο, όπως και το Φανάρι, ήταν εχθρός της Επανάστασης. Ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» «Ανώνυμος Ελλην», «ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της Επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες», (Νίκου Μπελογιάννη, «Κείμενα από την απομόνωση»). Είναι, επίσης, χαρακτηριστικοί οι διάλογοι του Παπαφλέσα με τους κοτζαμπάσηδες και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο Αίγιο, (τότε Βοστίτσα), στις 26 Γενάρη 1821, όταν ως πληρεξούσιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη τους συνάντησε στο σπίτι τού Αντρέα Λόντου, προκειμένου να τους πείσει να συμμετάσχουν στην Επανάσταση. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αρνιόταν την Επανάσταση, ρωτώντας: «Πού πολεμοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Πού στρατός πεπαιδευμένος; Πού στόλος εφοδιασμένος;». Για να καταλήξει: «... Αλλ' εις την εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητας έχομεν, διά να πιστεύσωμεν όσα λέει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;». Ενώ ο Σωτήρης Χαραλάμπης είπε: «... πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία μ' εμάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη με στρατεύματα... Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θα 'χουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει! (σ.σ. αυτός ήταν ο Νικήτας Φλέσας, αδελφός του Παπαφλέσα). Κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος με το λαό να 'χει δικαιώματα»! Αυτό ήταν το πραγματικό τους πρόβλημα. Ο επαναστατημένος λαός, με τα όπλα, θα αφαιρούσε τα προνόμια των κοτζαμπάσηδων, θα αποκτούσε ο ίδιος δικαιώματα.

Αλλά ο Παπαφλέσας τούς δίνει την πρέπουσα απάντηση: «Η Επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι, ας τον κόψουν...». Για να του ανταπαντήσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος!» (Αμβρόσιος Φραντζής «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ. α΄ σελ. 98).

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματολούς εις τα αίματα».1

'Ετσι περιγράφει την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, καταδεικνύοντας το κοινωνικό της περιεχόμενο. Έκτοτε, αυτό εκτοπίστηκε από την κρατούσα ιστοριογραφία, για να κυριαρχήσουν το θρησκευτικό και μια «υπερταξική» έννοια του εθνικού ως αποκλειστικά κίνητρα της Επανάστασης.

Σε κάθε ιστορική εποχή, μια κοινωνική τάξη προβάλλει ως πρωτοπόρα, αποτελώντας την ηγέτιδα δύναμη - μοχλό της κοινωνικής προόδου. Την περίοδο που εξετάζουμε, ο ρόλος αυτός ανήκε στην αστική τάξη, η οποία διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος. Σε μια μακρόχρονη πορεία, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έγιναν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάμεων, των καπιταλιστικών. Επρεπε, λοιπόν, να σπάσουν. Και έσπασαν, με τη νίκη των αστικών επαναστάσεων, οι οποίες συνέτριψαν τη φεουδαρχική εξουσία και συγκρότησαν τα αστικά έθνη - κράτη.

Η ελληνική Επανάσταση του 1821 δε διέφερε ως προς αυτό, από τις αντίστοιχες επαναστάσεις και κινήματα που σημειώθηκαν σε μια σειρά χώρες το ίδιο διάστημα. Βεβαίως, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες οθωμανικής κατάκτησης, με ηγετική δύναμη την ελληνόφωνη χριστιανική αστική τάξη. Ήταν, επομένως, εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστικοδημοκρατική στο περιεχόμενο.

Όπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος, ως κινητήριες δυνάμεις, οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες, κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης - και κυρίως την ένοπλη - η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγματα.

Η άνοδος της αστικής τάξης

Ο 18ος αιώνας υπήρξε μια περίοδος, όπου η ελληνική αστική τάξη σημείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωμανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονομίας, που, από κλειστή, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται εμπορευματική. Το χρήμα έπαψε πια αποκλειστικά να αποθησαυρίζεται και άρχισε σταδιακά να κυκλοφορεί και να επενδύεται στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη βιοτεχνία, κ.α.

Η Συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793 - 1813) δημιούργησαν τις συνθήκες για ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Εκατοντάδες πλοία ναυπηγήθηκαν, εμπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλειών. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας.

Κατά τα τέλη του 18ουαιώνα, η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε ακόμη με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Τα εμπορικά - βιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων αποτέλεσαν πνευματικά φυτώρια, όπου συντελέστηκε η εθνική αφύπνιση, μετατρέποντας το «χριστιανικό γένος των Ρωμαίων» σε «ελληνικό έθνος». Στην εθνική συνειδητοποίηση προστέθηκε σε μια πορεία και η επαναστατική ψυχολογία.

Ολη αυτή η κίνηση - απειλή για την παλαιά τάξη πραγμάτων - προκάλεσε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, η οποία καταδίκασε τα «αθεΐας λίμπερα» των Γάλλων, ζήτησε να καούν τα «ανίερα» βιβλία (όπως του Βολτέρου) και να αφοριστούν όσοι τα διάβαζαν. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου».2

Ωστόσο, η δυναμική που απελευθέρωσε η αστική τάξη της Γαλλίας δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Οπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης, «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν' ανοίξουν τα μάτια του κόσμου».3

Η ανερχόμενη αστική τάξη δεν υπήρξε μόνον ο κοινωνικός φορέας της εθνικής αφύπνισης - συνειδητοποίησης, αλλά και ο οργανωτής της Επανάστασης, στην οποία προσέδωσε σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο. Ο Ρήγας Φεραίος μέσα από τον Θούριο πρόβαλλε τόσο ένα απελευθερωτικό σχέδιο όσο και ένα πολιτικό πρόγραμμα. Εκεί, καθώς και στο έργο του Νέα Πολιτική Διοίκησις που ακολούθησε, καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), με σκοπό το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας. Ο Ρήγας ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε μυστική Εταιρεία και ανέπτυξε δράση στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια.

Η σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων με ταξικούς - εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήματα της εποχής. Εκτός από την Εταιρεία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρεία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόμουσος Εταιρεία (Αθήνα 1813) και, βεβαίως, η Φιλική Εταιρεία (Οδησσός 1814). Η τελευταία υπήρξε σαφώς η πιο σημαντική, τόσο από την άποψη της μαζικότητας, όσο και της μαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.

Στον πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας (ΦΕ) ήταν η αστική τάξη. Στις γραμμές της εντάχθηκαν πολλοί σημαίνοντες έμποροι και τραπεζίτες (όπως οι Α. Κροκίδας ή ο Εμμ. Παππάς αντίστοιχα), εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής), κ.ο.κ. Η οργάνωση, η δομή και οι αρχές λειτουργίες της ΦΕ αντλούνταν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, ιδιαίτερα της καρμποναρίας.

Στη συνέχεια, μυήθηκαν στη ΦΕ και κοτζαμπάσηδες (όπως οι Π. Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Α. Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερμανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας). Οι δυνάμεις αυτές δεν υπήρξαν ομοιογενείς, δημιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους στην Επανάσταση ποίκιλλε. Τέλος, ενόψει της ταυτόχρονης κήρυξης της Επανάστασης στα Βαλκάνια εντάχθηκαν στη ΦΕ πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Το 1819 - 1820 άρχισαν να στρατολογούνται στο Μοριά και μέλη από τις λαϊκές τάξεις.

Παραμονές του 1821, ο μηχανισμός της Φιλικής κινητοποιήθηκε για την έκρηξη της Επανάστασης. Στην Πελοπόννησο, όπου θα δινόταν βάρος λόγω της ύπαρξης συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού και της έλλειψης σημαντικών οθωμανικών δυνάμεων (οι οποίες είχαν δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του Αλή πασά των Ιωαννίνων), στάλθηκαν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της ΦΕ) πέρασε τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, κηρύσσοντας στη Μολδαβία την Επανάσταση.

Το διεθνές πλαίσιο

 Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά - επαναστατικά κινήματα της εποχής (στη Νεάπολη, στη Σικελία, στο Πεδεμόντιο, στη Μαδρίτη, στη Λισαβόνα, κ.α.).
Πολλοί εκ των πρωταγωνιστών των εθνικών - αστικοδημοκρατικών αυτών κινημάτων κατέφυγαν διωκόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στον Αγώνα. Τα φιλελληνικά «κομιτάτα» που εμφανίστηκαν σε μια σειρά χώρες έδρασαν όχι μόνον ως πόλοι συγκέντρωσης χρημάτων και εθελοντών για την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή της αστικοδημοκρατικής προπαγάνδας στις ίδιες, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διώξεων.

Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, και που εκφράστηκε με τη διαφορετική στρατηγική της κάθε μιας στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, επέδρασαν σημαντικά - κάποια στιγμή αποφασιστικά - στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Επέδρασαν, όμως, άμεσα και στα διάφορα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση.

Κοινωνικές δυνάμεις και Επανάσταση

Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του μιλιέτ των Ρουμ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ' ευθύνη της πληθυσμούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.

Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: Για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μοριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και - βεβαίως - για την Επανάσταση του 1821.

Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας συνεχίστηκε και στη διάρκεια της Επανάστασης. Βεβαίως, η στάση στις γραμμές της γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κ.ά.

Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σημαντικό πλούτο μέσω του εμπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση επίσης δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.

Οι Φαναριώτες - μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.

Κλέφτες και αρματολοί: Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στην παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι αρματολοί ήταν κλέφτες που αμνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωμανική νομιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την τήρηση της τάξης σε συγκεκριμένες περιοχές.

Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών - συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση, άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (π.χ. τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο. Στον απεγκλωβισμό τους αυτό, συνέβαλε τα μέγιστα η αρχική τους στοίχιση με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, την ΦΕ και τον Υψηλάντη. Εν συνεχεία, η συγκρότηση συγκεντρωτικών αστικών οργάνων που προωθούσαν οι τελευταίοι ήρθε σε αντίθεση με τα νεοαποκτηθέντα τοπικά προνόμιά τους, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι προηγούμενες συμμαχίες και να διαμορφωθούν νέες.

Οι πρόκριτοι - εφοπλιστές των νησιών: Διακρίνονταν από τους προκρίτους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφού, αν και εκπλήρωναν παρόμοιες λειτουργίες στα πλαίσια του οθωμανικού αυτοδιοικητικού συστήματος, η οικονομική τους βάση ήταν πολύ διαφορετική. Αν και το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προώθηση ενός αστικού τύπου κράτους, παραμονές της Επανάστασης υπήρξε εν μέρει επιφυλακτικό. Οι επιφυλάξεις αυτές οφείλονταν μεταξύ άλλων και στους δεσμούς που διατηρούσε με το αγγλικό κεφάλαιο (η Μ. Βρετανία ήταν τότε κατά της προσβολής της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Οι όποιες επιφυλάξεις - αντιδράσεις κάμφθηκαν ή καταργήθηκαν σύντομα με επαναστατική βία από ένα γενικότερο αστικοδημοκρατικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στα νησιά αυτά και πριν την Επανάσταση ακόμα, καθώς και από την αλλαγή της βρετανικής πολιτικής απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Οι κοτζαμπάσηδες: Οι κοτζαμπάσηδες στελέχωναν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις περιοχές υπ' ευθύνη τους.

Αν και προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης, οι κοτζαμπάσηδες σταδιακά αστικοποιούνταν. Η είσπραξη των φόρων, μία από τις κύριες λειτουργίες τους και στοιχείο εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρξε βασικός παράγοντας στην τελική μετάλλαξη - αστικοποίησή τους.

Την εξέλιξή τους αυτή αντανακλά η διφορούμενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη μια, διέθεταν προνόμια και καθήκοντα συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς. Από την άλλη, είχαν υλικό συμφέρον για την ανατροπή του. Ετσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραμμές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική και άλλοι τάχθηκαν εναντίον. Από τη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης, κάποιοι κοτζαμπάσηδες συμπαρατάχτηκαν με τους εμπόρους, τους εφοπλιστές, κ.λπ., ενώ άλλοι βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με αυτούς, σε μια προσπάθεια να επικρατήσουν ως η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης. Η σύγκρουση για τον έλεγχο των επαναστατικών διεργασιών και οργάνων υπήρξε σφοδρότατη.

Η εξέλιξη της Επανάστασης

Η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης των νέων επαναστατικών δομών και θεσμών (συντάγματα, διοίκηση, κ.λπ.), όσο και στη διαπάλη για την εξουσία, που δεν άργησε μάλιστα να λάβει και ένοπλη μορφή (οι λεγόμενοι «εμφύλιοι»).

Το Προσωρινόν Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου που ψηφίστηκε στην Α' Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβρης 1821) αποτέλεσε μια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασμένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγματα της Αμερικής (1787) και της Γαλλίας (1793 και 1795).

Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαμενή της επαναστατημένης αστικής τάξης και του Διαφωτισμού, το νέο Σύνταγμα προέβλεπε: Τη διάκριση των εξουσιών (Βουλευτικό - Εκτελεστικό), την ανεξιθρησκία, την τυπική ισονομία, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήματος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών - ταξικών προνομίων. Ετσι, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός αστικού κράτους. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονομικές) που απολάμβανε μέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος καταργούνταν ή περιορίζονταν σημαντικά. Η αποδυνάμωση των τοπικών - περιφερειακών διοικήσεων και η μεταφορά των βασικών τους αρμοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία, σήμαινε και αντίστοιχη αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών πάνω στις οποίες εδραζόταν μέχρι τότε η πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων. Οι βασικές αυτές αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις επόμενες Εθνοσυνελεύσεις (Β' του Αστρους, 1823 και Γ' της Τροιζήνας, 1827).

Η διαπάλη, που αρχικά εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο, οδήγησε γρήγορα στη διάσπαση της κεντρικής Διοίκησης και τη δημιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: Της Τρίπολης (κοτζαμπάσηδες - Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαΐμης). Σύντομα, οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν και ένοπλη μορφή.

Γνωρίζοντας πως το δάνειο από τη Μ. Βρετανία είχε ήδη εγκριθεί, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έδρασε αποφασιστικά. Επιτέθηκε σε όλα τα στρατηγικά σημεία που έλεγχε η άλλη πλευρά, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ έθεσε σε πολιορκία Ναύπλιο και Τρίπολη. Δίχως προοπτική άμεσης επικράτησης της μίας ή της άλλης μεριάς, η πρώτη φάση του «εμφυλίου» (α' εξάμηνο του 1824) έληξε με συμβιβασμό, σαφώς όμως υπέρ της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Οι «στασιαστές» αμνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όμως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης.

Βεβαίως, οι προσωρινά ηττημένοι κοτζαμπάσηδες δεν προτίθεντο εύκολα να καταθέσουν τα όπλα. Οταν στις εκλογές της 3ης Οκτωβρίου 1824 για το Βουλευτικό - Εκτελεστικό δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση: Κάτι που το επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά, ώστε να λύσει οριστικά το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας. Ξεκίνησε, λοιπόν, η δεύτερη φάση του «εμφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 με ήττα των κοτζαμπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου.

Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις, όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόμενα χρόνια (1825 - 1827) ευνόησαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν περιορισμό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα μιας συνταγματικής μοναρχίας.

Σε μια περίοδο, λοιπόν, έντονων πολιτικών ζυμώσεων πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και η οργάνωση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε κόμματα: Το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Η ονομασία τους, που παραπέμπει στις αντίστοιχες «προστάτιδες Δυνάμεις», δεν υποδηλώνει εξάρτηση (όπως μονοσήμαντα και ισοπεδωτικά έχει ειπωθεί στο παρελθόν), αλλά τμήματα αστικά προσκείμενα από άποψη συμφερόντων σε κάποιο ισχυρό κράτος.

Οδεύοντας προς την Γ' Εθνοσυνέλευση, το ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου, κ.λπ.), μέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαμεσολάβησης - προστασίας ή την εκλογή ξένου μονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλα τα κόμματα. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα μέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» με τη λεγόμενη Αίτηση προστασίας (ή Πράξη υποταγής). Η Γ' Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος.

Το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης φαινόταν καταδικασμένη. Η πορεία αυτή ανατράπηκε από μια σειρά παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828 - 1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος κατά του Ιμπραήμ στο Μοριά (Ιούλιος 1828) υπήρξαν γεγονότα - σταθμοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1930). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος, το οποίο όφειλε να είναι μοναρχικό.

Το Γενάρη του 1828 αφίχθη στην επαναστατημένη Ελλάδα ο Ι. Καποδίστριας. Ο νέος κυβερνήτης προέβη άμεσα στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών, γνωρίζοντας πως για να εφαρμοστούν οι αναγκαίες αστικές μεταρρυθμίσεις και να στερεωθεί το αστικό κράτος απαιτούνταν άμεσες κινήσεις, απαλλαγμένες από χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επιβαλλόμενες με πειθώ ή και αυταρχισμό - όπου και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Οι αποκλεισμένοι από την εξουσία συσπειρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν, συγκροτώντας το μέτωπο των «συνταγματικών» με κέντρο την Υδρα. Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1831, δίχως όμως μια από τις δύο πλευρές να μπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης. Το 1932, λοιπόν, η κεντρική εξουσία είχε σχεδόν αποσυντεθεί ολοκληρωτικά, ενώ η ύπαιθρος στεκόταν ρημαγμένη από μια δεκαετία πολέμου και εχθροπραξιών.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 25 Γενάρη 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα Μαδαγασκάρη ο Όθωνας, υποσχόμενος να βάλει τέρμα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας - σύμφωνα πάντοτε με τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών - καθεστώς απόλυτης μοναρχίας. Το ελληνικό αστικό κράτος άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. Γ, 1942, σελ. 625 - 626.
2. Gazette de France, 7 Ιουλίου 1821, στο Μοσκώφ Κ., Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, 1988, εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 95 - 96.
3. Κολοκοτρώνης Θ., Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, 1889, «Εστία», σελ. 49.

Η σύγχρονη σημασία, το νόημα και το περιεχόμενο της Επανάστασης

Το κύριο, που σαν αποτέλεσμα του ένοπλου ξεσηκωμού κατακτήθηκε στην Ελλάδα με την Επανάσταση, είναι η δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού αστικού κράτους. Ηταν ένα άλμα μπροστά στην ιστορική εξέλιξη, που συνέβαλε επίσης στην αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Αυτό το συμπέρασμα έχει διπλή σημασία για τις σύγχρονες συνθήκες. Η μία είναι η ίδια η επανάσταση σαν πράξη, το αναπόφευκτό της, όταν οι παλιές σχέσεις παραγωγής φρενάρουν τις νέες παραγωγικές δυνάμεις. Η δράση των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών ενάντια στην παλιά εξουσία και την ξεπερασμένη ιστορικά κοινωνία, για την ανατροπή της και την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας και την οργάνωση της νέας ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας. Η δεύτερη, είναι το γεγονός ότι όταν οι λαοί συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της δικής τους κοινωνικής απελευθέρωσης, τότε η δύναμη της δράσης τους γίνεται ακατανίκητη και καμιά εξουσία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επαναστατική τους πάλη. Η Επανάσταση του 1821 ήταν επανάσταση που σαν αποτέλεσμα, μαζί με την απελευθέρωση του έθνους, άνοιξε την πρώτη σελίδα της νέας κοινωνίας, του καπιταλισμού. Ετσι είναι, δημιουργείται το έθνος - κράτος. Η μεγάλη σημασία της είναι το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα της νικηφόρας επανάστασης είναι το πέρασμα από μια κατώτερη κοινωνική βαθμίδα στην ανώτερη.

Η συγκεκριμένη ιστορική επέτειος, όπως κάθε ιστορική επέτειος, έχει ένα συμβολισμό. Αυτόν που αναδεικνύεται από το αποτέλεσμα και κατέγραψε η ιστορία μέσα από τα πραγματικά γεγονότα. Αποκτά δε συγκεκριμένο περιεχόμενο σε κάθε ιστορική περίοδο κατά την οποία γιορτάζεται.

Στις σημερινές συνθήκες, το μήνυμα και το νόημά της έχουν το δικό τους περιεχόμενο. Μόνο που αυτό έχει σχέση με τη σκοπιά που κάθε κοινωνική δύναμη σήμερα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό προσεγγίζει και τα τότε ιστορικά γεγονότα και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Σήμερα, ο καπιταλισμός ιστορικά είναι ξεπερασμένος. Είναι καπιταλισμός που σαπίζει και παρασάπισε και ως τέτοιος πρέπει να αντικατασταθεί από την επόμενη κοινωνική βαθμίδα,το σοσιαλισμό - κομμουνισμό.

Σήμερα, η επίθεση που έχουν εξαπολύσει οι δυνάμεις του κεφαλαίου, τα κόμματά του, ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα συνεπικουρούμενο από τη διακρατική καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη συμμάχους των αστών της Ελλάδας όπως οι ΗΠΑ, γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη για τη ζωή και το μέλλον της εργατικής τάξης και των συμμάχων της των αυτοαπασχολουμένων, της φτωχής αγροτιάς. Χτυπά με λύσσα κάθε δικαίωμα, κάθε κατάκτηση που παραχώρησε η αστική τάξη, σε άλλες προηγούμενες συνθήκες ραγδαίας ανάπτυξης του καπιταλισμού μεταπολεμικά και με διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων διεθνώς αφού το σοσιαλιστικό σύστημα ως αντίβαρο στον καπιταλισμό επιδρούσε σε σημαντικό βαθμό και βελτίωνε τη θέση, τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, βεβαίως μετά από αιματηρούς ταξικούς αγώνες χρόνων, όπως και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Σήμερα η παραπέρα ανάπτυξη της παραγωγής εμποδίζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι ιδιοκτήτες ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος, για την αύξηση του κεφαλαίου τους. Η κερδοφορία και η αναπαραγωγή του κεφαλαίου εμποδίζεται από τον ανταγωνισμό, εσωτερικό και διεθνή, από την αναρχία στην παραγωγή, από την πτώση του ποσοστού κέρδους. Παράγοντες που έχουν οξυνθεί συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους εξαιτίας των μονοπωλίων.

Μπροστά στις δυσκολίες που έχει το κεφάλαιο να αναπαράγει την κερδοφορία του, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες γενικευμένης και συγχρονισμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, δεν έχει άλλο δρόμο από το να αυξάνει στο έπακρο το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με δεδομένο ότι από και με τη δουλειά της εργατικής τάξης, βγάζουν οι καπιταλιστές τα κέρδη. Ολα τα αντεργατικά μέτρα, οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις που λένε οι καπιταλιστές ως το μέσο για την έξοδο από την κρίση, σε όφελός τους βεβαίως και την ανάπτυξη απαιτούν ολοένα και πιο φτηνούς για το κεφάλαιο εργάτες. Δηλαδή να πληρώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες ολοένα λιγότερο κεφάλαιο για μισθούς. Και ταυτόχρονα μειώνουν δραστικά τους μισθούς, αυξάνουν τον απλήρωτο χρόνο δουλειάς, επιβάλλοντας ευέλικτη εργασία, απολύουν κατά το δοκούν με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και ξαναπροσλαμβάνουν με μισθούς πείνας κλπ.

Αυτή η κατάσταση οφείλεται στην κυριαρχία και την ισχυροποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Εχουν συσσωρευτεί τεράστια κεφάλαια, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει μεγάλη πρόοδο και έχει οξυνθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια. Ο ανταγωνισμός επίσης οδηγεί στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Τα μονοπώλια με μεγαλύτερο μέγεθος κεφαλαίου είναι πιο ανθεκτικά στον ανταγωνισμό απ' αυτά που έχουν μικρότερο μέγεθος. Ταυτόχρονα επειδή έχει διεθνοποιηθεί η καπιταλιστική αγορά, τα κεφάλαια μετακινούνται από χώρα σε χώρα αναζητώντας συνθήκες για μεγαλύτερο κέρδος. Βασικός παράγοντας σ' αυτό είναι οι μικροί μισθοί και ο μεγάλος ημερήσιος εργάσιμος χρόνος γιατί μεγαλώνει η απλήρωτη στους εργάτες δουλειά και αυξάνονται τα κέρδη. Αλλά ο διεθνής ανταγωνισμός και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, οδηγούν και στη συνεχή μείωση μισθών και στην αύξηση της ανεργίας. Η συγχώνευση επιχειρήσεων είναι επίσης ένας παράγοντας που οδηγεί σε μείωση εργαζομένων, άρα στην ανεργία.

Αυτή η τάση της συμπίεσης μισθών προς τα κάτω, της μείωσης εργαζομένων στις επιχειρήσεις, της εκ περιτροπής εργασίας κλπ, υπάρχει σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, επομένως συμπιέζουν συνεχώς την τιμή της εργατικής δύναμης προς τα κάτω. Ταυτόχρονα η μετακίνηση κεφαλαίων καταστρέφει κλάδους οικονομίας η ύπαρξη των οποίων είναι απαραίτητη για τις λαϊκές ανάγκες. Ετσι καταδικάζουν τους εργάτες στην ανεργία και την εξαθλίωση και καταστρέφουν παραγωγικές δυνάμεις.

Δεν είναι μόνο οι συνθήκες της κρίσης που επιβάλλουν αυτή τη χωρίς όρια βαρβαρότητα για τους εργαζόμενους. Αυτή θα είναι μια μόνιμη κατάσταση, συνεχώς αυξανόμενης απόλυτης εξαθλίωσης για την εργατική τάξη, που συνεχώς θα χειροτερεύει τη θέση της στην κοινωνία και την παραγωγή. Ακριβώς γιατί ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός συμπιέζει τους μισθούς και αλλάζει τις εργασιακές σχέσεις, αρνητικά για την εργατική τάξη.

Ολα τα παραπάνω έρχονται ως απάντηση στις δυσκολίες που έχει το κεφάλαιο να αναπαράγει και να αυξάνει τα κέρδη του συνεχώς. Αυτή η τάση δεν αλλάζει. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι σε συνθήκες ανάκαμψης ίσως σε κάποιους κλάδους της οικονομίας να υπάρξει προσωρινά και μια αύξηση μισθών ως παραχώρηση κάτω βεβαίως και από άλλους συσχετισμούς δυνάμεων στο εργατικό κίνημα και στο πολιτικό επίπεδο, αλλά ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και διεθνώς, η συγκέντρωση του κεφαλαίου, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας που σημαίνει εκσυγχρονισμός μέσων παραγωγής που βγάζουν μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων στη μονάδα του χρόνου με λιγότερους εργαζόμενους, οι δυσκολίες που έχει το κεφάλαιο να αναπαράγει την κερδοφορία του, όλ' αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τους καπιταλιστές παρά με τον ολοένα αυξανόμενο βαθμό εκμετάλλευσης, με την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, τη δραστική μείωση των μισθών, την ανεργία, οξύνοντας στο έπακρο την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Καμιά πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού δεν μπορεί να αλλάξει αυτήν την κατάσταση.

Επιβεβαιώνονται επομένως οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ, όπως εκφράζονται και στις Θέσεις της ΚΕ για το 19ο Συνέδριο, όπου αναφέρονται τα εξής: «Η εκδήλωση της γενικευμένης και συγχρονισμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο τον ιστορικά ξεπερασμένο και απάνθρωπο χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος... Η καπιταλιστική κρίση έδωσε συντριπτικό χτύπημα στις αστικές θεωρίες, π.χ. περί αειφόρου ανάπτυξης. Ανέδειξε ολοκάθαρα την όξυνση των αντιφάσεων και δυσκολιών της αστικής διαχείρισης και γενικότερα τις δυσκολίες για το πέρασμα σε νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Η όποια ανάκαμψη σημειώθηκε ήταν ανισόμετρη, αναιμική... Ο επόμενος κύκλος της κρίσης σε διεθνές επίπεδο θα είναι ακόμα πιο βαθύς.

Η σύγχρονη φιλομονοπωλιακή πολιτική, η οποία έχει στρατηγικό χαρακτήρα και στοχεύει στην άνοδο του ποσοστού κέρδους (φτηνότερη εργατική δύναμη, αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.), ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '80 στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, στη συνέχεια επεκτάθηκε στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη και αλλού. Ο στρατηγικός χαρακτήρας της καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι προωθήθηκε εξίσου από τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αστικές κυβερνητικές δυνάμεις κατά την τελευταία τριακονταετία. Αποτελεί μονόδρομο της καπιταλιστικής ανάπτυξης για την ανάσχεση της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και την προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, όπου εντείνεται συνεχώς η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αγοράς της εργατικής δύναμης.

Η κρίση ανέδειξε ακόμα πιο έντονα τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Οξύνονται οι αντιφάσεις και οι δυσκολίες της αστικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης και γενικότερα της δυσκολίας για πέρασμα σε νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Απότομα διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στις σύγχρονες εργατικές και λαϊκές ανάγκες και στη μη ικανοποίησή τους... Απ' όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού με εργατική εξουσία...».

Επίσης στο Σχέδιο Προγράμματος, αναφέρεται: «Ο ελληνικός λαός θα απαλλαγεί από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων όταν η εργατική τάξη με τους συμμάχους της πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση και προχωρήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Ο στρατηγικός στόχος του ΚΚΕ είναι η κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική» (Θέση 73).

«Με βάση το χαρακτήρα της εποχής και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο ανώτατο στάδιο, τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή το μονοπωλιακό καπιταλισμό, η επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική.

Η γιγάντωση των μονοπωλίων, η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας οξύνουν όλες τις αντιθέσεις, με μεγαλύτερη ένταση και ταχύτητα. Είναι βασικοί παράγοντες που οξύνουν την άναρχη ανάπτυξή του, την ανισομετρία ανάπτυξης χώρων και κλάδων οικονομίας. Είναι αυτοί οι παράγοντες που γεννούν τις κρίσεις που είναι όλο και πιο βαθιές, φέρνουν τον ανταγωνισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η διαπάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τη συγκεκριμένη περίοδο, εστιάζεται στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων μεταφοράς τους, των πηγών νερού, των θαλάσσιων διαδρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων, με χαρακτηριστικές εστίες έντασης την Κασπία, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, την Αφρική, τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Αρκτική. Δυναμώνει ο κίνδυνος και πιο γενικευμένων περιφερειακών συγκρούσεων, ακόμα και ενός γενικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε αυτά τα πλαίσια αναδιατάσσονται ιμπεριαλιστικοί άξονες για τον έλεγχο αγορών και εδαφών» (Θέσεις 5 και 6).

Μιλώντας για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ο Β. Ι. Λένιν μιλούσε βασικά και πρωταρχικά για την οικονομία του καπιταλισμού σ' αυτό το στάδιο της εμφάνισης και της κυριαρχίας των μονοπωλίων στην οικονομία. Στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», που έγραψε το 1916, στον πρόλογο αναφέρει τα εξής:

«Θα ήθελα να ελπίζω ότι η μπροσούρα μου αυτή θα βοηθήσει να γίνει κατανοητό το βασικό οικονομικό πρόβλημα, που χωρίς τη μελέτη του δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τίποτε από την εκτίμηση του σύγχρονου πολέμου και της σύγχρονης πολιτικής, και συγκεκριμένα: το πρόβλημα της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού» («Απαντα», τ. 27, σελ. 308). Και συνέχιζε: «Αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες αυτού του φαινομένου, αν δεν εκτιμηθεί η πολιτική και κοινωνική του σημασία, δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος» (στο ίδιο, σελ. 314).

«Ενώ στον πρόλογο στη γαλλική και τη γερμανική έκδοση του συγκεκριμένου έργου του («Απαντα», τ. 27, σελ. 314), έγραφε: «Ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου. Από το 1917 και δω αυτό επιβεβαιώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα».

Είναι αλήθεια πως, οι επικλήσεις στην «εθνική ομοψυχία», την «εθνική ενότητα», την «κοινωνική γαλήνη» ενώπιον του «εθνικού κινδύνου» κοκ., έχουν πολλαπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό - ιδιαίτερα κάθε φορά που επρόκειτο να ψηφιστεί ένας ακόμα σφαγιασμός των μισθών, των συντάξεων, των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών. Σήμερα, με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, οι επικλήσεις για «εθνική ομοψυχία» επανήλθαν στο προσκήνιο γινόμενες σημαία σύσσωμου του αστικού πολιτικού κόσμου. Η «εθνική ομοψυχία» (δηλαδή η υποταγή του λαού στο κεφάλαιο και στα μνημόνια) που προσπαθούν να επιβάλλουν με την τρομοκρατία και την καταστολή (παλιά συνταγή) «ντύνεται» σκόπιμα με αναφορές στο 1821.

Για ποια όμως «εθνική ομοψυχία» του 1821 μιλάμε; Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανταγωνισμοί ακόμα και εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων που μετείχαν στην Επανάσταση; Υπάρχουν άλλωστε εκτενείς αναφορές στο σημερινό ένθετο ως προς αυτό.

Αλλά για ποια εθνική ομοψυχία μπορεί να γίνεται λόγος στις σημερινές συνθήκες, όταν η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, που διατρέχει τον καπιταλισμό από την εμφάνισή του, σήμερα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις; Μπροστά στις δυσκολίες που έχει το κεφάλαιο να αναπαράγει την κερδοφορία του δεν έχει άλλον τρόπο από την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, οξύνοντας στο έπακρο την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτό που ζούμε σήμερα και επιταχύνεται λόγω της κρίσης. Δεν πρόκειται για κάτι προσωρινό, αλλά για μόνιμη κατάσταση που θα οξύνεται ολοένα και περισσότερο. Και αυτή η αντίθεση δεν μπορεί να λυθεί διαφορετικά παρά με την κοινωνική επανάσταση, την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, την αντικατάστασή της από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.

Ποια εθνική ομοψυχία όταν η αστική τάξη της Ελλάδας οικειοθελώς παραχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα προκειμένου στα πλαίσια της διεθνοποίησης του καπιταλισμού, της ανισότιμης εξάρτησης και της ανισόμετρης αλληλεξάρτησης να αναπαράγεται το κεφάλαιο και η κερδοφορία του;

Γίνεται φανερό ότι και σε πολιτικό επίπεδο γίνονται ολοφάνεροι οι δύο αντίθετοι πόλοι που σχετίζονται και συνδέονται οργανικά με το ταξικό περιεχόμενο της ανάπτυξης. Ανάπτυξη καπιταλιστική ή ανάπτυξη σοσιαλιστική - κομμουνιστική. Διαιώνιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, στην οικονομία και στην εξουσία ή εργατική, λαϊκή εξουσία και οικονομία.

Ετσι, από τη μια μεριά βρίσκονται η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της (μεσαία στρώματα που αναπαράγονται επειδή κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής), η κυβέρνηση, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, τα αστικά κόμματα, ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός. Από την άλλη, η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού, οι ταξικές δυνάμεις στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι ριζοσπαστικές δυνάμεις σε αυτοαπασχολούμενους, φτωχή αγροτιά, τα ριζοσπαστικά κινήματα της νεολαίας και των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα. Που εκφράζονται με την κοινωνική συμμαχία των ΠΑΜΕ - ΠΑΣΕΒΕ - ΠΑΣΥ - ΜΑΣ - ΟΓΕ. Και το ΚΚΕ που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της αντικαπιταλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης. Υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που κάνει κριτική στην κυβέρνηση και την πολιτική της από τη σκοπιά της διατήρησης του καπιταλισμού με άλλη, τάχα φιλολαϊκή, διαχείρισή του. Προτείνοντας ως διέξοδο έναν ηθικό καπιταλισμό, όπου θα συνυπάρχουν μονοπώλια και λαός και θα κερδοφορούν τα μονοπώλια και θα ζει καλά ο λαός, πράγματα ασυμβίβαστα. Που περιορίζει τις λαϊκές διεκδικήσεις στην αναδιανομή, όταν στρατηγική του κεφαλαίου είναι η μεγαλύτερη λαϊκή αφαίμαξη. Παραπλανά το λαό, υπονομεύει την ταξική πάλη, πασχίζει για τη χειραγώγηση στην αστική πολιτική.

