Του Perry Anderson.
Καθίσταται σαφές ότι η Γερμανία έχει σκοπό να αποτελέσει τη σημαντικότερη πολιτική, αλλά και οικονομική δύναμη της ΕΕ, και να κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, έτσι ώστε να ευνοηθεί η προνομιακή της θέση, καθώς μεταβάλλονται οι παγκόσμιες οικονομικές κατατάξεις. Οι απλοί πολίτες των λοιπών χωρών στην Ευρώπη ενδέχεται να αρνηθούν να συμμορφωθούν.
Ο συγγραφέας Gabriel García Márquez έλεγε ότι το βραβείο Νόμπελ για την Ειρήνη θα είχε πιο επιτυχημένη ονομασία «βραβείο Νόμπελ για τον πόλεμο», δεδομένου του ποιοι ήταν οι αποδέκτες του – ο Henry Kissinger, ο Menahim Begin, ο Barack Obama. Το φετινό βραβείο είναι λιγότερο πολεμοχαρές, αλλά ακόμα άξιο σάτιρας: η Ευρωπαϊκή Ένωση κέρδισε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί το βραβείο Νόμπελ ναρκισσισμού. Αλλά το Όσλο μπορεί ακόμα να ξεπεράσει τον εαυτό του: του χρόνου μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι η Επιτροπή Νόμπελ θα απονέμει το βραβείο στον εαυτό της.
Η τιμή που αποδίδεται στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο είναι επίκαιρη. Στα πρώτα χρόνια του αιώνα, η ευρωπαϊκή ματαιοδοξία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Εκείνα τα χρόνια ακουγόταν σε όλους τους τόνους ότι η ΕΕ προσέφερε – χρησιμοποιώντας τη διατύπωση του αείμνηστου Tony Judt- ένα «υπόδειγμα» κοινωνικής και πολιτικής ανάπτυξης για την ανθρωπότητα. Από το 2009 οι πληγές της ευρωζώνης έχουν αφήσει το δικό τους σκληρό σχόλιο σε αυτά τα ξεσπάσματα αυτο-ικανοποίησης.
Όλα αυτά έχουν άραγε εξαφανιστεί; Θα ήταν ανώριμο να το σκεφτούμε, όπως αποδεικνύεται από το παράδειγμα του Jürgen Habermas, ο οποίος δημοσίευσε άλλο ένα βιβλίο σχετικά με την ΕΕ, με τίτλο «Zur Verfassung Europas» (Σχετικά με το Σύνταγμα της Ευρώπης). Το 60σέλιδο αυτό δοκίμιο είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα πνευματικής εσωστρέφειας. Περιέχει περίπου εκατό αναφορές, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα σε γερμανούς συγγραφείς∙ σχεδόν οι μισές από αυτές παραπέμπουν σε τρεις συνεργάτες του, τους οποίους και ευχαριστεί για την βοήθεια, ή στον εαυτό του. Οι εναπομείνασες είναι αποκλειστικά αγγλο-αμερικανικές και κυριαρχούνται από (το ένα τρίτο των παραπομπών) σε ένα και μοναδικό Βρετανό θαυμαστή του, το David Held, ο οποίος έγινε γνωστός πρόσφατα λόγω του Καντάφι. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία Ευρωπαϊκού πολιτισμού σε αυτή την επίδειξη επαρχιωτισμού.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως είναι το θέμα του δοκιμίου. Το 2008, ο Habermas επιτέθηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας για την αποτυχία της να καλύψει το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ ή να προσφέρει οποιονδήποτε ηθικό / πολιτικό ορίζοντα σχετικά με αυτόν. Η εφαρμογή της, έγραψε, θα μπορούσε μόνο να «εδραιώσει το υπάρχον χάσμα μεταξύ των πολιτικών ελίτ και των πολιτών», χωρίς να δίνει καμία θετική κατεύθυνση για την Ευρώπη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα για να αποκτήσει η Ένωση κοινωνική και δημοσιονομική εναρμόνιση, στρατιωτική ικανότητα και, πάνω απ ‘όλα, άμεσα εκλέξιμο πρόεδρο, όπου αυτό και μόνο του, θα μπορούσε να σώσει την Ευρώπη από ένα μέλλον “εγκαθιδρυμένο βάσει της ορθόδοξης νεοφιλελεύθερης γραμμής”.
Σημειώνοντας πόσο μακριά από την συνήθη του οπτική ήταν αυτός ο ενθουσιασμός για μια δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης (την οποία ποτέ δεν είχε δείξει να ανέχεται στη χώρα του), είχα προβλέψει ότι μόλις η Συνθήκη της Λισαβόνας περνούσε, ο Habermas αναμφίβολα θα τη χώνευε ήσυχα.
Σάλπισμα της Λισαβόνας
Η εκτίμηση αυτή ήταν υποτίμηση. Δεν την χώνεψε ήσυχα, αλλά διαλάλησε την επιτυχία της με υπερβολή. Ο Habermas έχει πλέον ανακαλύψει ότι η συνθήκη είναι κάθε άλλο από την εγκαθίδρυση οποιουδήποτε χάσματος μεταξύ ελίτ και των πολιτών. Είναι αντίθετα, μια χάρτα για ένα άνευ προηγουμένου βήμα προς τα εμπρός για την ανθρώπινη ελευθερία, μια επανίδρυση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας βασισμένη στους πολίτες της ΕΕ και όχι στα κράτη της, και ένα φωτεινό πρότυπο για ένα επερχόμενο κοινοβούλιο του κόσμου. Η Ευρώπη της Λισαβόνας, ανοίγοντας το δρόμο σε μια “εκπολιτιστική διαδικασία” η οποία κατευνάζει τις σχέσεις μεταξύ κρατών, περιορίζοντας τη χρήση βίας στην τιμωρία όσων παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, φωτίζει το δρόμο από την απαραίτητη (αν και ακόμα βελτιώσιμη) “διεθνή κοινότητα” του σήμερα, στην “κοσμοπολίτικη κοινότητα” του αύριο, μια Ένωση που θα αγκαλιάζει και την τελευταία ψυχή στη γη.
Ο ναρκισσισμός των τελευταίων δεκαετιών, μακριά από την υποχώρηση, έχει φτάσει σε ένα νέο παροξυσμό. Αυτό το οποίο εξαφανίζεται όμως στο λήθαργο του αυτο-θαυμασμού είναι το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν μιλά για τους λαούς της Ευρώπης, αλλά για τα κράτη της, και επιβλήθηκε για να παρακαμφθεί η λαϊκή βούληση, η οποία εκφράζεται σε τρία δημοψηφίσματα: Ότι η δομή την οποία κατοχυρώνει προκαλεί ευρέως τη δυσπιστία εκείνων που υπόκεινται σε αυτή∙ και ότι μακρυά από το να είναι ένα ιερό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Ένωση την οποία συγκροτεί έχει συνεργήσει σε βασανιστήρια και κατοχές, χωρίς ούτε ψίθυρο από τα “στολίδια” της.
Αυτή η λατρεία του εαυτού δε συμβαδίζει με την εξωτερική πραγματικότητα. Στολισμένος με τόσα ευρωπαϊκά βραβεία, όσα τα διακριτικά ενός στρατηγού του Μπρέζνιεφ, ο Habermas είναι εν μέρει θύμα της δικής του υπεροχής: είναι κλεισμένος, όπως ο αμερικάνος φιλόσοφος John Rawls πριν από αυτόν, σε ένα νοητό κόσμο που κατοικείται από θαυμαστές και οπαδούς, με δυσκολία εμπλοκής με θέσεις που απέχουν περισσότερο από μερικά χιλιοστά από τη δική του. Συχνά αναφερόμενος ως σύγχρονος διάδοχος του Εμμανουήλ Καντ, κινδυνεύει να καταστεί ο σύγχρονος Gottfried Wilhelm Leibniz, δημιουργώντας με ατάραχους ευφημισμούς μια θεοδικία στην οποία ακόμη και τα στραβά της οικονομικής απορρύθμισης συμβάλλουν στην κοσμοπολίτικη αφύπνιση, και η Δύση ανοίγει το δρόμο της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς μια Εδέμ την πανανθρώπινης νομιμότητας. Η συνήθεια της αντίληψης για μια Ευρώπη ως οδηγητή για τον κόσμο, χωρίς ιδιαίτερη γνώση της πολιτιστικής ή πολιτικής της ζωής, δεν έχει φύγει και είναι απίθανο να υποχωρήσει μόνο λόγω των δεινών του κοινού νομίσματος.
Μεγαλύτερη ύφεση
Η σύγχυση στην οποία οι δοκιμασίες αυτές έχουν ρίξει την ΕΕ είναι σαφής. Η Ευρώπη βιώνει τη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για να κατανοήσουμε πως οδηγήθηκε ως εδώ είναι απαραίτητη η συναίσθηση της κρυφής δυναμικής στην κρίση της ευρωζώνης. Με απλά λόγια, είναι το αποτέλεσμα της τομής δύο ανεξάρτητων θανάτων. Το πρώτο είναι η γενική κατάρρευση του πλασματικού κεφαλαίου με το οποίο συντηρούνταν οι αγορές σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο στο μακροχρόνιο κύκλο της χρηματιστικοποίησης που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, μιας και η αποδοτικότητα στην πραγματική οικονομία συρρικνώθηκε κάτω από την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, και οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν από δεκαετία σε δεκαετία. Οι μηχανισμοί αυτής της επιβράδυνσης, ενσωματωμένοι στη λειτουργία του ίδιου του κεφαλαίου, έχουν καθοριστεί λεπτομερώς από τον ιστορικό Robert Brenner στην «ιστορία του ύστερου καπιταλισμού, από τον πόλεμο και μετά». Ο Wolfgang Streeck με τη σειρά του έχει δείξει ότι τα αποτελέσματά τους στην τεράστια επέκταση του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους δεν σταθεροποιούν μόνο τα ποσοστά του κέρδους αλλά και την πολιτική εκλεξιμότητα. Η αμερικανική οικονομία είναι λαμπρό παράδειγμα αυτής της πορείας, αλλά η λογική αυτή διαπνέει όλο το σύστημα.
Στην Ευρώπη, όμως, μια περαιτέρω λογική τέθηκε σε κίνηση από την επανένωση της Γερμανίας και το σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης που συμφωνήθηκε στο Μάαστριχτ, που ακολουθήθηκε από το Σύμφωνο Σταθερότητας, αμφότερα κομμένα και ραμμένα πάνω στις γερμανικές απαιτήσεις. Προεδρεύουσα του κοινού νομίσματος θα ήταν μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), της οποίας η σύλληψη φαίνεται να εμπνέεται από τις υπερφιλελεύθερες θεωρίες του Friedrich Hayek: δεν λογοδοτεί ούτε στους ψηφοφόρους ούτε στις κυβερνήσεις, παρά μόνο στον κοινό στόχο της σταθερότητας των τιμών. Κυρίαρχη πάνω στη νέα νομισματική ζώνη θα είναι η μεγαλύτερή της οικονομία, πλέον διευρυμένη προς τα ανατολικά, με μια μεγάλη δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού ακριβώς απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων της. Το κόστος της επανένωσης ήταν πολύ υψηλό, συμπαρασύροντας προς τα κάτω τη γερμανική ανάπτυξη. Για να ανακάμψει, το γερμανικό κεφάλαιο επέβαλλε μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση των μισθών, την οποία και αποδέχθηκε το γερμανικό εργατικό δυναμικό υπό την απειλή της αποχώρησης προς την Πολωνία, τη Σλοβακία και πιο πέρα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις για τη Νότια Ευρώπη ήταν εντελώς προβλέψιμες. Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε και το σχετικό κόστους εργασίας μειώθηκε, οι γερμανικές εξαγωγικές βιομηχανίες έγιναν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ, λαμβάνοντας ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς της ευρωζώνης. Στην περιφέρεια, η αντίστοιχη απώλεια της ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών αναισθητοποιήθηκε με τη ροή φτηνού κεφαλαίου δανεισμένο με όμοια επιτόκια σε όλη τη νομισματική ένωση, σύμφωνα με τη γερμανική συνταγή.
Στα τέλη του 2008, όταν η οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε στις ΗΠΑ χτύπησε την Ευρώπη, η αξιοπιστία αυτού του περιφερειακού χρέους κατέρρευσε, απειλώντας με μια αλυσίδα πτωχεύσεων κρατών. Στις ΗΠΑ, μαζικές αναλήψεις χρέους από το δημόσιο θα μπορούσαν να αποτρέψουν την κατάρρευση των αφερέγγυων τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των επιχειρήσεων, καθώς και η εκτύπωση χρήματος από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ θα μπορούσε να ελέγξει τη συρρίκνωση της ζήτησης.
Αλλά δύο εμπόδια αποκλείουν μια τέτοια προσωρινή απόφαση στην ευρωζώνη. Όχι μόνο το καταστατικό της ΕΚΤ, το οποίο κατοχυρώνεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και που απαγορεύει ρητά την αγορά του χρέους των κρατών μελών. Δεν υπήρχε επιπλέον η Schicksalsgemeinschaft – αυτή «η κοινότητα της μοίρας» που ανέλυε ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ – η οποία θα δεσμεύσει κυβερνώντες και κυβερνωμένους μαζί σε μια κοινή πολιτική τάξη, στην οποία οι πρώτοι θα πλήρωναν βαρύ τίμημα σε περίπτωση που αγνοούσαν τις υπαρκτές ανάγκες των τελευταίων. Στο Ευρωπαϊκό ομοίωμα του φεντεραλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει “ένωση μεταφοράς” όπως στις ΗΠΑ.
Πολιτική υπαγόρευση
Μόλις χτύπησε η κρίση, η συνοχή της ευρωζώνης θα μπορούσε να προέλθει μόνο από την πολιτική υπαγόρευση και όχι τις κοινωνικές δαπάνες. Έτσι, η Γερμανία, επικεφαλής ενός ευρύτερου συνασπισμού μικρότερων χωρών του Βορρά, θα μπορούσε να επιβάλει δρακόντεια προγράμματα λιτότητας, αδιανόητα για τους ίδιους τους πολίτες της, στη νότια περιφέρεια, η οποία δεν μπορεί πλέον να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της με υποτίμηση.
Υπό την πίεση αυτή, οι κυβερνήσεις στα πιο αδύναμα κράτη έχουν πέσει σαν κορίνες του μπόουλινγκ. Οι πολιτικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης ήταν ποικίλοι. Στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, τα καθεστώτα που προέδρευαν με την έναρξη της κρίσης, έχουν διωχθεί με εκλογές και έχουν εγκατασταθεί διάδοχοι δεσμευμένοι σε πιο δραστικές δόσεις του ίδιου φαρμάκου με πριν. Στην Ιταλία, η εσωτερική παρέμβαση και η εξωτερική διάβρωση συνδυάστηκαν και αντικαταστάθηκε η κοινοβουλευτική με μια τεχνοκρατική κυβέρνηση, χωρίς προσφυγή στις κάλπες. Το καθεστώς που επιβάλλεται από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε μια κατάσταση που θυμίζει αυτή της Αυστρίας το 1922, όταν η Αντάντ, υπό την Κοινωνία των Εθνών, έφερε έναν ύπατο αρμοστή στη Βιέννη για να αναλάβει την οικονομία. Ο Alfred Zimmerman, ο δεξιός δήμαρχος του Ρότερνταμ και πρωτοπαλίκαρο στην καταστολή της ολλανδικής προσπάθειας να μιμηθεί τη γερμανική επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, επιλέχθηκε για τη θέση αυτή. Παρέμεινε στον έλεγχο μέχρι το 1926 και απαίτησε «όλο και περισσότερη εξοικονόμηση, όλο και περισσότερες θυσίες από όλες τις τάξεις του πληθυσμού», πιέζοντας την αυστριακή κυβέρνηση «να σταθεροποιήσει τον προϋπολογισμό της, σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο».
Οι συνταγές που εφαρμόζονται για την αποκατάσταση της πίστης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην αξιοπιστία των τοπικών επαρχιών περιλαμβάνουν περικοπές των κοινωνικών δαπανών, απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας: το πρότυπο νεοφιλελεύθερου ρεπερτορίου, με αυξημένες φορολογικές πιέσεις. Για να «κλειδώσουν» αυτό το ρεπερτόριο, η Γερμανία και η Γαλλία αποφάσισαν να επιβάλουν την απαίτηση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στο σύνταγμα των 17 εθνών της ευρωζώνης – μια έννοια η οποία στις ΗΠΑ θεωρείται ως γνώρισμα της αλλοπρόσαλλης δεξιάς.
Ώρα για ένα νέο ευρωπαϊκό ηγεμόνα
Τα γιατροσόφια του 2011 δεν θα θεραπεύσουν τα δεινά της ευρωζώνης. Τα spreads του δημόσιου χρέους δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα. Ούτε το συσσωρευμένο χρέους είναι μόνο δημόσιο, κάθε άλλο: σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, υπάρχουν μη εξασφαλισμένες τραπεζικές υποχρεώσεις του επιπέδου των 1300 δισεκατομμυρίων €. Τα προβλήματα είναι βαθύτερα, οι θεραπείες πιο αδύναμες, οι αρχές επιβολής του νόμου πιο εύθραυστες από ότι θα μπορούσε να παραδεχτεί η γραφειοκρατία. Ενόσω γίνεται σαφές ότι το φάντασμα της πτώχευσης δεν έχει φύγει, τα τεχνάσματα, μαγειρεμένα από την Άνγκελα Μέρκελ και το Νικολά Σαρκοζί, δεν θα μπορούσαν να διαρκέσουν. Η εταιρική σχέση μεταξύ τους βεβαίως δεν ήταν ποτέ ίση. “Σκληρότερες μορφές της γερμανικής δύναμης, κινούμενες μέσα από την αγορά και όχι από την υψηλή κυριαρχία ή την κεντρική τράπεζα, μπορεί να έπονται” έγραψα πριν ξεσπάσει η κρίση. “Είναι πολύ νωρίς για να αποκλειστεί η πιθανότητα περιφερειακής Grossmacht [μεγάλης δύναμης]”. Η Γερμανία, η οποία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος είναι ο τελικός “συγγραφέας” της κρίσης του ευρώ έχοντας αποφασίσει ένα δρόμο μέσα από ένα σύστημα καθόδου των μισθών στο εσωτερικό και χαλάρωση κεφαλαίων στο εξωτερικό, υπήρξε επίσης ο κύριος “μηχανικός” των προσπαθειών να την πληρώσουν οι πιο αδύναμοι. Υπό αυτή την έννοια, η ώρα ενός νέου ευρωπαϊκού ηγεμόνα έχει φτάσει. Μαζί της, εμφανίστηκε και το πρώτο σκληρό μανιφέστο της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στην Ένωση.
Ο νομικός Christoph Schönberger εξηγεί, στο περιοδικό με τη μεγαλύτερη επίδραση στη διανόηση της Γερμανίας, το Merkur ότι το είδος της ηγεμονίας το οποίο η Γερμανία προορίζεται να ασκήσει στην Ευρώπη δεν έχει τίποτα κοινό με το αξιοθρήνητο “σύνθημα του αντι-ιμπεριαλιστικού λόγου αλα Γκράμσι”. Λέει ότι είναι κατανοητό, με την υγιή συνταγματική έννοια που ανέπτυξε ο νομικός Heinrich Triepel πριν από έναν αιώνα, να ορίσει την ηγετική λειτουργία του το πιο ισχυρό κράτος μέσα σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα, όπως αυτό της Πρωσίας στη Γερμανία κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ΕΕ είναι ακριβώς ένα τέτοιο σύστημα, ουσιαστικά μια διακυβερνητική κοινοπραξία η οποία συγκεντρώνεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου οι διαβουλεύσεις είναι κατ ‘ανάγκην “ηχομόνωμένες” προς το κοινό: μόνο ο κλάδος της επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσε να συλληφθεί ότι θα μπορούσε ποτέ να γίνει “το μπλε λουλούδι της δημοκρατίας, καθαρό από όλα τα γήινα θεσμικά υπολείμματα”.
Αλλά δεδομένου ότι τα κράτη που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο είναι πολύ άνισα σε μέγεθος και ειδικό βάρος, λέει ο Schönberger, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να συντονίζονται μεταξύ τους επί ίσοις όροις. Για να λειτουργήσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτείται από το κράτος που είναι μεγαλύτερο σε πληθυσμό και πλούτο, να δώσει συνοχή και κατεύθυνση: η Ευρώπη χρειάζεται την ηγεμονία της Γερμανίας, και οι Γερμανοί πρέπει να σταματήσουν να είναι ντροπαλοί στην άσκησή της. Η Γαλλία, της οποίας το πυρηνικό οπλοστάσιο και η έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας είναι πλέον μικρής σημασίας, πρέπει να προσαρμόσει τις αξιώσεις της αναλόγως. Η Γερμανία θα πρέπει να χειριστεί τη Γαλλία όπως ο Βίσμαρκ ασχολήθηκε με τη Βαυαρία στο άλλο ομοσπονδιακό σύστημα, το Kaiserreich, καλμάροντας το μικρότερο μέλος με συμβολικά βραβεία και γραφειοκρατικές ισορροπίες υπό πρωσική κυριαρχία.
“Κάτι ανάμεσα σε Αυστριακό και άνθρωπο”
Αν όντως μπορεί να συγκριθεί η Γαλλία με την κατάσταση της Βαυαρίας στο δεύτερο Ράιχ μένει να το δούμε. Η γνώμη του Μπίσμαρκ για τους Βαυαρούς είναι γνωστή: “Κάτι ανάμεσα σε Αυστριακό και άνθρωπο”. Η αναλογία δεν φαινόταν τόσο παράξενη υπό τον Σαρκοζί, ο οποίος έκοβε και έραβε το Παρίσι ανάλογα με τις προτεραιότητες του Βερολίνου. Αλλά θα ήταν καλύτερος ένας πιο σύγχρονος παραλληλισμός: η αγωνία της γαλλικής πολιτικής τάξης να μην διαχωρίζεται από τα γερμανικά σχέδια εντός της ΕΕ όλο και περισσότερο θυμίζει την άλλη “ειδική σχέση” – την απελπισμένη βρετανική προσκόλληση στο ρόλο του aide-de-camp (βοηθού στρατοπέδου) στις ΗΠΑ.
Μπορούμε να αναρωτιόμαστε πόσο ακόμα μπορεί να διαρκέσει η γαλλική αυτο-υποταγή χωρίς αντίδραση. Υπερήφανες κραυγές όπως ότι “η Ευρώπη μιλάει τώρα γερμανικά” από το γενικό γραμματέα του CDU αποτελούν συνταγή για τη δυσαρέσκεια και όχι τη συμμόρφωση. Ωστόσο, εδώ και χρόνια, ειδικά λόγω των τεράστιων στρεβλώσεων του γαλλικού εκλογικού συστήματος, δεν υπάρχει πολιτική τάξη στην ΕΕ που να είναι πιο ομόφωνα κομφορμιστική στην προοπτική της από εκείνη της Γαλλίας. Το να περιμένει κανείς από το François Hollande μεγαλύτερο βαθμό οικονομικής και στρατηγικής ανεξαρτησίας από το Σαρκοζί, θα ήταν ένας θρίαμβος της ελπίδας επί της εμπειρίας. Ούτε, για τον ίδιο λόγο, υπάρχει κάποια χώρα στην οποία το χάσμα μεταξύ κοινής γνώμης και επίσημων προτροπών έχει υπάρξει επανειλημμένα τόσο βαθύ.
Ο Hollande έχει έρθει στην εξουσία με τον ίδιο τρόπο με το Mariano Rajoy στην Ισπανία, περισσότερο ως η μόνη εναλλακτική λύση από ό,τι μέσω της θετικής “επένδυσης” των ψηφοφόρων. Ενδεχομένως να αποδυναμωθεί τόσο σύντομα όσο ο Rajoy όταν η λιτότητα χτυπήσει την πόρτα. Στο Ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο σύστημα του οποίου έχει γίνει ο τοπικός επίτροπος, δεν έχουν υπάρξει σοβαρές λαϊκές αναταράξεις παρά μόνο στην Ελλάδα – με κάποιες ανησυχητικές δονήσεις στην Ισπανία. Αλλού, οι ελίτ δεν έχουν ακόμα ακούσει τις μάζες.
Το γεγονός ότι ακόμη και υπό δυσμενείς συνθήκες δεν έρχονται απαραίτητα οι λαϊκές αντιδράσεις είναι σαφές από τη ρώσικη παθητικότητα που φάνηκε στην καταστροφή του Μπόρις Γιέλτσιν. Αλλά οι πληθυσμοί της ΕΕ είναι λιγότερο ταλαίπωροι και, αν οι συνθήκες επιδεινώνονταν απότομα, το φιτίλι τους θα μπορούσε να είναι κοντύτερο. Υποβόσκει στο πίσω μέρος όλων των σεναρίων η ζοφερή πραγματικότητα ότι, ακόμη και αν η κρίση του ευρώ θα μπορούσε να επιλυθεί χωρίς κόστος για τους πιο αδύναμους (το οποίο είναι απίθανο), το πρόβλημα της συρρίκνωσης της ανάπτυξης θα παραμείνει.
Αρχική Πηγή: Le Monde Diplomatique
Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη
Πηγή: antapocrisis.gr