ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Ιανουάριος 2013
Η διάλυση της σοσιαλδημοκρατίας τροφοδότης Αριστεράς και Δεξιάς
Αν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των πολιτικών κομμάτων στην τελευταία τριετία (από τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009 μέχρι τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης στην αρχή του 2013) διαπιστώνει ότι :
Η πολιτική δύναμη των αστικών σχηματισμών του δικομματισμού μαζί με τα μικρότερα συμπληρώματά τους έφτανε τον Οκτώβριο του 2009 στα 83,0% (ΝΔ 33,5% +ΛΑΟΣ 5,6% +ΠΑΣΟΚ 43,9%), ενώ στις εκλογές του Ιουνίου 2012 μειώθηκε στα 64,2% (ΝΔ 29,7% +ΛΑΟΣ 6% +ΑΝΕΛ 7,5% +ΧΑ 6,9% +ΠΑΣΟΚ 12,3% + ΔΗΜΑΡ 6,3%), δηλαδή καταγράφεται μια μείωση της πολιτικής επιρροής των αστικών, μνημονιακών και συντηρητικών κομμάτων εν συνόλω της τάξης του 18,8%.
Κατά ένα αντίστοιχο περίπου ποσοστό αυτής της μείωσης αυξήθηκε η πολιτική επιρροή της ελληνικής Αριστεράς και πρωτίστως του ΣΥΡΙΖΑ που από το αθροιστικό 13,0% του Οκτωβρίου 2009 (ΣΥΡΙΖΑ +ΚΚΕ +ΑΝΤΑΡΣΥΑ) εκτοξεύτηκε στο συνολικό 31,4%, και με βάση τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις στο 35% προσεγγιστικά, με τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να τείνει να φτάσει σήμερα στο 30%.
Η δεξιά παράταξη στην ολότητά της (συντηρητική, λαϊκή, νεοναζιστική, νεοφιλελεύθερη) ενώ είχε φτάσει στο ιστορικά χαμηλότερο σημείο της στην τελευταία εικοσαετία τον Οκτώβριο 2009 (ΝΔ +ΛΑΟΣ) στο 39,1%, εντούτοις από εκεί και πέρα έφτασε στο 45,7% τον Ιούνιο του 2012 (ΝΔ + ΛΑΟΣ + ΑΝΕΛ + ΧΑ), και σήμερα φαίνεται να προσεγγίζει το 48,0%, δηλαδή κατέγραψε μια ανοδική πορεία στην τελευταία τριετία, παρόλη τη μετωπικά νεοφιλελεύθερη πολιτική της, που προφανώς διαφοροποιείται σε μνημονιακή και αντιμνημονιακή δεξιά (συντηρητική, νεοφιλελεύθερη και φασιστική), εντούτοις δεν παύει να χαρακτηρίζεται από κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά (νεοφιλελευθερισμός, εθνικισμός, αυταρχισμός κλπ.).
Η αντίστροφη πορεία καταγράφηκε στις δυνάμεις της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ +ΔΗΜΑΡ) που από 43,9 % των εκλογών του 2009 έπεσαν στο 18,5% τον Ιούνιο του 2012 και φτάνουν σήμερα με βάση τα διαθέσιμα γκάλοπ στο 15% (ΠΑΣΟΚ 8,0% +ΔΗΜΑΡ 7,0%), μια μείωση της τάξης του 28,9% στην τελευταία τριετία, εξ αιτίας της μνημονιακής μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας, πράγμα που τροφοδότησε κατά κύριο λόγο με εργατικές λαϊκές δυνάμεις την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, αλλά και δευτερευόντως την παράταξη των δεξιών (μνημονιακών και μη δυνάμεων).
Τέλος, το μπλοκ των αστικών μνημονιακών δυνάμεων της τρικομματικής συγκυβέρνησης, παρά την ψήφιση του 3ου μνημονίου και του κρατικού προϋπολογισμού 2013 στο προηγούμενο διάστημα, εντούτοις εμφανίζει μικρή μόνον μείωση της εκλογικής του ισχύος από το 48,2% των εκλογών του περασμένου Ιουνίου στο σημερινό δημοσκοπικό ποσοστό του 45,0% (ΝΔ 30,0% +κεντροαριστερά 15%).