Υπάρχει βεβαίως και η ναζιστική Χρυσή Αυγή. Που ανάγει τον πατριωτισμό σε ακραίο εθνικισμό προβάλλοντας τη φασιστική ιδεολογία και δράση ως διέξοδο για τα λαϊκά συμφέροντα, ταυτίζοντας τις λαϊκές ανάγκες με την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, πασχίζοντας με κάθε μέσο να ενισχύσει τα μονοπώλια που δρουν στην Ελλάδα, κηρύσσοντας την τυφλή υποταγή του λαού σ' αυτά. Ελληνες καπιταλιστές και εργάτες μαζί, με τη βία των λούμπεν, αυτή είναι η δράση της, για την προστασία και ενίσχυση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Αυτό το περιεχόμενο δίνει στην επέτειο της κοινωνικής επανάστασης του 1821, διαστρέφοντας και αμαυρώνοντας την Ιστορία. Και αναλαμβάνοντας ρόλο και καθήκοντα αντεπαναστατικού στρατού στον πόλεμο των αστών ενάντια στο εργατικό κίνημα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, προκειμένου να τσακίσει κάθε βήμα προς τα μπρος στην κοινωνική εξέλιξη, στην ταξική πολιτική πάλη για την αναπόφευκτη ανατροπή - κατάργηση του καπιταλισμού.

Το κρίσιμο ζήτημα, επομένως, για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της δεν είναι απλά και μόνο η απόκρουση των αντιλαϊκών μέτρων στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο, αλλά αυτός ο αγώνας να αναπτύσσεται σε σύνδεση με τη διεκδίκηση ικανοποίησης όλων των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και των όρων που αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν. Πολιτική πάλη, δηλαδή, για ρήξη και ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για κατάκτηση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.

Αυτό είναι και το πραγματικό νόημα και περιεχόμενο της επετείου της Επανάστασης σήμερα. Χωρίς τον επαναστατικό ξεσηκωμό στα 1821 όλων των τότε καταπιεσμένων, δε θα υπήρχε αυτό το ιστορικό γεγονός και το αποτέλεσμά του, η ανατροπή της παλιάς εξουσίας και η εγκαθίδρυση της νέας. Ετσι και τώρα η εργατική τάξη και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα μπορούν να οργανώσουν τη δική τους αντεπίθεση, με τη δική τους Λαϊκή Συμμαχία, που θα δρα σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, όχι μόνο για να παρεμποδίζει την αντιλαϊκή πολιτική, όχι μόνο στα πλαίσια διεκδίκησης της ικανοποίησης όλων των λαϊκών αναγκών να έχει κατακτήσεις μέσα στον καπιταλισμό, αλλά η πάλη της να έχει στόχο, έκβαση στο επίπεδο της εξουσίας, δηλαδή για την εργατική, λαϊκή εξουσία. Και τότε, η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, ο λαός, θα 'ναι υπερήφανοι, γιατί ως συνεχιστές της Ιστορίας θα δημιουργούν το δικό τους σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό μέλλον. Αυτό είναι το σύγχρονο πατριωτικό και διεθνιστικό μαζί καθήκον της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων σήμερα. Οταν ο λαός θέλει μπορεί να συντρίψει το παλιό και να επιβάλει το καινούριο, για να τραβήξει η Ιστορία προς τα μπρος, προς την αταξική κοινωνία, για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό.

πηγή: www.rizospastis.gr



3. Από την Οθωμανική στην οικονομική υποδούλωση


«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας…»
Θ. Κολοκοτρώνης

Όταν επαναστάτησε ο λαός το 1821 εκτός από τους Τούρκους θέλανε να λευτερωθούνε κι από τους τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, τους προύχοντες, τους νησιώτες καραβοκύρηδες, τους χριστέμπορους της εποχής.
Ηδη από το 1924, ο Γιάννης Κορδάτος με το βιβλίο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» δείχνει το πραγματικό περιεχόμενο της επανάστασης: ήταν μια επανάσταση ενάντια στη φεουδαρχία και την καταπίεση, που εκφραστές της δεν ήταν μόνο οι Οθωμανοί πασάδες και μπέηδες αλλά και οι ντόπιοι προύχοντες, κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες.
Και ο Νίκος Μπελογιάννης συμπληρώνει στο βιβλίο του: «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα»: «οι αστοί και οι τσιφλικάδες, δε φοβούνταν τον τουρκικό ζυγό όσο φοβούνταν το λαϊκό ποτάμι που πάλευε για την απελευθέρωση…».
Να τι έλεγε για παράδειγμα ο Κορδάτος για τον ρόλο της Εκκλησίας που ήταν ένας από τους βασικούς θεσμούς που στήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Η Εκκλησία μάλιστα έπαιρνε από κάθε χριστιανό ραγιά ειδικό φόρο που λεγόταν ρόγα ή ζητεία. Πολλές φορές με ασπλαχνία Σάϋλωκ έκανε κατάσχεση στʼ αλέτρι ή τʼ άλλα γεωργικά εργαλεία του αγρότη, αν τύχαινε και δεν πλήρωνε τον παραπάνω φόρο. Γενικά μάλιστα ο κάθε χριστιανός ραγιάς ήταν υποχρεωμένος το 1/3 από το εισόδημά του και την περιουσία του να το δίνει δια τας ανάγκας της Εκκλησίας, δηλαδή των μητροπολιτών. Από, παντού λοιπόν, ο φτωχοαγρότης ήταν περιτριγυρισμένος από την ολιγαρχία των εκμεταλλευτών του. Και τι εκμεταλλευτών: απλήστων, τυρανικών και βαρβάρων!».
Μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα της επανάστασης δικαιώθηκαν οι εξεγερμένοι; Ως προς το ότι απελευθερώθηκε η Ελλάδα από τον Οθωμανικό ζυγό ναι αλλά «…ύστερα από 60 χρόνια, από τότε που τελείωσε η επανάσταση του 1821 ο λαός υπέφερε, όπως τον καιρό της Τουρκοκρατίας, κάτω από το βάρος της εκμετάλλευσης της Ελλήνων που αντικατέστησαν τους Τούρκους», όπως γράφει ο Ν. Μπελογιάννης στο βιβλίο που αναφέραμε.
Μήπως όμως και σήμερα δεν ζούμε την υποδούλωση μας από το ξένο χρηματιστηριακό κεφάλαιο; Κι αυτή η υποδούλωση κρατάει αιώνες άσχετα τι μορφή έχει κάθε φορά.
Ο λόγος και πάλι στον κομμουνιστή Νίκο Μπελογιάννη και στο καταπληκτικό βιβλίο του (έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν σ’ αυτό):

«Μόλις άρχισε η επανάσταση του ’21 αρχίζουν και οι ξένοι κεφαλαιούχοι τη δράση τους σε βάρος ενός λαού που “χυσε ποτάμι το αίμα για τη λευτεριά. Είναι αλήθεια ότι μέσα στις συνθήκες που πάλευαν οι Έλληνες ένα εξωτερικό δάνειο με καλούς όρους θα βοηθούσε σημαντικά, θα δυνάμωνε και θα “δινε φτερά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Οι ξένοι όμως τραπεζίτες, με συνεργούς τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους πάμπλουτους καραβοκυραίους, κατάφεραν να ωφελήσουν μονάχα τον μπεζαχτά τους και τους ξένους τυχοδιώκτες απ” τα δύο δάνεια της επανάστασης».

Η οικονομική υποδούλωση της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο αρχίζει με τα λεγόμενα δάνεια της Ανεξαρτησίας, του 1823 και 1825.

Τι απέγινε, λόγου χάρη, το πρώτο κιόλας δάνειο, το 1823, στην καρδιά της Επανάστασης, όταν χρειάζονταν χρήματα για ντουφέκια και βόλια; «Υστερα από τόσες περιπέτειες και προσπάθειες», λέει ο Μπελογιάννης μνημονεύοντας τη «γενναιοδωρία» των Αγγλων δανειστών, «η κυβέρνηση του Αργους πήρε 348.000 λίρες σε μετρητά και 11.900 σε πολεμοφόδια», αλλά «38.000 από τις 348.000 μείνανε στο Λονδίνο. Κατάντησε δηλαδή να πάρουμε μόλις 310.000 λίρες, ενώ στα βιβλία των τοκογλύφων η Ελλάδα ήταν χρεωμένη με 800.000!».

Είναι χαρακτηριστική μια πτυχή της τύχης που είχε και το δεύτερο δάνειο:
«… Ένα μέρος από το δάνειο πήγε για νοίκιασμα ναυάρχων. Έλειπαν όμως τα καράβια. Τι ναύαρχοι θα ήταν χωρίς πλοία; Κι αρχίζει πια η δεύτερη πράξη της κωμωδίας. Οι διαχειριστές του δανείου έδωσαν παραγγελία για έναν ολόκληρο στόλο, έξι καράβια παράγγειλαν στην Αγγλία- μια κορβέτα και πέντε ατμοκίνητα, τα δύο μικρά και τα τρία μεγάλα-, άλλες δύο φρεγάτες παραγγέλθηκαν στην Αμερική κι η τεχνική επιστασία της δουλειάς ανατέθηκε, από τον όμιλο των τραπεζιτών που ανεμοσκόρπιζε το δάνειο, σε έναν απόστρατο συνταγματάρχη του ιππικού. Από τα έξι εγγλέζικα μόνο η κορβέτα ΄΄Καρτερία΄΄, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες του φιλέλληνα Άστιγγα, κατάφερε να πλεύσει τα τέλη του 1826 στην Ελλάδα, σε τέτοια όμως κατάσταση που ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί αμέσως στον αγώνα. Από τα δύο μεγάλα ατμοκίνητα το ένα κάηκε στις δοκιμές στον Τάμεση και το δεύτερο έφτασε στην Ελλάδα τον… Σεπτέμβρη του 1828, αλλά ήταν άχρηστο και δεν μπορούσε να κινηθεί! Από τα τρία μικρά πάλι το ένα μόνον έφτασε στα νερά μας όταν είχε πια τελειώσει η Επανάσταση! Τα άλλα δύο ξέμειναν στην Αγγλία, γιατί στάθηκε αδύνατο να πλεύσουν!».
Είναι καταπληκτική η «σούμα» των δυο αυτών δανείων που αναφέραμε:

«Δανειστήκαμε ονομαστικά και χρωστάμε πραγματικά 2.800.000 λίρες με τόκο 5%», μας λέει ο Ν. Μ. «ενώ στην Ελλάδα φτάσανε μόνο 540.000 με πραγματικό τόκο 26%»!!!

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πάρα πολλά για το πώς ξεκίνησε η οικονομική υποδούλωση της Ελλάδας αλλά θα προτείναμε στους αναγνώστες του μπλογκ μας να διαβάσουν του βιβλίο που αναφέραμε. Σ’ αυτή την οικονομική ανάλυση ο Νίκος Μπελογιάννης ξεκινώντας από τα πρώτα λεγόμενα δάνεια ανεξαρτησίας, και φτάνοντας μέχρι το δανεισμό του 1940, περιγράφει τους σκοπούς των δανειστών, τους ληστρικούς όρους με σκοπό την αποκόμιση κερδών και δίπλα σε αυτά την οικονομική και πολιτική εξάρτηση. Υπογραμμίζει ότι τα λεγόμενα δάνεια ανεξαρτησίας, τα ‘φαγαν σχεδόν στο σύνολό τους οι ξένοι τοκογλύφοι και οι ντόπιοι αστικο-κοτζαμπάσηδες. Δεν παραλείπει επίσης να κάνει αναφορά και στον εσωτερικό δανεισμό του ελληνικού κράτους και στο ρόλο της Εθνοτράπεζας (ήταν η Εθνική Τράπεζα της εποχή).

Από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας. Μπορεί να απαλλαχτήκαμε από τον Τούρκικο ζυγό αλλά η οικονομική υποδούλωση της χώρας μας, με διαχρονική ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων που πέρασαν από τον τόπο συνεχίζετε. Οι σημερινοί κοτσαμπάσηδες λέγονται Λάτσηδες και Βαρδινογιάνηδες οι επικυρίαρχοι του τόπου μας ονομάζονται Γερμανοί και Αμερικάνοι και Ε.Ε.


4. Πολιτικό Καφενείο: Η Επανάσταση του 1821 και ο ρόλος της Εκκλησίας Παν. Βήχος 



5. Γ. Μηλιός: Η εξέλιξη των αντιλήψεων της κομμουνιστικής αριστεράς για τον ελληνικό καπιταλισμό: η περίπτωση του Γ. Κορδάτου





6. Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα





7. Λένιν: για το Ζήτημα της Αυτοδιάθεσης των Εθνών 




8. Ν. Ξυλούρης: ο Θούριος του Ρήγα




Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια  προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.

Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια 
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.


9. Ρήγας Φεραίος: ο Βαλκάνιος Διεθνιστής Επαναστάτης




10. Γ. Κορδάτος: Ο Ρήγας Φεραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία







11. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Πηγή: http://arcadia.ceid.upatras.gr/

Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν,  επονομάσθηκε "Γέρος του Μοριά". Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Η οικογένειά του - με γενάρχη τον Τσεργίνη - ανέδειξε πολλούς γενναίους κλεφταρματολούς-αγωνιστές και κατέβαλε βαρύ τίμημα στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης περίπου εβδομήντα Κολοκοτρωναίοι είχαν βρει το θάνατο στον αγώνα κατά των Τούρκων.

Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν μεγάλος κλεφταρματωλός της Μάνης και του Ταϋγέτου. Η μητέρα του καταγόταν από το σόι των Κοστακαίων της Αλωνίσταινας. Tο 1770 είχε συμμετάσχει στην εξέγερση του Μοριά κατά τα Ορλωφικά. Αμέσως μετά, το 1771, ο Κωσταντής ήλθε σε σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους που είχαν στο μεταξύ εξαπολύσει ανηλεή διωγμό κατά των κλεφταρματολών. Το 1779, μαζί με τα αδέλφια του Αποστόλη, Γιώργο και Αναγνώστη, συμμετείχε στην εξόντωση των Αλβανών που μάστιζαν την Πελοπόννησο. Το 1780 όμως οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέο διωγμό κατά των αρματολών. Ισχυρό στράτευμα υπό τον Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που ήταν Βεζύρης, Βαλεσής και Σερασκέρης της Ρούμελης, αποβιβάστηκε στο Γύθειο και κατευθύνθηκε κατά της Καστάνιτσας που ήταν ορμητήριο του Κωνσταντή.  Ο Κωνσταντής μαζί με τον κλεφταρματολό Παναγιώταρο Βενετσανάκη και τις οικογένειές τους είχαν στο μεταξύ ταμπουρωθεί με 150 παλικάρια στους δύο πύργους τους. Εκεί πρόβαλαν ηρωϊκή αντίσταση για 12 μέρες. Στο τέλος οι πολιορκούμενοι επεχείρησαν απεγνωσμένη έξοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κωνσταντής και δυο αδέλφια του.  Ο αδελφός του Αναγνώστης και η γυναίκα του μαζί με το μικρό Θεοδωράκη και μια αδελφή του κατάφεραν να διαφύγουν. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του πήρε τα παιδιά της και κατέφυγε στο πατρογονικό της στην Αλωνίσταινα. Την ένδοξη εκείνη μάχη θα διηγηθεί αργότερα ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.

Σε ηλικία 15 χρονών ο Θοδωράκης μαζί με τη μητέρα του εγκαταστάθηκαν στο Άκοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Λίγο μετά και σε ηλικία 15 ετών διορίσθηκε, κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 και σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου και έζησε άλλα επτά χρόνια στον Άκοβο, όπου εγκατέστησε το σπιτικό του. Στο μεταξύ εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και ειδικότερα στο σώμα του Ζαχαριά, όπου γρήγορα διακρίθηκε και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα και ανέπτυξε πλούσια δράση.

Μετά τους μεγάλους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά της κλεφτουριάς κατέφυγε το 1810 στη Ζάκυνθο, όπου έμεινε με την οικογένειά του 15 χρόνια και υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό σαν ταγματάρχης σε Σύνταγμα Ελλήνων εθελοντών. Η θητεία του αυτή του δίδαξε πολλά για την στρατιωτική τέχνη, τα οποία και εφάρμοσε αργότερα στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Μετά τη διάλυση του Συντάγματος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από το φιλικό Πάγκαλο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα και επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, την απελευθέρωσε.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και σε πολλές κρίσιμες καμπές του αγώνα. Χαρακτηριστικά, η νίκη στο Βαλτέτσι το Μάιο 1821 ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη και έσφιξε τον κλοιό της πολιορκίας της Τρίπολης. Η άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα και παγίωσε τη θέση των επαναστατών. Η καταστροφή της στρατιάς των 30.000 ανδρών του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822), όπου ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε ακόμα και τους χωρικούς μετατρέποντάς τους σε τρομερούς αγωνιστές, εδραίωσε την επανάσταση στο Μοριά. Στις επιχειρήσεις αυτές πρυτάνευσαν η ευφυΐα, η διορατικότητα και η τόλμη του στρατηγικού του μυαλού. Οι επιτυχίες αυτές έμελλαν να τον αναδείξουν στη συνέχεια σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο.

Στη δύσκολη περίοδο του Εμφύλιου πολέμου ο Κολοκοτρώνης πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, μακριά από προσωπικές φιλοδοξίες και έχοντας πάντα σαν κεντρική του επιδίωξη την ομόνοια και ενότητα μεταξύ των Ελλήνων. Παρ' όλα αυτά όμως έγινε στόχος μεθοδεύσεων και ραδιουργιών από την πλευρά μερικών κοτζαμπάσηδων και πολιτικών και τελικά δεν απέφυγε τις διώξεις και τη φυλάκιση. ΄Έσι, κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το Μάρτιο-Απρίλιο του 1823 στο Άστρος, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος. Στις 16 Νοεμβρίου του 1823 οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό.

Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.

Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά.

Με τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη των Αθηνών από ανθρώπους του Γκούρα τερματίζεται η εμφύλια διαμάχη, αλλά η επανάσταση βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο από την επέλαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο. Μετά την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, και ενώ δρόμος για την Τριπολιτσά ήταν πλέον ανοιχτός για τους εισβολείς, ο Κολοκοτρώνης πήρε αμνηστία από την Κυβέρνηση. Όμως η πρωτεύουσα του Μοριά έπεσε στα χέρια του Ιμπραήμ στις 11 Ιουνίου του 1825, παρά τις προσπάθειες του Γέρου και των άλλων οπλαρχηγών να τον συγκρατήσουν. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της επανάστασης ο Γέρος του Μοριά προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον αγώνα, παρενοχλώντας τον εχθρό, στρατολογώντας αγωνιστές και φροντίζοντας για την επιμελητεία.

Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο μετά την επιδρομή του στην Στερεά Ελλάδα, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαφανίσει τις επαναστατικές εστίες που απέμεναν στο Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης τότε εφάρμοσε τακτική ανταρτοπόλεμου, προξένησε μεγάλες απώλειες στο στρατό Ιμπραήμ φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, όταν ο Αιγύπτιος πασάς άρχισε να πυρπολεί τα χωριά και τους αγρούς αναγκάζοντας τους κατοίκους να δηλώσουν υποταγή μπροστά στον κίνδυνο του λιμού (να "προσκυνήσουν"), ο Γέρος του Μοριά εξαπέλυσε τα παλικάρια του στα χωριά που δήλωσαν υποταγή και πότε με το καλό πότε με τη βία κατάφερε να κρατήσει τη φλόγα της επανάστασης. Τα λόγια του ήχησαν τότε χαρακτηριστικά: “Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους !”. Και στα απομνημονεύματά του μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά : "Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου".

Παρά τα ρωσόφιλά του αισθήματά  ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. Αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξή των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, εμφορούμενος από μεγάλη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο συγγενών του και του γιου του.

Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον αυταρχικό τρόπο της εφαρμογής της. Επίσης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όμως του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξάρχοντα τον Ι. Κωλέττη και αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους Βαυαρούς που δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση. Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης. Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών Α. Πολυζωϊδη και Γ. Τερτσέτη, καταδικάσθηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε, εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής και τις ταπεινώσεις και σχεδόν τυφλός.

Τα μετέπειτα χρόνια ο Γέρος του Μοριά έζησε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε να γνωρίσει τη γενική αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα. Έλαβε το βαθμό του στρατηγού, διορίσθηκε σύμβουλος Επικρατείας, τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος,  ορίσθηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα.

Κατά την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα απομνημονεύματά του από το Γεώργιο Τερτσέτη καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836". Τα απομνημονεύματα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα.

Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συμφόρηση, αμέσως μετά το γάμο του μικρότερου γιου του Κολίνου και ετάφη στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει  την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε σκληρά. Με αυταπάρνηση, μεγαλοψυχία, ήθος, όραμα και πίστη.

Στις 10 Οκτ. 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του και που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.

Σήμερα εκεί, στην πολυσύχναστη και ζωντανή αυτή πλατεία, οι διαβάτες και οι περιπατητές αμέριμνα προσπερνούν δίπλα από το μνημείο. Και γύρω του και κάτω του, μικρά παιδιά παίζουν ανέμελα τις Κυριακές. Αλλά υπάρχουν στιγμές, που από τα περήφανα βουνά του Μαινάλου που φαίνονται αντίκρυ, μια αύρα ανάλαφρη φυσσά. Μαζί μ' ένα τραγούδι:

“Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά, κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
έτσι λάμπει κι η Κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι…


12. Ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα


Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!.

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!


Leave a Reply

 
Αριστερή Διέξοδος © 2011 DheTemplate.com & Main Blogger. Supported by Makeityourring Diamond Engagement Rings

You can add link or short description here

Google+