Η κοινωνική και πολιτική πόλωση στο πιο ακραίο σημείο
Συμπερασματικά εκείνο που συμβαίνει είναι μεν η κατάρρευση του παλιότερου κραταιού αστικού δικομματισμού, ο τριπλασιασμός των ποσοστών της συνολικής Αριστεράς, αλλά και ταυτόχρονα η άνοδος της δεξιάς παράταξης στο σύνολό της, όπως επίσης και η σχετική ανθεκτικότητα της αστικής μνημονιακής συγκυβέρνησης. Αυτή η άνοδος της δεξιάς παράταξης οφείλεται στην ικανότητά της να εκφράζει τόσο την μνημονιακή όσο και την αντιμνημονιακή πολιτική ταυτόχρονα, με διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, που και οι τρεις τους ωστόσο τοποθετούνται κατηγορηματικά στο συστημικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Έτσι, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και η ευρύτερη Αριστερά να βρίσκεται σήμερα στην πολιτική εκπροσώπηση του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος, εντούτοις όμως βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο επάλληλους κύκλους αστικών και δεξιών συνασπισμών : Ο αστικός αντιμνημονιακός της διακυβέρνησης με το 45,0% της εκπροσώπησης, και ο δεξιός αντιμνημονιακός (λαϊκός, νεοφιλελεύθερος και νεοναζιστικός) με το 18,0% της επιρροής, που σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπεύει μια δυνητική δεξαμενή της «σε τελευταία ανάλυση» ανατροφοδότησης της μνημονιακής δεξιάς, στην περίπτωση κατάρρευσης του πρώτου πολιτικού (μνημονιακού κυβερνητικού) κύκλου.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα με την ελληνική Αριστερά και πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ στο ένα τρίτο των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, απέναντί της βρίσκεται το συνολικό μπλοκ των συντηρητικών δυνάμεων (64,2%), με εμπροσθοφυλακή εκείνο των μνημονιακών κυβερνητικών δυνάμεων (45,0%). Η κοινωνική καταστροφή που έχει πραγματοποιηθεί στην προηγούμενη τριετία με τα δύο πρώτα μνημόνια (Μαίου 2010 και Φεβρουαρίου 2012), σε συνάρτηση με το ευρύτατο κίνημα των λαϊκών κινητοποιήσεων, διεύρυνε σημαντικά την πολιτική ισχύ της ελληνικής Αριστεράς, ενώ η απαρχή εφαρμογής του τρίτου μνημονίου από αυτή την αρχή του 2013, προβλέπεται να φτάσει τον κοινωνικό και οικονομικό όλεθρο στα έσχατα σημεία για τα τρία-τέταρτα τουλάχιστον του ελληνικού πληθυσμού (μισθωτοί εργαζόμενοι, άνεργοι, νέοι, συνταξιούχοι, κατώτερα μικροαστικά στρώματα). Εντούτοις, παρά την κορύφωση του λαϊκού απεργιακού εργατικού κινήματος τον Οκτώβριο του 2011 και την ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που είχε πλέον απονομιμοποιηθεί, από εκεί και πέρα επικράτησε μια συνολικότερη «καθίζηση – υποχώρηση» του πανεργατικού λαϊκού κινήματος, με ενδεικτικές τις πανελλαδικές κινητοποιήσεις του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 2012 που βρίσκονταν σε εξαιρετικά χαμηλότερα επίπεδα μαζικότητας και συμμετοχής σε σχέση με τις κορυφαίες απεργίες του Μαίου 2010 και του Οκτωβρίου 2011.
Αντιμνημονιακή ανατροπή, λαϊκή πλειοψηφία, ριζοσπαστική διακυβέρνηση
Είναι φανερό ότι η τρικομματική συγκυβέρνηση των μνημονίων συνεχίζει την άσκηση της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής της χωρίς να υπολογίζει το οποιοδήποτε «πολιτικό κόστος», και διατηρώντας την σχετική της συνοχή, παρά την εντεινόμενη οικονομική ύφεση, αυξανόμενη ανεργία, εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων κλπ., γιατί : Αφενός στον τελευταίο χρόνο δεν απειλείται ευθέως τουλάχιστον από την δυναμική και την προβολή στο προσκήνιο του λαϊκού κινηματικού παράγοντα.- Αφετέρου, κατορθώνει και ασκεί ημι-δικτατορικά την εξουσία της χωρίς να βλέπει την πολιτική της επιρροή να μειώνεται αισθητά. – Τέλος έχει επίγνωση της λειτουργίας στα δεξιά της σημαντικής δεξαμενής της αντιμνημονιακής δεξιάς, που μπορεί σε έσχατη περίπτωση να τροφοδοτήσει εκ νέου τη δεξιά κυβερνητική παράταξη. Απέναντι σ’ αυτά τα δεδομένα η άμεση κυβερνητική προοπτική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απομακρύνεται, ενώ ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει μια κατεπείγουσα προτεραιότητα για την προάσπιση των λαϊκών συμφερόντων κοινωνικής άμυνας και στρατηγικής χειραφέτησης.
Έτσι, στο προσκήνιο έρχεται ο δραστικός ρόλος του αριστερού κινήματος στο επίπεδο οργάνωσης, εξάπλωσης, τροφοδότησης μιας λαϊκής αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, με ενωτικά μετωπικά χαρακτηριστικά και αναφορά στους κλάδους εργασίας και στους τόπους κατοικίας, και ευθέως πολιτικό χαρακτήρα, εφόσον η ικανοποίηση και του πιο ελάχιστου κοινωνικού αιτήματος και ανάγκης, απαιτεί την ανατροπή της τρικομματικής μνημονιακής συγκυβέρνησης. Η κοινοβουλευτική διάσταση της αντιπολιτευτικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κοινωνικής γενοκτονίας και της εμπέδωσης της κοινωνίας του ενός-τετάρτου (από την προηγούμενη αναφορά στην κοινωνία των δύο-τρίτων). Η μαζική κινηματική ενεργοποίηση του εργαζόμενου λαού και όλων των λαϊκών στρωμάτων αναδεικνύεται σε ύψιστη πολιτική προτεραιότητα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, εφόσον η παράταση του βίου της σημερινής διακυβέρνησης στην εφιαλτική προοπτική της επόμενης τριετίας, θα οδηγήσει πλέον την εργατική τάξη από το σημερινό «γονάτισμα» στην ολοκληρωτική συντριβή και ισοπέδωση. Αυτή η λαϊκή κινηματική αντιμνημονιακή πρακτική, απέναντι σ’ αυτό το διαρκές θεσμικό και κοινωνικό αντισυνταγματικό πραξικόπημα (επιτέλους να επικαιροποιήσουμε το μεγαλειώδες κίνημα του 114 των μέσων της δεκαετίας του 1960) επιτυγχάνοντας την ανατροπή, είναι η μόνη διασφάλιση της διεξαγωγής στη συνέχεια ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών, και ανάδειξης της πολιτικής λαϊκής πλειοψηφίας της αριστερής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης.